Σημειώσεις Α' Εξαμήνου (μέρος α)


                    ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
 ‘’ Εισαγωγή στις διεθνείς σχέσεις ‘’
(A΄Εξ.)


pasp-polsci-komotinis.blogspot.gr
  
**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.

ENOTHTA 1:ΓΙΑΤΙ ΜΕΛΕΤΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

1.Α:Οι διεθνείς σχέσεις στην καθημερινή μας ζωή
-Το κράτος είναι μία γεωγραφική οριοθετημένη περιοχή που αποτελείται από άτομα που έχουν υποχρεώσεις και δικαιώματα, δηλαδή τους πολίτες.

-Το διακρατικό σύστημα είναι ένα σύστημα σχέσεων ανάμεσα σε ομάδες, αποτελούμενες από άτομα(πολίτες), πολιτικά οργανωμένα εντός γεωγραφικών ορίων, που δεν υπόκεινται στον έλεγχο καμίας ανώτερης αρχής και αποτελεί ένα ξεχωριστό τρόπο οργάνωσης της πολιτικής ζωής.

-Η ανάπτυξη διακρατικών σχέσεων στον οικονομικό τομέα αποτελεί μονόδρομο για ένα κράτος, καθώς είναι φανερό ότι μία πολιτική απομονωτισμού δεν είναι βιώσιμη επιλογή, αφού θα συνεπάγεται κόστος για τους πολίτες αυτού του κράτους.

-Διεθνείς σχέσεις είναι η επιστήμη που μελετά τη φύση και τις συνέπειες των διακρατικών σχέσεων.
Οι διεθνείς σχέσεις ως έννοια χρονολογούνται από την πρώιμη σύγχρονη εποχή στην Ευρώπη(16ος- 17ος αιώνας), όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα κυρίαρχα κράτη με κοινά σύνορα. Από το 18ο αιώνα και μετά οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα κράτη έχει επικρατήσει να λέγονται διεθνείς σχέσεις.
 Σήμερα οι διεθνείς σχέσεις αποτελούν τη μελέτη του παγκόσμιου διακρατικού συστήματος υπό το πρίσμα διάφορων επιστημονικών προσεγγίσεων.

-5 κοινωνικές αξίες που πρέπει να ακολουθήσουν τα κράτη(βασικές αξίες ενός διακρατικού συστήματος):
Α)ασφάλεια
Β)ελευθερία
Γ)δικαιοσύνη
Δ)τάξη
Ε)ευημερία


-Η ασφάλεια είναι μία από τις θεμελιώδεις αξίες των διεθνών σχέσεων. Η βασική θεωρητική παραδοχή των ρεαλιστικών προσεγγίσεων είναι πως οι σχέσεις ανάμεσα στα κράτη θα μπορούσαν να περιγράφουνε ως ένας κόσμος όπου τα κράτη  είναι στρατιωτικά εξοπλισμένα, ανταγωνίζονται το ένα το άλλο και κατά περιόδους συγκρούονται.

-Ελευθερία: Η προσωπική ελευθερία δεν είναι δεδομένη, ακόμη κι αν η χώρα είναι ελεύθερη. Τα κράτη καλούνται να την προασπίσουν τόσο στο προσωπικό όσο και στο εθνικό επίπεδο, με την έννοια της εθνικής ανεξαρτησίας.

-Δικαιοσύνη και τάξη: Τα κράτη έχουν κοινό συμφέρον να εξασφαλίσουν και να διατηρήσουν τη διεθνή τάξη, προκειμένου να μπορούν να συνυπάρχουν και να συνεργάζονται σε μία βάση σταθερότητας, βεβαιότητας και προβλεψιμότητας. Τα κράτη επίσης οφείλουν να υπερασπίζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.

-Η τελευταία βασική αξία που τα κράτη καλούνται να υπηρετήσουν είναι η προάσπιση και η βελτίωση της κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας του πληθυσμού της.

-Εθνική κυριαρχία είναι το χαρακτηριστικό ενός κράτους( η πολιτική ανεξαρτησία του κράτους έναντι των υπολοίπων κρατών)

-Κύρια ιδεολογικά ρεύματα μελέτης των διεθνών σχέσεων:
Α)ρεαλισμός(δίνει έμφαση στην ασφάλεια, πολιτική ισχύος, συγκρούσεις, πόλεμος)
Β)φιλελευθερισμός(δίνει έμφαση σε ελευθερία, συνεργασία, ειρήνη, πόλεμο)
Γ)διεθνείς κοινωνία(δίνει έμφαση σε τάξη, δικαιοσύνη, κοινά συμφέροντα, κανόνες, θεσμοί)
Δ)διεθνείς πολιτική οικονομία(δίνει έμφαση σε ευημερία, πλούτος, φτώχεια, ισότητα)

-Το δίλημμα της ασφάλειας εντοπίζεται όταν τα κράτη αποτελούν ταυτόχρονα πηγή  ασφάλειας, αλλά και απειλή για την ασφάλεια των ανθρώπων.

-Μεσαιωνική εξουσία είναι ο τρόπος πολιτικής οργάνωσης με συγκέντρωση στα περιφερειακά κέντρα.

-Σύγχρονη πολιτική εξουσία είναι ο τρόπος πολιτικής οργάνωσης με συγκέντρωση της εξουσίας στο κέντρο.

-Ηγεμονία είναι η άσκηση επιρροής και εξουσίας από μέρος μιας ηγέτιδας δύναμης πάνω σε άλλα κράτη.

-Ισορροπία δυνάμεων είναι δόγμα αλλά και ένας τρόπος ρύθμισης του υφιστάμενου συσχετισμού δυνάμεων, όπου η ισχύς ενός κράτους εξισορροπείται από την ισχύ άλλων κρατών.


1.Β:ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
-Το διακρατικό σύστημα είναι ένας ιστορικός θεσμός. Δεν υφίσταται ούτε ελέω θεού, ούτε κυβερνάται από του νόμους της φύσης, αντίθετα διαμορφώθηκε από κάποιους ανθρώπους σε μία συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, αποτελεί δηλαδή έναν κοινωνικό οργανισμό. Όπως όλοι οι κοινωνικοί οργανισμοί έτσι και αυτός έχει πελονεκήματα και μειονεκτήματα που μεταλλάσσονται με το πέρασμα του χρόνου.

-Η εποχή των κυρίαρχων κρατών συμπίπτει με την έναρξη της σύγχρονης εποχής με τη ραγδαία ανάπτυξη της ευημερίας, της γνώσης, ελευθερίας κλπ.

-Το κυρίαρχο κράτος παρόλο που ξεκίνησε στην Ευρώπη, εξαπλώ8ηκε ως τρόπος κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης και στη Βόρεια Αμερική  στο τέλος του 18ου αιώνα για να ακολουθήσει και η Νότια Αμερική στις αρχές του 19ου αιώνα.

-Ένας προκαταρκτικός ορισμός του διακρατικού συστήματος  περιγράφει τις σχέσεις ανάμεσα σε διάφορες οργανωμένες ομάδες που κατοικούν σε καθορισμένες γεωγραφικές περιοχές, δεν υπόκειντο σε καμία ανώτερη εξουσία και οι οποίες επιβιώνουν και λειτουργούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη.

-Αυτό το ανερχόμενο διακρατικό σύστημα παρουσιάζει ποικίλα σημαντικά χαρακτηριστικά, τα οποία είναι τα εξής:
Α)Το διακρατικό σύστημα αποτελείται από κράτη που συνορεύουν μεταξύ τους και των οποίων η νομιμοποίηση και ανεξαρτησία δεν αμφισβητείται από κανέναν.
Β)Αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ κρατών δεν ισχύει εκτός των ορίων του ευρωπαϊκού συστήματος.
Γ)Οι σχέσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη υπόκεινται στους κανόνες του διεθνούς δικαίου και της διπλωματικής πρακτικής.
Δ)Υπάρχει ισορροπία δυνάμεων μεταξύ κρατών-μελών με σκοπό να αποτραπεί κάποιο κράτος να ξεφύγει εκτός ελέγχου και να επιτύχει να εγκαθιδρύσει μία ηγεμονία, που στην ουσία θα σήμαινε την ενοποίηση της Ευρώπης υπό μία αυτοκρατορία.




1.Γ:ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

-Τα  σημεία που βοηθούν στην κατανόηση της φύσης του διακρατικού συστήματος κατά τη περίοδο του πολιτικού και οικονομικού ιμπεριαλισμού των ευρωπαϊκών κρατών είναι τα εξής:
Α)Τα ευρωπαϊκά κράτη σύνηπταν ευκαιριακές συμμαχίες με αλλά ευρωπαϊκά κράτη
Β)Σχεδόν όποτε είχαν τη δυνατότητα τα ευρωπαϊκά κράτη κατοικούσαν και αποίκιζαν τα μη ευρωπαϊκά κράτη προσαρτώντας τα στις αυτοκρατορίες τους.
Γ)Αυτές οι αχανείς αυτοκρατορίες εξελίχ8ηκαν σε πηγές πλούτου και ισχύος για τα ευρωπαϊκά κράτη για αρκετούς αιώνες.
Δ)Κάποιες από αυτές τις αποικίες περιήλθαν υπό τον έλεγχο των ευρωπαϊκών κρατών και προοδευτικά αυτά τα έθνη των μεταναστών έγιναν δεκτά στο διακρατικό σύστημα.

-Το πρώτο στάδιο της παγκοσμιοποίησης  του διακρατικού συστήματος περιλαμβάνει τη ένταξη των μη ευρωπαϊκών κρατών, τα οποία δεν ήταν δυνατόν να μετατραπούν σε αποικίες από τη δύση.

-Το δεύτερο στάδιο της παγκοσμιοποίησης του διακρατικού συστήματος ήταν άμεσο αποτέλεσμα αντιαποικιακου κινήματος που απλώθηκε ραγδαία στις κτήσεις των δυτικών αυτοκρατοριών

-Η εξάπλωση του πολιτικού και οικονομικού ελέγχου της Ευρώπης στον πλανήτη σήμανε ταυτόχρονα και την επέκταση του διακρατικού συστήματος, το οποίο έγινε πραγματικά παγκόσμιο κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

-Το τελευταίο στάδιο της παγκοσμιοποίησης του διακρατικού συστήματος περιλάμβανε τη διάλυση της Σοβιετικής ένωσης, τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας και της Τσεχοσλοβακίας σε διάφορα κράτη μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου.

-Σήμερα το διακρατικό σύστημα είναι  ένας παγκόσμιος θεσμός που επηρεάζει τις ζωές όλων.



1.Δ:ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΜΕΤΑΒΑΛΛΟΜΕΝΟΣ  ΚΟΣΜΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ

-ΚΡΑΤΟΣ

Α)Η πρώτη διάσταση περιλαμβάνει το δίπολο κράτος ως κυβέρνηση έναντι του κράτους ως χωρά. Ιδωμένο από το εσωτερικό, το κράτος ταυτίζεται με την εθνική κυβέρνηση που είναι η υψίστη εκτελεστική εξουσία σε μια χωρά με αποκλειστική κυριαρχία εντός της επικρατείας, αυτή είναι η εσωτερική όψη του κράτους.
Β)Από διεθνή σκοπιά, όμως το κράτος δεν είναι απλά συνώνυμο της κυβέρνησης, αντίθετα είναι μια χωρά. Από αυτή την οπτική γωνιά και η κυβέρνηση, αλλά και η κοινωνία αποτελούν μαζί αυτό που λεμέ κράτος. Αν μια χωρά είναι κυρίαρχο κράτος θα αναγνωρίζετε ευρύτερα επίσημα ως πολιτικά ανεξάρτητη. Αυτή είναι η εξωτερική όψη του κράτους.
Γ)Η δεύτερη διάσταση διαχωρίζει τη διεθνή μορφή σε δυο ευρείες κατηγορίες που είναι οι εξής:
→ Το κράτος ως ένας επίσημος φορεας,ως ένας νομικός θεσμός που εκπροσωπεί τη χωρά στις εξωτερικές του σχέσεις. Αυτή η κατηγορία ονομάζεται de jure υπόσταση του κράτους.
Το κράτος ως βασικός πολιτικοοικονομικός αγνισμός. Αυτή η κατηγορία έχει να κάνει με το βαθμό στο οποίο τα κράτη έχουν ανάπτυξη αποτελεσματικούς θεσμούς, μια σταθερή οικονομική βάση και έχουν επιτύχει ένα σχετικά υψηλό επίπεδο εθνικής ενότητας, με την έννοια της λαϊκής ενότητας και ονομάζεται de facto υπόσταση του κράτους.

-Η διάκριση ανάμεσα σε de jurede factoΜας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις πολύ σημαντικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στα σχεδόν 200 ανεξάρτητα κράτη και νομικά ισότιμα κράτη που υπάρχουν σήμερα.

-ΔΙΑΚΡΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
-Το διακρατικό σύστημα ήταν αρχικά αποκλειστικά ευρωπαϊκό, σήμερα όμως είναι παγκόσμιο. Αυτό το παγκόσμιο σύστημα περιλαμβάνει κράτη διαφορών τύπων όπως α)ισχυρές χώρες  και μικρά σταθερά κράτη
β)μεγάλης δυνάμεις και μικρότερα έθνη
γ)ανάπτυξη που συνδέσετε με τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς και μιας παγκόσμιας οικονομίας. Κάποιες χώρες του τρίτου κόσμου έχουν επωφεληθεί από την ένταξη στη διεθνή οικονομία, άλλες όμως παραμένουν φτωχές και υποανάπτυκτες

-Είναι λοιπόν σαφές πως τα κράτη και το διακρατικό σύστημα επηρεάζονται από τη κοινωνία. Αυτή η σχέση όμως είναι αμφίδρομη. Το διακρατικό σύστημα από τη μεριά του επιδρά στη πολιτική οικονομία, επιστήμη, τεχνολογία, παιδεία, πολιτισμό κλπ. Επομένως το διακρατικό σύστημα δεν είναι απλά δεκτής αλλαγών αλλά αποτελεί και το ίδιο φορέα αλλαγών.


ΕΝΟΤΗΤΑ 2:Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

-Σήμερα οι διεθνείς σχέσεις δεν εστιάζουν αποκλειστικά στις πολιτικές σχέσεις μεταξύ κρατών, αλλά και σε μια σειρά από αλλά θέματα π.χ η οικονομική αλληλεξάρτηση, τα ανθρώπινα δικαιώματα, η ανάπτυξη, η τρομοκρατία κλπ. Η επιστήμη αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια μιας σειράς διακρατικών περιόδων, κάθε μια από τις οποίες χαρακτηρίζονται και από μια ιδεολογική αντιπαράθεση.


2.Α: ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΡΩΤΗ(ΦΙΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ- ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ)
-Ο φιλελεύθερος τρόπος σκέψης  υποστηρίζονταν πολιτικά από την ισχυρότερη δύναμη του διεθνούς συστήματος της εποχής. Οι φιλελεύθεροι ήταν φαινομενικά οι μονοί με ξεκάθαρες ιδέες και πεποιθήσεις.

-Το πρόγραμμα του WILSON καλούσε τα κράτη να εγκαταλείψουν τη μυστική διπλωματία.
Α)Οι διακρατικές συμφωνίες θα έπρεπε να γινονται γνωστές στο λαο
Β)οι περιορισμοι στη ναυσιπλοια και το εμποριο θα επρεπε να καταργηθουν
Γ)οι εξοπλισμοι να περιοριστουν στα απολυτος απαραιτητα ωστα να εξασφαλιζεται η ασφαλεια
Δ)να δημιουργηθεί μια ευρεία ένωση εθνών με ορούς, ώστε να εξασφαλίζονται οι αμοιβαίες εγγυηθείς πολιτικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας.


-Δυο σημεία του οράματος του για έναν πιο ειρηνικό κόσμο είναι τα σημαντικά:
1)Προώθηση της δημοκρατίας και αυτοδιάθεση των λαών
2)η δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού που θα έθετε τις διακρατικές σχέσεις υπό ένα σταθερό πλαίσιο.

-Ο ιδεαλισμός του:
Α)αποτελεί τη πεποίθηση ότι μέσω ενός σωστού και καλού σχεδιασμένου διεθνούς οργανισμού θα επιτευχθεί η ειρήνη.
Β) Δεν υποστηρίζει πως μπορεί να ξεπερασθεί το κυρίαρχο κράτος και οι άλλοι φορείς που παίζουν κάποιο ρολό στις διεθνείς συγκρούσεις.
Γ)Ισχυρίζονταν πως τα κράτη και οι υπηρεσίες του μπορούν να εξημερωθούν υπό διεθνείς οργανισμού, θεσμούς και κανόνες.

-Για τους φιλελευθέρους ιδεαλιστές, οι παραδοσιακές πολιτικές ισχύος αποτελούν μια ζούγκλα στην οποία κυριαρχούν τα πιο πανούργα ζώα.,

-Ο πυρήνας της σκέψης Angel θέτει τις βάσεις για τις μελλοντικές φιλελεύθερες θέσεις περί εκσυγχρονισμού και οικονομικής αλληλεξάρτησης. Ο εκσυγχρονισμός και η αλληλεξάρτηση περιλαμβάνουν μια διαδικασία αλλαγών και προόδου μετατρέποντας του πολέμου και τη βία σε ξεπερασμένη αντίληψη.

-Ο CARR υποστήριζε ότι οι φιλελεύθεροι στοχαστές των Δ.Σ παρανόμησαν την φύση των διεθνών σχέσεων και ερμηνεύσαν ιστορικά γεγονότα με λάθος τρόπο. Πίστεψαν αβάσιμα πως οι σχέσεις μπορεί να είναι αρμονικές. Για τον CARR σωστό ήταν να θεωρούμε πως υπάρχουν βαθειά αντικρουόμενα συμφέροντα τόσο μεταξύ των κρατών όσο και των ανθρώπων. Ο CARR αποκάλεσε τη φιλελεύθερη θέση  ουτοπική σε αντίθεση με τη δική του, που την ονόμασε ρεαλιστική. Έτσι υπονοούσε πως η σκέψη του ήταν σωστότερη και η πιο βάσιμη ανάλυση των διεθνών σχέσεων.

-O MORGENTHAU εντοπίζεται στις ΗΠΑ με την εμφάνιση του ρεαλισμού. Πιστεύει πως η ανθρώπινη φύση αποτελεί τη βάση των διεθνών σχέσεων.

-Το πρώτο σημαντικό στοιχειό του ρεαλισμού αφορά τη φύση των ανθρώπων και τη κοινωνία.

-Το δεύτερο σημαντικό στοιχειό του ρεαλισμού αφορά τη φύση του των διεθνών σχέσεων οι διεθνείς πολιτική χαρακτηρίζεται από αναρχία,  οπού τα κράτη αγωνίζονται να αυξήσουν το μερίδιο της εξουσίας που τους αναλογεί.

-Το τρίτο σημαντικό στοιχειό του ρεαλισμού αφορά τη κεντρική θεώρηση της ιστορίας, αποδίδει δηλαδή έμφαση στη συνεχεία και στην επανάληψη.

-Ο κλασικός ρεαλισμός των CARR και MORGENTHAU συνδυάζει  την απαισιοδοξία για την ανθρώπινη φύση με την πεποίθηση ότι τα κράτη ασκούν πολιτικές ισχύος στο πλαίσιο της διεθνούς αναρχίας. Δεν υπάρχει προοπτική μεταβολής για του κλασικούς ρεαλιστές, τα ανεξάρτητα κράτη του άναρχου διεθνούς συστήματος αποτελούν μόνιμα στοιχειά των διεθνών σχέσεων.



-Ο ρεαλισμός εξελίχθηκε στον κυρίαρχο τρόπο σκέψης για τις διεθνείς σχέση, όχι μονό για τους διεθνολόγους αλλά και για του πολιτικούς και τους διπλωμάτες.

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ 1ης αντιπαράθεσηςοι ρεαλιστές επιβληθήκαν στη πρώτη μεγάλη αντιπαράθεση. Κατά τη διάρκεια του ψυχρού πολέμου, ο ρεαλισμός αποτελεί τον κυρίαρχο τρόπο ερμηνείας των διεθνών σχέσεων. Η σύνοψη των θέσεων του ρεαλισμού από τον MORGENTHAU αποτέλεσε για δεκαετίες τη βάση των διεθνών σχέσεων.


2.Β: ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ(ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙ-ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΙΣΜΟΣ)

-Η δεύτερη αντιπαράθεση αφορούσε θέματα μεθοδολογίας. Η παραδοσιακοί και οι συμπεριφεριστες αποτελούν τα δυο αντίπαλα μέρη. Οι παραδοσιακοί προσπαθούσαν να κατανοήσουν τον περίπλοκο κόσμο των ανθρωπίνων κοινωνικών σχέσεων στον οποίο οι αξίες π.χ τάξη, ελευθερία και δικαιοσύνη, παίζουν κεντρικό ρολό. Η παραδοσιακή προσέγγιση των διεθνών σχέσεων προϋποθέτει:
Α)την κατανόηση της ιστορικής και τη πρακτική της διπλωματίας.
Β)την ιστορία και το ρολό του διεθνούς δικαίου
Γ) της πολιτική θεωρίας του κυριάρχου κράτους.
Υπό αυτή την έννοια οι διεθνείς σχέση ανήκουν στην ευρύτερη οικογένεια των ανθρωπιστικών επιστημών και δεν μπορεί να αντιμετωπίσετε ως ένα αυστηρά τεχνικό επιστημονικό αντικείμενο. Οι συμπεριφεριστες από την άλλη ασχολούνται με τη ταξινόμηση, τη μέτρηση και εξήγηση αυτών των σχέσεων μέσα από τη διατύπωση γενικών νομών όπως συμβαίνει π.χ στη φυσική και στη χημεία.

→ Συμπέρασμα δεύτερης αντιπαράθεσης; Οι συμπεριφεριστες φάνηκε να θριαμβεύουν για κάποιο διάστημα, αλλά τελικά δεν αναδείχθηκε νικητής. Σήμερα και οι δυο μέθοδοι χρησιμοποιούνται στις διεθνείς σχέσεις. Μετά τον ψυχρό πόλεμο παρατηρήθηκε μια τάση προς το παραδοσιακό.




2.Γ: ΤΡΙΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ( ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ-ΘΕΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗ)
-Οι νεοφιλελεύθεροι συμφωνούν με τις παλαιότερες φιλελεύθερες ιδέες για τη πιθανότητα προόδου και αλλαγών, αλλά απορήσουν τον ιδεαλισμό. Αποδίδουν ιδιαίτερη έμφαση στη διατύπωση θεωριών και την εφαρμογή νέων επιστημονικών μεθόδων.

-Οι πρώτοι θεωρητικοί της ενοποιήσεις  ερεύνησαν τον τρόπο με τον οποίο κάποιες διασυνοριακές δραστηριότητες δημιούργησαν επωφελείς συνεργασίες.

-Άλλοι φιλελεύθεροι εστίασαν στο πως η επιτυχής ενοποίηση σε ένα τομές συμπαρέσυρε και άλλους.

-Ο κοινωνιολογικός φιλελευθερισμός είναι παρακλάδι της νεοφιλελεύθερης σκέψης και ασχολειται ιδιαιτέρα με τον αντίκτυπο των αυξανομένων διασυνοριακών σχέσεων π.χ. εμπόριο.

-Ο φιλελευθερισμός της αλληλεξάρτησης είναι παρακλάδι του νεοφιλελεύθερης σκέψης, στην οποία παρατηρείται ένας υψηλός βαθμός αλληλεξαρτήσεις. Τα κράτη προσπαθούν να δημιουργήσουν διεθνείς θεσμούς για να αντιμετωπίσουν κοινά προβλήματα. Αυτοί οι θεσμοί προωθούν τη διασυνοριακή συνεργασία, μηνώντας τα κόστη και παρέχοντας χρήσιμες πληροφορίες.

-Οι θεσμοί που δημιουργούνται μπορεί να αποτελούν διεθνείς οργανισμούς ή μια σειρά από συμφωνίες. Αυτή η μορφή της νεοφιλελεύθερης σκέψης ονομάζεται θεσμικός φιλελευθερισμός.

-Ο δημοκρατικός φιλελευθερισμός είναι παρακλάδι της νεοφιλελεύθερης σκέψης και αναπαράγει την ιδέα πως οι φιλελεύθερες δημοκρατίες προωθούν την ειρήνη.

-O DOUBLE θεωρεί πως η δημοκρατική ειρήνη στηρίζεται σε τρεις πυλώνες:
Α)ειρηνική επίλυση των διαφορών
Β)κοινές αξίες δημοκρατικών χωρών
Γ)οικονομική συνεργασία

-Ο KENNETH WALTZ θεμελίωσε μια διαφορετική θεωρία του ρεαλισμού βασισμένη στις επιστημονικές φιλοδοξίες και συμπεριφορισμού και ονομάστηκε νεορεαλισμός. Επιχείρησε να διατυπώσει νομούς για τις διεθνείς σχέσεις που να έχουν επιστημονική εγκυρότητα. Εστίασαν στην ανάλυση του στη δομή του διεθνούς συστήματος και τις συνέπειες του στις διεθνείς σχέσεις. Παρατήρησε την απουσία μιας παγκόσμιας κυβέρνησης και ακόμη ότι αποτελείται από παρόμοιες μονάδες, δηλαδή όλα τα κράτη ασκούν ιδία πολιτική. Δεν ισχυρίζεται ότι η ελλειπτική περιγράφει του για το διεθνές σύστημα και τη δομή του μπορούν να εξηγήσουν τα πάντα, αλλά πιστεύει πως  ερμηνεύουν αποτελεσματικά μερικά μεγάλα και σημαντικά ζητήματα. Γι’ αυτά τα κράτη επιδιώκουν την ισχύ και προβληματίζονται για την ασφάλεια τους, γιατί η δομή του διεθνούς συστήματος τους αναγκάζει να σκέφτονται έτσι.

-Ο ROBERT KEOHANE προσπάθησε να διατύπωση μια σύνθεση του νεορεαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού, γέρνοντας ελαφρώς προς το φιλελευθερισμό.


-Ο νεομαρξισμός αποτελεί τη βάση της τρίτης ιδεολογικής αντιπαράθεσης. Είναι μια προσπάθεια ανάλυσης της κατάστασης του τρίτου κόσμου. Εστίασε στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό, υποστηρίζοντας ότι η αστική ή καπιταλιστική τάξη χρησιμοποιούσε την οικονομική της ισχύ για να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει την εργατική τάξη. Οι νεομαρξιστες ισχυριστήκαν ότι η παγκόσμια καπιταλιστικά, οικονομία, ελεγχόμενη από τα πλούσια καπιταλιστικά κράτη, στην ουσία αποζεί και καταδικάζει στην υπανάπτυξη τα φτωχότερα κράτη.

-O ANDRE FRANK υποστήριξε πως αυτή η άνιση κατανομή και οικειοποίηση της οικονομικής υπεραξίας από λίγους σε βάρος των πολλών , αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού.

-O WALLER STEIN συμφωνεί με τον FRANK, μελέτησε την ανάπτυξη του παγκοσμίου καπιταλισμού από το ξεκίνημα του.

-Η ιεραρχία του καπιταλισμού βασίζεται στην εκμετάλλευση των φτωχών από τους πλουσίους,

-Οι φιλελεύθεροι οικονομολόγοι πιστεύουν πως η οικονομική ευημερία μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ανεμπόδιστης παγκόσμιας εξάπλωσης του καπιταλισμού πέραμα από τα όρια του κυριάρχου κράτους, ενώ η μαρξιστική σκοπιά της διεθνούς πολιτικής οικονομίας αντιλαμβάνεται το καπιταλισμό ως μέσο εκμετάλλευσης του τρίτου κόσμου.

-Για τους μερκαντιλιστες η δημιουργία πλούτη αποτελεί απαραίτητη βάση για την αύξηση της ισχύος ενός κράτους.


-ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΡΙΤΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ: Δεν ανέδειξε κανένα νικητή.



2.Δ:ΤΕΤΑΡΤΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ(ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΘΕΤΙΚΙΣΤΙΚΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗ)

-Σήμερα, μια τέταρτη αντιπαράθεση βρίσκεται σε εξέλιξη. Αφορά την ευθεία αμφισβήτηση τόσων κλασικών παραδόσεων από εναλλακτικές προσεγγίσεις, οι οποίες ενίοτε αποκαλούνται και μεταθετικιστικες εναλλακτικές απόψεις. Αυτή η αντιπαράθεση θέτει τόσο ζητήματα μεθοδολογίας όσο και ουσίας. Αυτές οι προσεγγίσεις απορρίπτουν επίσης τα επιστημονικά ευρήματα του νεορεαλισμού και του νεοφιλελευθερισμού.



ΕΝΟΤΗΤΑ 3: ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
-Οι βασικές θεωρητικές ιδέες και παραδοχές του ρεαλισμού είναι:
Α)Η απαισιόδοξη ερμηνεία της ανθρώπινης φύσης
Β)Η πεποίθηση ότι η αντιπαράθεση αποτελεί εγγενές στοιχειό των διεθνών σχέσεων και πως οι διεθνείς αντιπαραθέσεις επιλύονται με στρατιωτικά μέσα.
Γ)η εθνική ασφάλεια και επιβίωση αποτελούν πρωταρχικό μέλημα για κάθε κράτος
Δ)η αμφισβήτηση της δυνατότητας προόδου στη διεθνή πολιτική

-Οι ρεαλιστές έχουν γενικά μία απαισιόδοξη άποψη για την ανθρώπινη φύση. Αμφιβάλουν ιδιαιτέρα για τη δυνατότητα προόδου στη διεθνή πολιτική, αντίστοιχη με την εσωτερική. Βασίζονται στη παραδοχή ότι η παγκόσμια πολιτική εξελίσσετε σε ένα περιβάλλον διεθνούς αναρχίας ανάμεσα στα κράτη. Οι διεθνείς σχέσεις έχουν για του ρεαλιστές συγκρουσιακό χαρακτήρα και η τελική λύση στις διεθνείς συγκρούσεις δίνεται με πόλεμο.

-Οι ρεαλιστές πιστεύουν ότι ο στόχος της εξουσία, τα μέσα και η άσκηση της αποτελούν κεντρική μεριμνά της πολιτικής δραστηριότητας. περιγράφουν τη διεθνή πολιτική ως μια πολιτική ισχύος. Η άσκηση της εξωτερικής πολιτικής είναι ιδιαιτέρα σημαντική. Βασίζεται σε ένα προσεκτικό υπολογισμό των δυνατοτήτων και συμφερόντων του καθενός σε σχέση με τις δυνατότητες και τα συμφέροντα του αντιπάλου.

-Για τους ρεαλιστές οι αξίες της εθνικής ασφαλείας, εθνικής επιβίωσης, διεθνούς τάξης και σταθερότητας αποτελούν υψίστη προτεραιότητα. Συνήθως πιστεύουν ότι δεν υπάρχουν διεθνείς υποχρεώσεις, δηλαδή σχέσεις αμοιβαίου καθήκοντος ανάμεσα στα κράτη. Για τους κλασικούς και νεοκλασικούς ρεαλιστές  άλλη είναι η ηθική στην ιδιωτική ζωή και άλλη, διαφορετική στη δημοσιά-διεθνή. Η πολιτική ηθική επιτρέπει ενίοτε κάποιες κινήσεις που δεν θα ανέχονταν σε καμιά περίπτωση η προσωπική ηθική.


3.Α:ΚΛΑΣΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ
-Κλασικοί ρεαλιστές είναι:
Α)Θουκυδίδης
Β)Machiavelli
Γ)HOBBES

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗς:
-Ο Θουκυδίδης επισημαίνει πως κάθε πράξη έχει και συνέπειες. Υπογραμμίζει τη σημασία της σύνεσης και της προσοχής κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής σε ένα κόσμο α)μεγάλων ανισοτήτων β)περιορισμένων διπλωματικών επιλογών με κινδύνους γ)ευκαιρίες να ελλοχεύουν κάθε στιγμή. Τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ηθικής του κλασικού ρεαλισμού που ο Θουκυδίδης και οι άλλοι ρεαλιστές προσπαθούν να διαχωρίσουν από την ηθική και την αίσθηση της δικαιοσύνης είναι τα εξής:
Α)διορατικότητα  Β)σύνεση  Γ)προσοχή   Δ)κριτική σκέψη 

MACHIAVELLI
-Συμφωνά με τα πολιτικά διδάγματα του α)η ισχύς β)η πανουργία, είναι τα δυο απαραίτητα μέσα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Η υπέρτατη πολιτική αξία είναι η εθνική ελευθερία, δηλαδή η ανεξαρτησία. Η κυρία ευθύνη των ηγετών είναι να αναζητούν πάντα τα πλεονεκτήματα και να υπερασπίζονται τα συμφέροντα του κράτους, ώστε να εξασφαλίζεται η επιβίωση τους. Μια τέτοια στάση απαιτεί ισχύ. Πυρήνας της ρεαλιστικής θεωρίας του MACHIAVELLI αποτελεί η άποψη πως οι πολιτικοί πρέπει ταυτόχρονα να είναι λεοντές και αλεπούδες. Τα κυρία μακιαβελικά αξιώματα της ρεαλιστικής πολιτικής πρακτικής είναι:
Α) Έχε πάντα επίγνωση του τι συμβαίνει
Β) Απέφευγε να βρεθείς προ τετελεσμένων γεγονότων
Γ) Ανέμενε τα κίνητρα και τις πράξεις των άλλων
Δ) Μην περιμένεις να κινηθούν πρώτα οι αντίπαλοι σου.
Ο ρεαλιστής ηγέτης, λοιπόν, έχει τα ματιά του ανοιχτά για οποιαδήποτε ευκαιρία και είναι κατάλληλα προετοιμασμένος για να την εκμεταλλευτεί. Επομένως ένας υπεύθυνος ηγέτης δεν μπορεί να λειτουργεί ορθά και αποτελεσματικά αν ακολουθεί τους κανόνες της χριστιανικής ηθικής.


HOBBES
-Κατά τον HOBBES ο καλύτερος τρόπος να κατανοήσουμε το τρόπο λειτουργίας της πολιτικής ζώνης είναι να φανταστούμε ότι οι άνθρωποι ζούνε σε ένα κόσμο, οπού δεν υπάρχει ο θεσμός του κυριάρχου κράτους. Πίστευε πως υπάρχει μια οδός διαφύγεις από τη φυσική κατάσταση σε πιο πολιτισμένες συνθήκες και η οποία δεν ήταν άλλη από τη δημιουργία του κυριάρχου κράτους. Αυτός ο φόβος και η ανασφάλεια που προκαλεί η φυσικά κατάσταση είναι και το έναυσμα για να ξεφυσούν από αυτή, δηλαδή το κίνητρο για τη δημιουργία του κυριάρχου κράτους δεν είναι η λογική, αλλά το πάθος όπως εκφράζεται από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Συμφωνά με τον HOBBES τα κράτη είναι δυνατόν να συνάπτουν συνθήκες μεταξύ τους, ώστε οι σχέσεις του να αποκτήσουν νομική βάση. Το διεθνές δίκαιο μπορεί να ρυθμίζει τη διεθνή φυσική κατάσταση, παρέχοντας συμφωνίες και κανόνες. Ο κλασικός ρεαλισμός του HOBBES, λοιπόν αποδίδει έμφαση στη στρατιωτική ισχύ αλλά και στο διεθνές δίκαιο.


ΘΟΥΚΥΔΙΔΗς/MACHIAVELLI/HOBBES:
-Η ασφάλεια και η επιβίωση αποτελούν θεμελιώδες αξίες. Συμφωνούν ότι
Α)Η ανθρώπινη ζωή χαρακτηρίζεται από ανασφάλεια και συγκρούσεις, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπιστούν
Β)Υπάρχει η πολιτική γνώση ή σοφία που μπορεί να αντιμετώπιση το ζήτημα της ασφαλείας και ο καθένας προσπαθεί να επισημάνει τα χαρακτηριστικά της.
Γ) Δεν υπάρχει κάποια οριστική διέξοδος από τη φυσική κατάσταση, η οποία αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της ανθρώπινης ζώνης.

3.Β:Ο ΝΕΟΚΛΑΣΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ MAGENTA

-MORGENTHAU
-Σύμφωνα με τον MORGENTHAU οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως πολιτικά οντά. Αναφερόταν συγκεκριμένα στο onimus dominantiδηλαδή τον ανθρώπινο πόθο για εξουσία. Το onimus dominandi οδηγεί στη συγκρούσει μεταξύ τους. Κατά τον MORGENTHAU είναι ξεκάθαρη η διατύπωση ότι η πολιτική και η προσωπική ηθική δεν ταυτίζονται και ότι η πρώτη δεν μπορεί να περιοριστεί στα στενά περιθώρια της δεύτερης. Αναγνωρίζοντας αυτό το αξίωμα της πολιτικής ισχύος ο ηγέτης αποκτά το κλειδί για μια αποτελεσματική και υπεύθυνη πολιτική. O MORGENTHAU σύναψε τη εθνολογική θεωρία σε έξι αρχές του πολιτικού ρεαλισμού που είναι τα εξής:
Α)Η πολιτική έχει τις ρίζες της σε μια μόνιμη και αμετάβλητη ανθρώπινη φύση που είναι ουσιαστικά εγωκεντρική, εσωστρεφής, ιδιοτελής
Β)Η πολιτική αποτελεί μια αυτόνομη σφαίρα δραστηριότητας και συνεπώς δεν μπορεί να περιοριστεί απλά σε οικονομικές ερμηνείας ή σε ηθικές αναλύσεις. Οι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να δρουν με βάση τα βασικά αξιώματα της πολιτικής σοφίας.
Γ) Η ιδιοτέλεια αποτελεί βασικό στοιχειό της ανθρώπινης φύσης
Δ)Ο ι ρεαλιστές διαφωνούν ότι συγκεκριμένα έθνη μπορούν να επιβάλουν την ιδεολογία σε αλλά και να ξεκινούν σταυροφορίες με αυτό το σκοπό. Οι ρεαλιστές εναντιώνοντας σε αυτή τη προοπτική γιατί τη θεωρούν επικίνδυνη.
Ε) Η πολιτική τέχνη είναι μια νηφάλια και πεζή δραστηριότητα που απαιτεί βαθειά κατανόηση των ανθρωπίνων ορίων και ατελειών.


-MORGENTHAU/MACHIAVELLI-HOBBES
-Η πολιτική αποτελεί έναν αγώνα για την απόκτηση της εξουσίας και οποίας και αν είναι ο απώτερος στόχος της, η εξουσία αποτελεί πάντα στην έμμεση προτεραιότητα. Ο τρόπος απόκτησης, διατήρησης και άσκησης της εξουσίας καθορίζει τη μέθοδο της πολιτικής δράσης. Με αυτή την άποψη ο MORGENTHAU απηχούσε ξεκάθαρα τις απόψεις του MACHIAVELLI και του HOBBES.


-MACHIAVELLI/ ΘΟΥΚΙΔΙΔΗΣ- MACHIAVELLI
-Ο MORGENTHAU ακολουθούσε τη πάροδος του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ και του MACHIAVELLI, δηλαδή άλλη ηθική επικρατή στην ιδιωτική ζωή και άλλη διαφορετική στη δημοσιά. Η πολιτική ηθική επιτρέπει ή ανέχεται κάποτε κάποιες βρέξεις που θα ήταν απαράδεκτες με κριτήριο την ιδιωτική ηθική.


-Κυρίες αρχές της πολιτικής ηθικής: Α)σύνεση
                                                           Β)μετριοπάθεια
                                                           Γ)Κρητική ικανότητα
                                                           Δ)αποφασιστικότητα
                                                           Ε)κουράγιο

3.Γ: Ο ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΣ ΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΤΟΥ SCHΕLLING
-Ο στρατηγικός ρεαλισμός εστιάζει κυρίως στη λήψη αποφάσεων για θέματα της εξωτερική απολιτικής. Η χρήση της στρατιωτικής ισχύος στην εξωτερική πολιτική ιδιαιτέρα στο στοργικό ρεαλισμό.

SCHELLING
-Αναζητεί αναλυτικά εργαλεία για τη στρατηγική σκέψη. Αντιλαμβάνεται τη διπλωματία και την εξωτερική πολιτική, ιδιαιτέρα των μεγάλων δυνάμεων ως μια ορθολογική δραστηριότητα που μπορεί να γίνει πιο κατανοητή μέσα από τη μορφή μιας μεθόδου μαθητικής ανάλυσης που ονομάζεται θεωρία μπαιγνίωνΜια από τις σημαντικότερες έννοιες του ίνα η απειλή, δηλαδή η ανάλυση του αφορά το τρόπο με τον οποίο οι ηγέτες αντιμετωπίζουν ορθολογικά την απειλή και το κίνδυνο ενός πυρηνικού πολέμου. Για τον SCHELLING η εξωτική πολιτική αποτελεί ένα τεχνικό ζήτημα και δεν τίθεται θέμα διλλήματος. Το πρωταρχικό της μέλημα είναι η αναζήτηση των συστατικών μιας πετυχημένης πολιτικής. Ο SCHELLING προσδιόρισε με οξύνοια και ανέλυσε σε βάθος διαφόρους μηχανισμούς, τεχνάσματα και κινήσεις που αν ακολουθηθούν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε συνεργασίες. Ο SCHELLING δεν έχει κανένα πρόβλημα να μιλήσει για τη βρώμικη και εκβιαστική αντίληψη στου στρατηγικού ρεαλισμού.

-SCHELLING/MACHIAVELLI
-Υπάρχουν διάφορες ομοιότητες μεταξύ του ρεαλισμού του MACHIAVELLI και του SCHELLING. Αντίθετα όμως με το MACHIAVELLI, ο στρατηγικός ρεαλισμός του SCHELLING συνήθως δεν ερευνά την ηθική της εξωτερικής πολιτικής, απλά αντιλαμβανει ως δεδομένους κάποιους κεντρικούς στόχους της χωράς, χωρίς να σχολιάζει.


Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών
Δύναμη Ανατροπής
Δύναμη Εμπιστοσύνης



Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών


   ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
 ‘’ Ευρωπαϊκοί θεσμοί ‘’
(A΄Εξ.)



pasp-polsci-komotinis.blogspot.gr

**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΑΡΑΔΟΣΕΩΝ ΤΟΥ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ

«ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΙ ΘΕΣΜΟΙ»

Ά ΕΞΑΜΗΝΟ

ΔΙΑΛΕΞΗ 1η

1. Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα, συνθήκη ΕΚΑΧ (18 Απριλίου 1951)
 (πηγή: www.europa.eu)

o  Βασιζόμενες στο σχέδιο Schuman, έξι χώρες υπογράφουν μια συνθήκη για να ενοποιήσουν τις βαριές βιομηχανίες τους —άνθρακα και χάλυβα— κάτω από μια κοινή διεύθυνση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, δημιουργείται  μία Κοινότητα που έχει ως αποστολή την οργάνωση της ελεύθερης κυκλοφορίας άνθρακα και χάλυβα, καθώς και την ελεύθερη πρόσβαση στις πηγές παραγωγής.  Οι έξι αυτές χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη είναι: το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, οι Κάτω Χώρες και το Λουξεμβούργο.

2. Συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, συνθήκη ΕΟΚ

o  Η συνθήκη ΕΟΚ, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη το 1957, συνενώνει τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τις χώρες της Μπενελούξ σε μια Κοινότητα που έχει ως αποστολή την ολοκλήρωση, μέσω της προώθησης των εμπορικών συναλλαγών, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη. Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η ΕΟΚ μετονομάστηκε σε Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκφράζοντας τη βούληση των κρατών μελών να επεκτείνουν τις κοινοτικές αρμοδιότητες σε μη οικονομικούς τομείς.

Α. Θεσμικά όργανα και άλλοι φορείς της ΕΕ (πηγή: www.europa.eu)

o  το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο αντιπροσωπεύει τους πολίτες της Ένωσης και εκλέγεται άμεσα από αυτούς·
o  το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο αντιπροσωπεύει τα μεμονωμένα κράτη μέλη·
o  η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποστολή της οποίας είναι να προασπίζει τα συμφέροντα της Ένωσης συνολικά.
o  Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθορίζει τις γενικούς πολιτικούς προσανατολισμούς και τις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με την έναρξη ισχύος της Συνθήκης της Λισσαβώνας την 1η Δεκεμβρίου 2009, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έγινε θεσμικό όργανο.
o  το Δικαστήριο φροντίζει για την τήρηση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
o  το Ελεγκτικό Συνέδριο ελέγχει τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων της Ένωσης.
o  Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει επίσης ορισμένα άλλα θεσμικά όργανα και φορείς με ειδικούς ρόλους:
o  η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή αντιπροσωπεύει την κοινωνία των πολιτών, τους εργοδότες και τους εργαζομένους,
o  η Επιτροπή των Περιφερειών εκπροσωπεί την τοπική αυτοδιοίκηση και την περιφερειακή διοίκηση,
o  η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χρηματοδοτεί επενδυτικά έργα της Ένωσης και βοηθάει μικρές επιχειρήσεις μέσω του Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων,
o  η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι υπεύθυνη για την ευρωπαϊκή νομισματική πολιτική,
o  ο Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής ερευνά τις καταγγελίες πολιτών κατά των θεσμικών οργάνων ή οργανισμών της ΕΕ για λόγους κακής διοίκησης,
o  ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων διαφυλάττει τον ιδιωτικό χαρακτήρα των προσωπικών δεδομένων των πολιτών,
o  η Υπηρεσία Επίσημων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δημοσιεύει πληροφορίες σχετικά με την ΕΕ,
o  η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού προσλαμβάνει προσωπικό για τα θεσμικά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης,
o  η Ευρωπαϊκή Σχολή Δημόσιας Διοίκησης έχει καθήκον να παράσχει επιμόρφωση σε συγκεκριμένους τομείς για το προσωπικό της ΕΕ.

B. Οργανισμοί και αποκεντρωμένοι φορείς

  1. Ρυθμιστικοί οργανισμοί και φορείς

     Στην ΕΕ έχουν συσταθεί διάφοροι εξειδικευμένοι και αποκεντρωμένοι οργανισμοί που σκοπό έχουν να παρέχουν στήριξη στα κράτη μέλη της ΕΕ και στους πολίτες τους. Οι οργανισμοί αυτοί ανταποκρίνονται στον στόχο της γεωγραφικής αποκέντρωσης και στην ανάγκη για ανάληψη νέων καθηκόντων νομικής, τεχνικής ή/και επιστημονικής φύσεως. Μεταξύ των ρυθμιστικών οργανισμών και φορέων συγκαταλέγονται:




1.1. Οργανισμοί χάραξης πολιτικής: Έχουν συσταθεί βάσει πράξης του παράγωγου ευρωπαϊκού δικαίου για να επιτελέσουν ένα πολύ ειδικό τεχνικό, επιστημονικό ή διοικητικό έργο. Λειτουργούν ανεξάρτητα από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ.

o  Σήμερα, οι υπηρεσίες αυτές είναι οι εξής:
o  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (Σε φάση σχεδιασμού) (ACER)
o  Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (Σε φάση σχεδιασμού) (EASO)


1.2. Οργανισμοί για την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας:
Οι οργανισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν για να ασκούν πολύ συγκεκριμένα τεχνικά, επιστημονικά και διοικητικά καθήκοντα στο πλαίσιο της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ένωσης.





1.3. Οργανισμοί αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις: δημιουργήθηκαν για να συμβάλλουν στη μεγαλύτερη συνεργασία των κρατών μελών της ΕΕ για την καταπολέμηση του οργανωμένου διεθνούς εγκλήματος.




  1. Οργανισμοί της EURATOM:

    Οι οργανισμοί αυτοί δημιουργήθηκαν για να προωθούν τους στόχους της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας (EURATOM). Σκοπός της Συνθήκης είναι να συντονίζει τα ερευνητικά προγράμματα των κρατών μελών για ειρηνική χρήση της πυρηνικής ενέργειας, να προάγει τη γνώση, τις υποδομές και τη χρηματοδότηση της πυρηνικής ενέργειας και να μεριμνά για την επάρκεια και ασφάλεια του εφοδιασμού σε ατομική ενέργεια.


o  Οργαvισμός Εφoδιασμoύ EURATOM (ESA)


3. Εκτελεστικοί οργανισμοί



  1. Οργανισμοί χρηματοπιστωτικής εποπτείας

   Τον Ιανουάριο 2011 ιδρύθηκαν τρεις ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές με σκοπό την πρόληψη των συσσωρευμένων απειλών κατά της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολό του.

o  Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ)
o  Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ΕΑΚΑΑ)
o  Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων (ΕΑΑΕΣ)
o  Επίσης τον Ιανουάριο 2011 συστάθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικών Κινδύνων (ΕΣΣΚ) με σκοπό να αντικαταστήσει τις πρώην επιτροπές εποπτείας .


5. Το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Καινοτομίας και Τεχνολογίας (EIT)

o  Είναι ανεξάρτητος, αποκεντρωμένος φορέας της ΕΕ, ο οποίος συγκεντρώνει τους καλύτερους πόρους στους τομείς της επιστήμης, των επιχειρήσεων και της εκπαίδευσης με σκοπό να ενισχύσει την ικανότητα καινοτομίας της Ένωσης.

ΔΙΑΛΕΞΗ 2η

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

  • 1) Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα & Χάλυβα (ΕΚΑΧ)

n  ΠΑΡΙΣΙ, 18/4/1951
n  ΜΕΛΗ: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, BENELUX
n  ΣΚΟΠΟΣ: εξάλειψη των εμποδίων στις ανταλλαγές και δημιουργία μιας κοινής αγοράς (ελευθερία συναλλαγών άνθρακα, χάλυβα & των κίνησης των αντίστοιχων εργαζομένων, κεφαλαίων)
n  ΚΑΝΟΝΕΣ για: επενδύσεις, εθνικές ενισχύσεις, παραγωγής, τιμών, εμπορικής πολιτικής κ.α.
n  ΣΥΝΘΕΣΗ (κοινοτικά όργανα): -Ανώτατη Αρχή, Συμβούλιο Υπουργών, Συνέλευση, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
n  ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 50 έτη (έληξε την 23/7/2002)→ Οι δράσεις της εντάχθηκαν στο κοινοτικό δίκαιο (στην ενέργεια & στη βιομηχανία)

  • 2) Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΚΑΕ):

n  Ρώμη, 25/3/1957
n  ΜΕΛΗ: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, BENELUX
n  ΣΚΟΠΟΣ: Ειρηνική χρησιμοποίηση της ατομικής ενέργειας, κοινή αγορά πυρηνικών υλικών, κοινή πυρηνική νομοθεσία, κοινό σύστημα ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες, κοινό σύστημα ελέγχου κ.α.
n  ΚΥΡΙΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ: συντονισμός των ερευνητικών προγραμμάτων
n  ΕΚΒΑΣΗ: Μειωμένες οικονομικές προοπτικές, φιλοδοξίες κ-μ για ανάπτυξη ίδιας πυρηνικής ενέργειας.

  • 3) Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ)

n  Ρώμη, 25/3/1957
n  ΜΕΛΗ: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, BENELUX
n  ΣΚΟΠΟΣ: Δημιουργία μίας κοινής αγοράς → α) εξάλειψη τελωνειακών δασμών, ποσοστώσεων, κοινό τελωνειακό δασμολόγιο έναντι τρίτων χωρών κ.α., β) 4 ουσιώδεις ελευθερίες (κυκλοφορίας των βιομηχανικών & αγροτικών προϊόντων, μισθωτών εργαζομένων, εγκατάστασης & παροχής υπηρεσιών επαγγελματιών & επιχειρήσεων και κυκλοφορίας κεφαλαίων)
n  ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ: α) Συνθήκη ΕΟΚ= Καταστατικός χάρτης της κοινής αγοράς (και όχι της συνεργασίας των ευρ/κών λαών), β) Αρ. 235 ΕΟΚ (νυν αρ. 352 ΣΛΕΕ) δίδεται η δυνατότητα ανάπτυξης δραστηριοτήτων σε «πεδία που αυτή δεν είχε προβλέψει» (ΜΕ ΟΜΟΦΩΝΙΑ), γ) τα κ-μ ανέπτυξαν πολυάριθμες κοινές (κοινοτικές) πολιτικές, χωρίς αναθεώρηση της Συνθήκης



  • 4) Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη (1/7/1987):

n  ΒΑΣΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ → α) Καλύπτει το σοβαρό ελλάτωμα της ΕΟΚ: καταργεί όλα τα εμπόδια για ελεύθερο εμπόριο και στην ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ (κάτι που δεν προβλεπόταν στην ΕΟΚ) μέχρι 31/12/1992, β) παρέχει τη νομική βάση σε πολλές κοινοτικές πολιτικές (π.χ. κοινωνική, περιβάλλοντος και έρευνας).


  • 5) Συνθήκη Συγχώνευσης (8/4/1965):

n  Ιδρύει ένα μοναδικό Συμβούλιο και μια μοναδική Επιτροπή, μέσα από τη συγχώνευση των διοικητικών κλπ οργάνων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


  • 6) Επιμέρους Συνθήκες-Πράξεις που τροποποίησαν τις αρχικές:

n  α) 1/1/1973: Συνθήκη ένταξης Ιρλανδίας, Ην.Βασιλείου, (Νορβηγίας),
n  β) 22/7/1975: Συνθήκη για τον Προϋπολογισμό → Ρύθμιζε τα οικονομικά της ΕΟΚ, θέσπισε το Ελεγκτικό Συνέδριο, προέβλεπε για το Ευρ.Κοινοβούλιο το αποκλειστικό δικαίωμα να απαλλάσσει την Επιτροπή από την εκτέλεση του κοινοτικού προϋπολογισμού, αλλά και να τον απορρίπτει για σοβαρούς λόγους,
n  γ) 28/5/1979: Συνθήκη ένταξης της Ελληνικής Δημοκρατίας,
n  δ) 12/6/1985: Πράξεις προσχώρησης Ισπανίας & Πορτογαλίας,
n  ε) 1/1/1995: Ένταξη Αυστρίας, Φιλανδίας, Σουηδίας,
n  στ) 2004: Εντάσσονται: Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία, Σλοβενία, Εσθονία, Λετονίας, Λιθουανία, Κύπρος, Μάλτα,
n  ζ) 2007: Ένταξη Βουλγαρίας και Ρουμανίας.


  • 7) Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΑΑΣΤΡΙΧΤ (7/2/1992):

n  ΒΑΣΙΚΟΣ ΣΚΟΠΟΣ → α) Καλύπτει τις ελλείψεις ΕΟΚ & ΕΕΠ: Κατάργηση των ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΩΝ εμποδίων με απώτερο στόχο την Οικονομική & Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ).
n  ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ: Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης χωρίστηκε στα δύο: Υπεγράφησαν 2 διαφορετικές Συνθήκες, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι δύο διαφορετικές τάσεις (υπερεθνικής & διακυβερνητικής συνεργασίας) →
n  (α) Συνθήκη ιδρύουσα την Ευρωπαϊκή Κοινότητα (ΣΕΚ): Αποτελεί τη μετονομασία της ΕΟΚ & θέτει νέους στόχους αναφορικά με την ΟΝΕ (δεν υπεγράφη από Ην.Βασίλειο & Δανία). Πρόκειται για τον «Κοινοτικό Πυλώνα», όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται με πλειοψηφία.
n  (β) Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ): Σκιαγραφεί τους στόχους της Πολιτικής Ένωσης (τομείς: Εσωτερικών Υποθέσεων, Δικαιοσύνης & ΚΕΠΠΑ). Πρόκειται για τους δύο διακυβερνητικούς πυλώνες του «Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος» και οι αποφάσεις λαμβάνονται με ΟΜΟΦΩΝΙΑ (το Ην.Βασίλειο εξαιρέθηκε από τους στόχους της κοινωνικής προστασίας της ΣΕΚ).
n  ΣΥΝΕΠΩΣ: η ΕΕ συνόδευε και συμπλήρωνε την ΕΚ η οποία όμως κάλυπτε πολύ περισσότερες δραστηριότητες και με δραστικότερο τρόπο, οπότε και γινόταν λόγος για Ευρωπαϊκή Κοινότητα/Ένωση (ΕΚ/ΕΕ).


  • 8) Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (17/6/1997):


n  Δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές, εντούτοις:
n  α) Μεταφορά των πολιτικών σχετικά με την «ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σε θέματα ασύλου & μετανάστευσης» στον Κοινοτικό Πυλώνα (ΕΚ).
n  Επέκταση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗΣ και της αντίστοιχης της «κατά πλειοψηφία».
n  Τέθηκαν τα ζητήματα της ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ & της ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ στην «καρδιά της Ένωσης» (τα κ-μ έχουν τον πρώτο λόγo, ωστόσο η ΕΚ τα υποχρέωνε να επιδιώκουν από κοινού να βρίσκουν λύσεις για την καταπολέμηση της ανεργίας). Εδώ συμμετάσχει και το Ην.Βασίλειο.
n  Ενδυναμώθηκε η ΚΕΠΠΑ (το Συμβούλιο καθίσταται υπεύθυνο για τον ορισμό κοινών στρατηγικών, ορίστηκε ο ΓΓ του Συμβουλίου ως ανώτατος αντιπρόσωπος ΚΕΠΠΑ)


  • 9) Συνθήκη της Νίκαιας (26/2/2001):


n  Βασικός στόχος: Να προετοιμάσει τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα προκειμένου να λειτουργήσουν με τους εκπροσώπους των 10 νεοεισερχομένων κ-μ.
n  Επιμέρους στόχος: Να αναθεωρήσει τη Συνθήκη του Άμστερνταμ ως προς 4 θεσμικά θέματα: 1. Αντικατάσταση της ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ από την ΕΙΔΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ (με ταυτόχρονη ενίσχυση του ρόλου του Ευρ.Κοινοβουλίου), 2. Ενισχυμένων συνεργασιών μεταξύ κ-μ (σε περιπτώσεις όπου δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία με την κοινή διαδ. Λήψης αποφάσεων), 3. Στάθμισης των ψήφων στο Συμβούλιο (στάθμιση ψήφων με το δημογραφικό στοιχείο: ειδική πλειοψηφία με 72% των συνολικών ψήφων που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 62% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ) και 4. Μεγέθους της Επιτροπής (μείωση του αριθμού των Επιτρόπων κάτω από τον συνολικό αριθμό των κ-μ).










ΔΙΑΛΕΞΗ 3η

Η ΣΥΝΘΗΚΗ ΤΗΣ ΛΙΣΑΒΟΝΑΣ

  • ΙΣΤΟΡΙΚΟ:

  • Το Ευρ. Συμβούλιο της Νίκαιας (2001) συγκαλεί Διακυβερνητική Διάσκεψη (ΔΔ) για τροποποίηση των Συνθηκών.
  • Το Ευρ. Συμβούλιο του Λάακεν (14-15/12/2001) συγκάλεσε «Συνέλευση για το Μέλλον της Ευρώπης» για υποβοήθηση της ΔΔ με πρόεδρο τον V.Gd’ Estaing.
  • 29/10/2004: Υπεγράφη η «Συνθήκη για τη θέσπιση Συντάγματος για την Ευρώπη» από τους 25 αρχηγούς κ-μ.
  • 29/05/2005 και 1/6/2005 : καταψηφίζεται η «Συνταγματική Συνθήκη» από Γάλλους και Ολλανδούς
  • Αντί του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Συντάγματος» υπογράφηκε η Συνθήκη της Λισαβόνας (13/12/2007).
  • Καταψηφίστηκε αρχικά με δημοψήφισμα από τους ιρλανδούς την 12/06/2008. Ψηφίστηκε τελικώς, με δεύτερο δημοψήφισμα στις 2/10/2009.
  • Τέθηκε σε ισχύ την 1/12/2009 (έναν χρόνο αργότερα από ότι προβλεπόταν αρχικά).


  • ΤΑ ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ της «Συνθήκης της Λισαβόνας»:

  • Απαρτίζεται από δύο νομικά ισότιμες Συνθήκες:
   -τη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ),
   -τη Συνθήκη για τη Λειτουργία της ΕΕ (ΣΛΕΕ) η οποία αντικατέστησε την ΣΕΚ. Έτσι, τερματίστηκε η σύγχυση που δημιουργούσε η διάκριση μεταξύ ΕΚ/ΕΕ. Δηλαδή, η ΕΕ απορρόφησε την ΕΚ με αποτέλεσμα να υπάρχει πλέον μόνον ΕΕ.
  • Η ΕΕ έχει πλέον μία ενιαία νομική προσωπικότητα με την οποία εκπροσωπείται σε όλες τις δραστηριότητες που αφορούν τις σχέσεις της με τρίτες χώρες (π.χ. διαπραγμάτευση, υπογραφή συνθηκών, εφαρμογή εξωτερικών υποχρεώσεων κλπ).
  • Καταργείται η έννοια των «τριών πυλώνων».
  • Ορίστηκαν για πρώτη φορά τα δημοκρατικά θεμέλια της Ένωσης, τα οποία στηρίζονται σε τρεις αρχές: την αρχή της δημοκρατικής ισότητας, την αρχή της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας.
  • Αυξήθηκαν οι δυνατότητες συμμετοχής των Εθνικών Κοινοβουλίων στις δραστηριότητες της Ένωσης (καθορίζεται το δικαίωμά τους στην πληροφόρηση, σε μηχανισμούς για την πολιτική σε θέματα ΔΕΥ, στο ζήτημα της μεταρρύθμισης των Συνθηκών κ.α.).
  • Αυξήθηκαν οι δυνατότητες συμμετοχής των πολιτών στις πολιτικές της Ένωσης μέσα από την «πρωτοβουλία των πολιτών». Δηλαδή, 1 εκατομ. Πολίτες από έναν αριθ. Χωρών μπορούν να καλούν την Επιτροπή να υποβάλλει νέες προτάσεις πολιτικής (αρ. 10-11 ΣΕΕ).
  • Υπογραμμίζεται η εθελοντική φύση της διαδικασίας της ευρ. ολοκλήρωσης.
  • Αυξήθηκαν οι αρμοδιότητες του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου μέσα από την επέκταση της «διαδικασίας συναπόφασης» (μετονομάστηκε σε «συνήθη νομοθετική διαδικασία») σε τομείς όπως η Δικαιοσύνη και οι Εσωτερικές Υποθέσεις, σε μερικές πτυχές της κοινής Εμπορικής Πολιτικής και της κοινής γεωργικής πολιτικής. Το Ευρ. Κοινοβούλιο έχει πλέον ίσες εξουσίες επί του προϋπολογισμού της Ένωσης.
  • Ο αριθμός των Ευρωβουλευτών ορίστηκε στους 750+1 (πρόεδρος) και οι έδρες θα κατανέμονται με την αρχή της «φθίνουσας αναλογικότητας» (οι ευρωβουλευτές των μεγάλων χωρών θα εκπροσωπούν, ο καθένας τους, περισσότερους πολίτες σε σχέση με τους αντίστοιχους των μικρών χωρών)
  • Αυξάνεται η δημοκρατική νομιμοποίηση της Επιτροπής διότι ο πρόεδρός της κατά την διαδικασία εκλογής του:
 -πρέπει να ανήκει στην πλειοψηφούσα πολιτική ομάδα,
 -ορκίζεται ενώπιον του Ευρ. Κοινοβουλίου (μετά από πρόταση του Ευρ. Συμβουλίου).
  • Η Επιτροπή αποκτά νέο ρόλο στις Εξωτερικές Σχέσεις της ΕΕ με τον έναν αντιπρόεδρό της να ορίζεται ως Ύπατος εκπρόσωπος της ΕΕ για την ΚΕΠΠΑ:
 - προεδρεύει του «Συμβουλίου Εξωτερικών Υποθέσεων»
 -επικουρείται από μια νέα ευρωπαϊκή υπηρεσία εξωτερικής δράσης (απαρτίζεται από υπαλλήλους του Συμβουλίου, της Επιτροπής και των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών).
  • Η ΚΕΠΠΑ εξακολουθεί να λειτουργεί με τη διαδικασία της ΟΜΟΦΩΝΙΑΣ, ωστόσο δίδεται η δυνατότητα στα κ-μ που πληρούν υψηλότερα κριτήρια στρατιωτικών δυνατοτήτων και έχουν αναλάβει δεσμευτικότερες υποχρεώσεις σ’ αυτόν τον τομέα να θεσμοθετούν ΜΟΝΙΜΗ ΔΙΑΡΘΡΩΜΕΝΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ στο πλαίσιο της ΕΕ (αρ. 42 ΣΕΕ).
  • Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διευθύνεται από έναν μόνιμο πρόεδρο για δυόμισι έτη.
  • Από το 2014: Το Συμβούλιο των Υπουργών αποφασίζει με «ειδική πλειοψηφία» που θα βασίζεται στη διπλή πλειοψηφία των κρατών και του πληθυσμού (55% των κ-μ που θα αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του πληθυσμού)

ΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΕ

  • Στο πλαίσιο της ευρ. ολοκλήρωσης –δηλ. των κοινών πολιτικών- τα κ-μ εκχωρούν μέρος των εθνικών τους κυριαρχιών οι οποίες συγχωνεύονται μέσα στην έννοια της «συμμετοχικής κυριαρχίας» με στόχο να εξυπηρετηθούν καλύτερα οι στόχοι τους.

  • Η αρχή της ΔΟΤΗΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ: Η Ένωση ενεργεί εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κ-μ τα οποία –και μόνο αυτά- έχουν δικαίωμα να μεταβιβάζουν στην Ένωση κυριαρχικά τους δικαιώματα.


  • Η αρχή της ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ: Σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιχειρείται ή να ρυθμίζεται σε επίπεδο ΕΕ κάτι το οποίο μπορεί να ρυθμιστεί σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο. Στους τομείς που δεν υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητά της, η ΕΕ δρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, μόνον εάν και στο βαθμό που οι στόχοι της προβλεπόμενης δράσης  δεν μπορούν να επιτευχθούν σ’ επίπεδο κ-μ, ενώ μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σ’ επίπεδο ΕΕ.
  • Η αρχή της ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ: Όταν μια ενέργεια της ΕΕ κρίνεται απαραίτητη για την επίτευξη των στόχων της Συνθήκης
                                                            τότε
Τα ευρ. θεσμικά όργανα οφείλουν να εξετάσουν αν η ενέργεια αυτή απαιτεί νομοθετική ρύθμιση ή αν μπορεί να πραγματοποιηθεί με άλλα αποτελεσματικά μέσα (η ΕΕ πρέπει να νομοθετεί μόνον και εφόσον είναι αναγκαίο και να δίνει οδηγίες μάλλον παρά να προβαίνει σε κανονισμούς).
  • Η «ανοικτή μέθοδος συντονισμού» (Λισαβόνα, 24/3/2000): χρησιμοποιείται ως ένα μη δεσμευτικό μέσο διάδοσης βέλτιστων πρακτικών μεταξύ των κ-μ όταν δεν υπάρχουν κοινές πολιτικές. Συμβάλει στον καθορισμό κοινών στόχων και στη μετατροπή των στόχων αυτών σε εθνικές πολιτικές (π.χ. βελτίωση του περιβάλλοντος των επιχειρήσεων). 


ΤΟ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΕ

  • Οι ΚΟΙΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ βασίζονται σε ΚΟΙΝΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ η οποία είναι ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ έναντι των κ-μ. Πρόκειται για το λεγόμενο «κοινοτικό κεκτημένο» το οποίο υπερισχύει έναντι του εθνικού, ακόμη και του συνταγματικού δικαίου των κ-μ. Υπάρχει σχετική σαφής νομολογία του ΔΕΚ.


  • ΤΑ ΝΟΜΙΚΑ ΜΕΣΑ της ΕΕ:

  • ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ:

 -Έχει ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ
 -Είναι ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΣ ως προς όλα τα μέρη του.
 -Είναι άμεσα εφαρμόσιμος σε όλα τα κ-μ
 -Η ισχύς του άρχεται από την ημ/νία που ορίζει ή 20 ημ. μετά τη δημοσίευσή του στην ΕΕ.

  • ΟΔΗΓΙΑ:

 -Είναι ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ως προς το ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ και αφήνει την ευχέρεια των μέσων στα κ-μ.
 -Είναι υποχρεωτική ως προς τα νομικά και φυσικά πρόσωπα στα οποία απευθύνεται.
 -Η ισχύς της άρχεται από την ημ/νία κοινοποίησής της στους ενδιαφερόμενους.

  • ΑΠΟΦΑΣΗ:

 -Έχει τη μορφή διοικητικής πράξης.

  • ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ: Εκδίδονται από Επιτροπή και Συμβούλιο (δεν έχουν δεσμευτική ισχύ). Η έκδοση σύστασης δίνει τη δυνατότητα στα θεσμικά όργανα της ΕΕ να γνωστοποιήσουν τις απόψεις τους και να υποδείξουν μια γραμμή δράσης χωρίς όμως να επιβάλουν νομική υποχρέωση στους αποδέκτες της σύστασης.

  • ΓΝΩΜΕΣ: Εκδίδονται από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ και δεν έχουν δεσμευτική ισχύ. Οι γνώμες είναι ένα εργαλείο που επιτρέπει στα θεσμικά όργανα να εκφράζουν μια άποψη με μη δεσμευτικό τρόπο, δηλαδή χωρίς να επιβάλλουν νομικές υποχρεώσεις στους αποδέκτες.


  
ΔΙΑΛΕΞΗ 4η



ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ


  • Αποτελεί τον χώρο όπου οι ηγέτες των κ-μ «ανταλλάσσουν ελεύθερα και άτυπα τις απόψεις τους».


  • ΣΥΝΘΕΣΗ:

-          Απαρτίζεται από τους αρχηγούς των κ-μ ή κυβερνήσεων της ΕΕ & τον Πρόεδρο της Επιτροπής.
-          Έχει Μόνιμο Πρόεδρο (Συνθ. Λισ.):
-           Είναι της ίδιας εθνικότητας με ένα από τα κ-μ του Ευρ. Συμβουλίου.
-          Εκλέγεται από το Ευρ. Συμβούλιο με ΕΙΔΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ.
-          Εκπροσωπεί την ΕΕ σε θέματα ΚΕΠΠΑ με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας.


  • ΣΥΓΚΑΛΕΙΤΑΙ:

-          Τακτικά: Δύο (2) φορές για κάθε εξάμηνο.
-          Εκτάκτως, μετά από πρόσκληση του Προέδρου του.


  • ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ:

-          Είναι ο «αρχιτέκτονας» του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος.
-          Δίνει την «αναγκαία ώθηση» για την ανάπτυξη της ΕΕ.
-          Καθορίζει τους «γενικούς προσανατολισμούς» και λύνει τα «πιο σημαντικά προβλήματα» της ΕΕ.


  • ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ:

-   Λαμβάνει «πακέτα αποφάσεων» και μπορεί να ξεφύγει από τη γραφειοκρατία που παραλύει συχνά τις εργασίες του Συμβουλίου των Υπουργών.
-   Οι διαβουλεύσεις των κ-μ εντός Ευρωπαϊκού Συμβουλίου καταλήγουν σε «ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΚΟΙΝΩΝ ΔΗΛΩΣΕΩΝ» οι οποίες περιλαμβάνουν ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ & ΓΕΝΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ για τις ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ της ΕΕ
ΩΣΤΟΣΟ

-   Δεν υιοθετεί νομικές πράξεις οι οποίες να μπορούν να δεσμεύσουν τυπικά τα κ-μ. Δηλαδή, αν και οι δηλώσεις τους είναι ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΕΣ, εντούτοις δεν είναι νομικά δεσμευτικές.
-   Όταν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφασίζει με ψηφοφορία:

  • Ο Πρόεδρος του και ο Πρόεδρος της Επιτροπής δε συμμετέχουν
o  Οι αποφάσεις λαμβάνονται με ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ. Δηλαδή, με ΟΜΟΦΩΝΙΑ, πλην των περιπτώσεων όπου προβλέπεται ειδική πλειοψηφία από τις Συνθήκες.
o  Κάθε μέλος του Ευρ. Συμβουλίου μπορεί να αντιπροσωπεύσει μόνον ένα από τα λοιπά του μέλη, κατά τη ψηφοφορία.
o  Οι ΑΠΟΧΕΣ μελών ΔΕΝ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ τη λήψης απόφασης με ομοφωνία.



Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ


  • ΣΥΝΘΕΣΗ:

-          Ένας Επίτροπος για κάθε κ-μ (παρά τη διατύπωση του αρ. 17 ΣΕΕ).


  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΩΝ «ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ»:

- Τα κ-μ προτείνουν τους υποψήφιους Επιτρόπους τους → Το Συμβούλιο (των Υπουργών) σε κοινή συμφωνία με το εκλεγμένο Πρόεδρο της Επιτροπής και με Ειδική Πλειοψηφία ΚΑΤΑΡΤΙΖΕΙ τον ΚΑΤΑΛΟΓΟ με τα ονόματα των υποψηφίων Επιτρόπων → Ο ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ των υποψηφίων υποβάλλεται σε έγκριση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο → Το Ευρ. Κοινοβούλιο οφείλει να εγκρίνει συνολικά το σώμα των Επιτρόπων.

  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ (αρ. 17 ΣΕΕ):

-          Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο οφείλει να προτείνει ως Πρόεδρο της Επιτροπής άτομο το οποίο έχει την ΑΠΟΧΡΩΣΗ της ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ που ΠΛΕΙΟΨΗΦΗΣΕ στις Ευρωεκλογές.
-          Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου επί του υποψήφιου Προέδρου της Επιτροπής λαμβάνεται με ΕΙΔΙΚΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ.
-          Ο υποψήφιος Πρόεδρος προτείνεται στο Ευρ. Κοινοβούλιο το οποίο αποφασίζει με την πλειοψηφία της ολομέλειάς του.

  • ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΎΠΑΤΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΚΕΠΠΑ (αρ. 18 ΣΕΕ):

-          Το Ευρ. Συμβούλιο με ειδική πλειοψηφία και σε συμφωνία με τον Πρόεδρο της Επιτροπής, αποφασίζει επί του υποψήφιου Ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ σε θέματα ΚΕΠΠΑ → Τίθεται προς έγκριση με το υπόλοιπο σώμα των Επιτρόπων από το Ευρ. Κοινοβούλιο.
-          Αποτελεί ταυτόχρονα και Αντιπρόεδρο της Επιτροπής.



  • ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ (κατά τη θητεία τους):

-          Της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ: ΔΕΝ ζητούν ή δέχονται ΥΠΟΔΕΙΞΕΙΣ από καμία ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ. Όλες οι κυβερνήσεις οφείλουν να σέβονται την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τους Επιτρόπους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

-          Της ΑΣΥΜΒΑΤΟΤΗΤΑΣ με την ΑΣΚΗΣΗ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΟΣ. Δηλαδή, ΔΕΝ δύνανται να ασκούν οποιαδήποτε άλλη ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ αμειβόμενη ή μη.


-          Της ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ: Η Επιτροπή διορίζεται συλλογικά, ως σώμα. Η δράση της φέρει την ιδιότητα της ΣΥΛΛΟΓΙΚΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ. Σε περίπτωση πρότασης μομφής από το Κοινοβούλιο είτε παραμένει συλλογικά είτε υποβάλλεται σε ΣΥΛΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ως σώμα.

  • ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ:

-          Υποβολή Προτάσεων προς το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής. Με την πολιτική ώθηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (κοινές δηλώσεις) και του Ευρ. Κοινοβουλίου (ψηφίσματα) η Επιτροπή προβαίνει στην επεξεργασία και υποβολή προτάσεων, μεταξύ άλλων, για την ανάπτυξη κοινών πολιτικών. Διότι όλες οι κοινές πολιτικές, όλο το ευρωπαϊκό δίκαιο, όλα τα προγράμματα της ΕΕ έχουν θεσπιστεί μετά από τις προτάσεις της Επιτροπής.

-          Η Συνθήκη της Λισαβόνας δίνει τη δυνατότητα στους ΠΟΛΙΤΕΣ να επηρεάζουν τις πρωτοβουλίες της Επιτροπής (1 εκατομ. Ευρ. πολίτες από έναν αξιόλογο αριθμό χωρών μπορούν να λαμβάνουν την πρωτοβουλία να καλούν την Επιτροπή να υποβάλλει προτάσεις επί θεμάτων που θεωρούν ότι επείγει νομική πράξη).

-   Καθορίζει το ΚΟΙΝΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ σχετικά με κάθε πολιτική, ενέργεια ή νομοθετική πράξη και οι εκπρόσωποι των κ-μ μπορούν να την υποκαταστήσουν σ’ αυτό μόνο κατ’ ομοφωνία. Δηλαδή, οποιαδήποτε τροπολογία σε πρόταση της Επιτροπής η οποία θεωρείται ότι θίγει τα συμφέροντα κάποιου κ-μ δεν μπορεί να εγκριθεί με ειδική πλειοψηφία. Η πρόταση οφείλει να αλλαχθεί από την ίδια την Επιτροπή και να επανυποβληθεί προς ψήφιση.

ü  ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ: Η Επιτροπή ΜΟΝΟΝ ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ νόμους ή δράσεις. Δηλαδή, η Επιτροπή ΔΕΝ  ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ

-   Η Επιτροπή είναι ΦΥΛΑΚΑΣ των ΣΥΝΘΗΚΩΝ και του ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ (αρ. 258 ΣΛΕΕ). Επαγρυπνά για τη σωστή εφαρμογή και το σεβασμό του ευρωπαϊκού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι έχει την εξουσία να ερευνά (είτε με δική της πρωτοβουλία είτε κατόπιν καταγγελίας) προκειμένου να εκτιμήσει αν υπάρχει παραβίαση του ευρωπαϊκού δικαίου. Ακολουθείται διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η συμμόρφωση του παραβάτη.

-          Η Επιτροπή είναι το ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΟ ΟΡΓΑΝΟ της ΕΕ. Δηλαδή, έχει ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΡΟΛΟ.

ü  Οι ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΕΣ της ΕΞΟΥΣΙΕΣ αφορούν:

        Στην ΚΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΙΑΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
        Στην ΚΑΛΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΟΝΕ
        Στον ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΚΑΝΟΝΩΝ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
        Στη ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΕΕ
        Στην ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩ των ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ
        Στη ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ της ΕΕ
        Στη ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΕΡΕΥΝΑΣ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ της ΕΕ

-          Ο ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΥΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ της ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ:

        Εκπροσωπεί την ΕΕ σε τρίτα κράτη και σε διεθνείς οργανισμούς κυρίως στο πλαίσιο άσκησης της ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ (π.χ. ΠΟΕ, ΟΟΣΑ, Συμβούλιο της Ευρώπης), καθώς και στο πλαίσιο των ενταξιακών διαδικασιών με τις υποψήφιες χώρες.

        Για το λόγο αυτό διατηρεί ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΕΙΕΣ σε περισσότερα από 160 κράτη.

        Ο ρόλος του ΥΠΑΤΟΥ εκπροσώπου για θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι ΔΙΤΤΟΣ διότι:

        Ένα μέρος των αρμοδιοτήτων του πραγματοποιείται εντός της Επιτροπής εφόσον ως Αντιπρόεδρός της ασκεί τα καθήκοντα που του υπαγορεύονται στον τομέα των Εξωτερικών Σχέσεων αλλά και το συντονισμό των άλλων πτυχών της εξωτερικής δράσης της ΕΕ.

        Εντός του Συμβουλίου των Υπουργών μεριμνά για τη συνοχή της εξωτερικής δράσης της ΕΕ.


        Υπάρχει σχετική σύγχυση ανάμεσα στις αρμοδιότητες του Προέδρου του Ευρ. Συμβουλίου και του Ύπατου εκπροσώπου αναφορικά με το ζήτημα της ΕΞΩΤΕΡΙΚΗΣ ΕΚΠΡΟΣΩΠΙΣΗΣΗΣ της ΕΕ σε θέματα ΚΕΠΠΑ.









ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ


  • ΣΥΓΚΡΟΤΕΙΤΑΙ από:

        Το Δικαστήριο (αποτελείται από ένα δικαστή από κάθε κ-μ και επικουρείται από Γενικούς Εισαγγελείς).

        Το Γενικό Δικαστήριο (είναι ουσιαστικά το πρώην ΠΕΚ και αποτελείται από έναν τουλάχιστον δικαστή από κάθε κ-μ).

        Τα Ειδικευμένα Δικαστήρια (μέχρι στιγμής το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης) τα οποία μπορούν να συσταθούν με Κανονισμό μετά από πρόταση της Επιτροπής.

        Οι δικαστές του ΔΕΕ παρέχουν τα εχέγγυα της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ και διορίζονται από τις κυβερνήσεις των κ-μ για έξι έτη.


  • ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΔΕΕ:

        Κατέχει το ΜΟΝΟΠΩΛΕΙΟ, από οργανικής τουλάχιστον άποψης, της ΑΣΚΗΣΗΣ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ.

        Η ΟΜΟΙΟΜΟΡΦΗ ΤΗΡΗΣΗ του ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή της Συνθήκης και των νομικών πράξεων που θεσπίζονται από το Ευρ. Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή.

        ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ:

·         Επί των ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ που ασκούνται από κ-μ, θεσμικά όργανα, φυσικά ή νομικά πρόσωπα.
·         Προδικαστικώς, κατόπιν αιτήματος εθνικού δικαστηρίου κ-μ επί της ερμηνείας του ευρ. δικαίου ή επί του κύρους των πράξεων που εκδόθηκαν από τα θεσμικά όργανα.
·         Επί των λοιπών υποθέσεων που προβλέπονται από τις Συνθήκες.












ΔΙΑΛΕΞΗ 5η

Το ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ


  • ΙΣΤΟΡΙΚΟ:

-          ΕΚΑΧ (1951): Προέβλεπε το δημόσιο έλεγχο των εξουσιών της Ανώτατης (ή Υψηλής) Αρχής από μια «Κοινή Συνέλευση» που θα εκπροσωπούσε τα κ-μ της Κοινότητας.

-          ΕΟΚ+ΕΚΑΕ (1957): Η «Κοινή Συνέλευση» αποτελούμενη από 142 μέλη λειτουργεί ως ενιαία Συνέλευση και για τις τρεις Κοινότητες.


-          30/3/1958: Η «Κοινή Συνέλευση», χωρίς την έγκριση των κυβερνήσεων, αυτοαποκαλείται «Ευρωπαϊκή Κοινοβουλευτική Συνέλευση».

-          1987: Με την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη καθιερώνεται η ονομασία «Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο».


  • ΚΟΙΝΕΣ ΑΡΧΕΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΩΝ

-          Ιούνιος 1979: Καθιερώνεται η εκλογή των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με ΑΜΕΣΗ & ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΨΗΦΟΦΟΡΙΑ. Για το διάστημα που προηγήθηκε οι Ευρωβουλευτές ορίζονταν από τα εθνικά κοινοβούλια.

-          Από το 2004: Προβλέπεται ότι οι Ευρωβουλευτές εκλέγονται: (α) Με ΑΜΕΣΗ, ΚΑΘΟΛΙΚΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΗ & ΜΥΣΤΙΚΗ ψηφοφορία, (β) βάσει λίστας ή ενιαίας μεταβιβάσιμης ψήφου με απλή αναλογική, και (γ) βάσει του ασυμβίβαστου μεταξύ της ιδιότητάς τους  με αυτήν του μέλους του εθνικού κοινοβουλίου των κ-μ.

-          Μετά τη διεύρυνση του 2004 ο συνολικός αριθμός των Ευρωβουλευτών ανήλθε στους 785.


  • Η Συνθήκη της Λισαβόνας προβλέπει:

-          Ανώτατο αριθμό Ευρωβουλευτών στους 750+1 (πρόεδρο).

-          Η εκπροσώπηση των πολιτών θα είναι αναλογική κατά φθίνουσα τάξη.

-          Σε 6 έδρες ορίζεται το ελάχιστο όριο ανά κ-μ.

-          Σε 96 έδρες ορίζεται το ανώτατο όριο ανά κ-μ.

-          Με δεδομένο τον αριθμό των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (750), καθώς και τον κατώτατο αριθμό για τα μικρότερα κ-μ σημαίνει ότι κάθε προσχώρηση νέου κ-μ θα επιφέρει μειώσεις στον αριθμό των εδρών των μεγαλύτερων κ-μ.

  • ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ του ΕΥΡ. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ:

-          Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί ΠΑΓΚΟΣΜΙΩΣ το ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ.

-          Ο συμβουλευτικός του ρόλος αναβαθμίστηκε σταδιακά, μέσω των αναθεωρήσεων των ευρωπαϊκών Συνθηκών ιδιαίτερα στο νομοθετικό πεδίο.

-          Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δε δεσμεύεται, όπως συμβαίνει με τα εθνικά κοινοβούλια, από την κυβερνητική πολιτική των κ-μ.


  • ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ του ΕΥΡ. ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ:

-ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗ

  1. Αρχικά, ο ρόλος του Ευρ.Κοινοβουλίου ήταν Συμβουλευτικός ως προς τις προτάσεις της Επιτροπής.

  1. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη θέσπισε τη διαδικασία της ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ με το Συμβούλιο σε αρκετές αποφάσεις.


  1. Οι Συνθ. Άμστερνταμ + Νίκαιας ενίσχυσαν το νομοθετικό ρόλο του Ευρ. Κοιν. μέσω της επέκτασης της διαδικασίας Συνεργασίας και τη θέσπιση της διαδικασίας της ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗΣ σε αρκετούς τομείς της πολιτικής (αρ. 251-252 ΣΕΚ).

  1. Η ΣυνθΛισ επέκτεινε την διαδικασία της ΣΥΝΑΠΟΦΑΣΗΣ και τη μετονόμασε σε «συνήθη νομοθετική διαδικασία» σε αρκετούς τομείς της ευρ. πολιτικής πλην της ΚΕΠΠΑ.


  1. Το Ευρ. Κοιν. Μπορεί να αρνηθεί την ένταξη ενός υποψηφίου κ-μ στην ΕΕ, ακόμη και αν αυτό      έχει την έγκριση των κυβερνήσεων των κ-μ.


  • ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

-          Εκπροσωπεί πάνω από 500 εκ. πολίτες ως φυσικός εντολέας της ευρωπαϊκής οικοδόμησης.

-          Η ΣυνθΛισ δίνει το δικαίωμα στο Ευρ. Κοιν. να ζητάει από την Επιτροπή και το Συμβούλιο να τροποποιήσουν τις κοινές πολιτικές και να αναπτύξουν νέες (π.χ. αρ. 225 ΣΛΕΕ).


-          Το Ευρ. Κοιν. συμμετέχει ουσιαστικά: (α) Στην εκλογή του Προέδρου της Επιτροπής διότι κρίνεται απαραίτητη η έγκριση του υποψηφίου από την πλειοψηφία των μελών του, (β) στην έγκριση του συνόλου των μελών της Επιτροπής και (γ) στην έγκριση του ύπατου εκπροσώπου της Ένωσης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας (αρ. 14 & 17 ΣΛΕΕ).

-          Η Επιτροπή, το Συμβούλιο αλλά και το Ευρ. Συμβούλιο οφείλουν να δίνουν αναφορά στο Ευρ. Κοιν. για τις ενέργειές τους (π.χ. «Γενική έκθεση επί της δραστηριότητας της ΕΕ» που υποβάλλει η Επιτροπή σύμφωνα με τα αρ. 233 & 249 ΣΛΕΕ). Το Ευρ. Συμβούλιο μετά από κάθε συνεδρίασή του αλλά και στο τέλος κάθε έτους παρουσιάζει μια έκθεση περί των συμπερασμάτων και της προόδου της ΕΕ αντίστοιχα. Υπολογίζεται ότι το Ευρ. Κοιν θέτει περί τα 3000 ερωτήματα εκ των οποίων τα 9/10 απευθύνονται στην Επιτροπή και τα υπόλοιπα στο Συμβούλιο.

  • ΕΛΕΓΚΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

-          Ασκεί ιδιαίτερη ελεγκτική εξουσία επί της Επιτροπής η οποία: (α) Ευθύνεται, ως σώμα, έναντι του Ευρ. Κοιν. και μόνον (δηλ. δεν υποκλίνεται στη θέληση των εθνικών κυβερνήσεων), (β) υποχρεούται να λογοδοτεί στο Ευρ. Κοιν. & να υποστηρίζει τις προτάσεις της έναντι των κοινοβουλευτικών επιτροπών και της ολομέλειας.

-          Δύναται, με το ¼ των μελών του, να συνιστά προσωρινή επιτροπή για την εξέταση καταγγελιών παραβάσεων ή κακοδιοίκησης επί της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου (αρ. 226 ΣΛΕΕ).

-          Δύναται με τα 2/3 των μελών του να υιοθετήσει πρόταση μομφής κατά της Επιτροπής σε περίπτωση σοβαρής παράβασης και να την εξαναγκάσει σε παραίτηση (αρ. 234 ΣΛΕΕ).

-          Ορίζει ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ εξουσιοδοτημένο να παραλαμβάνει και να εξετάζει τις καταγγελίες σχετικά με τις περιπτώσεις κακοδιοίκησης στα πλαίσια της δράσης των κοινοτικών οργάνων και οργανισμών. Ο Διαμεσολαβητής οφείλει να ενημερώνει εγγράφως το Ευρ. Κοιν και όποιο άλλο εμπλεκόμενο κοινοτικό όργανο, καθώς και τον καταγγέλοντα για τα αποτελέσματα των ερευνών.


  • ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

-          Το Ευρ. Κοιν. ασκεί πλέον (μετά τη ΣυνθΛισ που καταργεί τη διάκριση μεταξύ υποχρεωτικών και μη υποχρεωτικών δαπανών) τα ίδια δημοσιονομικά καθήκοντα με το Συμβούλιο σε θέματα κοινοτικού προϋπολογισμού.

-          Μετά από σύσταση του Συμβουλίου και έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου απαλλάσσει την Επιτροπή από την εκτέλεση του προϋπολογισμού.



ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΕ


  • ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ

-          Ασκεί από κοινού με το Ευρ. Κοινοβούλιο τη νομοθετικά και δημοσιονομικά καθήκοντα «παίζοντας το ρόλο μιας Άνω Βουλής» που εκπροσωπεί της κυβερνήσεις των κ-μ.

-          Εξασφαλίζει το ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ των ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ των κ-μ.

-          Διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στον καθορισμό και την εφαρμογή της ΚΕΠΠΑ.



  • ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

-          Απαρτίζεται από έναν αντιπρόσωπο κάθε κ-μ σε ΥΠΟΥΡΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ο οποίος είναι καθ’ ύλην αρμόδιος εξουσιοδοτημένος να δεσμεύει την κυβέρνησή του.

-          Συγκροτείται από συνολικά 10 ΣΥΝΘΕΣΕΙΣ κατ’ αντιστοιχία και αναλογία των τομέων πολιτικής της ΕΕ (π.χ. Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων, Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, Συμβούλιο Οικονομικών και Δημοσιονομικών υποθέσεων κλπ).


-          Κάθε σύνοδος του Συμβουλίου διακρίνεται σε δύο σκέλη: α) στις εργασίες επί των νομοθετικών πράξεων της ΕΕ (κατά τις οποίες συνεδριάζει και ψηφίζει δημοσίως) και β) στις μη νομοθετικές δραστηριότητες (αρ. 16 ΣΛΕΕ).

-          Γενική Γραμματεία: επικουρεί το Συμβούλιο και αποτελείται από ευρωπαίους γραφειοκράτες («Ευρωκράτες»).

-          Ομάδες εργασίας: αποτελούνται από εθνικούς εμπειρογνώμονες των κ-μ οι οποίες μέσω τις επεξεργασίας προτάσεων επικουρούν το έργο του Συμβουλίου και συντάσσουν εκθέσεις τις οποίες υποβάλλουν στην ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (COREPER) των κ-μ στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

-          Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΜΟΝΙΜΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ: έργο της είναι η προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου. Συνεδριάζει κάθε εβδομάδα σε δύο τμήματα: α) Το COREPER I που αποτελείται από τους Αναπληρωτές Μόνιμους Αντιπροσώπους και εξετάζει κυρίως τεχνικά θέματα, β) το COREPER II που αποτελείται από τους ίδιους τους πρέσβεις των κ-μ και εξετάζει τα πολιτικά θέματα. Με κείμενό του προτείνει στο Συμβούλιο είτε το έδαφος επισημαίνοντας παράλληλα τα πολιτικά σημεία που οφείλουν να προσεχθούν είτε, σε περίπτωση ομοφωνίας, την υιοθέτηση κειμένου σαν «σημείο Α», δηλαδή χωρίς συζήτηση.

-          Η Επιτροπή συμμετέχει σε όλες τις συνεδριάσεις που αναφέρθηκαν πιο πάνω .


  • ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

-          Με εξαίρεση το Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, η προεδρία όλων των άλλων συνθέσεων του Συμβουλίου ασκείται από τους αντιπροσώπους των κ-μ βάσει ενός συστήματος ΙΣΟΤΙΜΗΣ ΕΝΑΛΛΑΓΗΣ ανά εξάμηνο. Δηλαδή, το Συμβούλιο προεδρεύεται από τον υπουργό του κ-μ που έχει τη σειρά της στην προεδρία.

-          Το νομοθετικό έργο της προεδρίας βασίζεται σε ένα τριετές στρατηγικό πρόγραμμα του οποίο εγκρίνεται από το Ευρ. Συμβούλιο βάσει του οποίου το Συμβούλιο Γενικών Υποθέσεων υιοθετεί το Δεκέμβριο κάθε έτους ένα ετήσιο λειτουργικό πρόγραμμα με εξαμηνιαίες ημερήσιες διατάξεις.


Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών
Δύναμη Ανατροπής
Δύναμη Εμπιστοσύνης



                                  Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών


                  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
 ‘’ Παγκόσμια & Ευρωπαϊκή ιστορία Ι‘’
(A΄Εξ.)


pasp-polsci-komotinis.blogspot.gr

**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.




ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ, 1789
Καθεστώς
·        Διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό κράτος
·        Πολυάριθμοι δημόσιοι υπάλληλοι και δημόσιοι οργανισμοί
·        Υπερβολικός δανεισμός κράτους
·        Υπερβολική φορολογία
·        Κλήρος και αριστοκρατία

Ø Μονάρχης

Ø Πρώτη τάξη: ιερατείο
·        τους ανήκει το 6-10% των γαιών

Ø Δεύτερη τάξη: οι ευγενείς (προνομιούχοι)
·        Καταλαμβάνουν κρατικές θέσεις σε στρατό, εκκλησία, διοίκηση
·        Εξαιρούνται από τους περισσότερους φόρους
·        Τους ανήκει το 20-25% των γαιών
·        Αντίθετοι σε όλες τις μεταρρυθμίσεις

Ø Τρίτη τάξη: Αστοί
·        Έμποροι, βιοτέχνες, τεχνίτες, δικηγόροι, γιατροί και μερικοί δημόσιοι υπάλληλοι
·        Είχαν χρήματα αλλά όχι κοινωνική καταξίωση και αναγνώριση
·        Τους ανήκε το 30% των γαιών

Ø Αγρότες: κάποιοι ήταν διοικητές μικρών εκτάσεων, όμως οι περισσότεροι σε άθλια οικονομική κατάσταση


Συνέδριο της Βιέννης
·        Ορίζει τα ευρωπαϊκά σύνορα για τον 19ο αιώνα
·        Αρχή της νομιμότητας
·        Αποκαθιστά σύνορα
·        Status quo

Συνέπειες νέου κόσμου
·        Αστικοποίηση και προλεταριάτο
·        Συνδικαλισμός
·        Ταξική συνείδηση

Τάξεις
·        Καπιταλιστές-Ιδιοκτήτες εργοστασίων
·        Αστοί- έμποροι χωρίς δικαίωμα για αξιώματα
·        Προλετάριοι

Συντηρητισμός
·        Αντιδραστικοί (να γίνουν τα πράγματα έτσι όπωςήταν, ενάντιοι σε κάθε αλλαγή)
·        Απόγειο σε επαναστάτες του 1814

Οικονομία: Adam Smith (1723-1790)
·        Πιστεύει ότι όλοι κερδίζουν στο εμπόριο και όχι ότι κάποιοι χάνουν
·        Επιτίθεται στο Μερκαντιλισμό

Αρχές του Καπιταλισμού
1.     Τα αγαθά και οι υπηρεσίες παράγονται για να ανταλλάσσονται με βάση το κέρδος
2.     Η ανθρώπινη εργασία είναι ένα προϊόν προς πώληση, όχι το αποτέλεσμα της εργασίας
3.     Το «αόρατο χέρι» της αγοράς= δεν  ισχύει
4.     Τα άτομα έχουν σκοπό την επιτυχία και τα συμφέροντα τους= κίνητρο κέρδος 
5.     Νόμος της προσφοράς και ζήτησης
6.     Ανταγωνισμός-Βελτιώνει τα προϊόντα και ρίχνει τις τιμές
7.     Η κυβέρνηση δεν πρέπει να παρεμβαίνει στη λειτουργία της αγοράς(Laisset faire)

Κομμουνιστικό Μανιφέστο Karl Marx
1.     Η ιστορία κινείται από τους ταξικούς αγώνες και για τα συμφέροντα των ατόμων
2.     Η κάθε τάξη έχει την τάση να εκμεταλλεύεται τις άλλες προς όφελος της
3.     Η αστική τάξη θριάμβευσε έναντι της άρχουσας τάξης στο 18ο αιώνα
4.     Με τον ίδιο τρόπο η εργατική τάξη θα θριαμβεύσει έναντι της αστικής


Τα έθνη-κράτοι του 19ου αιώνα
·        Το συνέδριο της Βιέννης αποκαθιστά την παλιά Ευρώπη
·        Ο ρομαντισμός, ο φιλελευθερισμός και ο εθνικισμός είναι τα χαρακτηριστικά της εποχής
·        Επαναστάσεις 1833,1848
·        19ος αιώνας, ο αιώνας της δημιουργίας των σύγχρονων κρατών

Κάθε έθνος= κράτος
Εθνικισμός(φιλελεύθερο κίνημα)
·        Η βιομηχανική επανάσταση και οι εθνικές επαναστάσεις αποτελούν δύο όψεις του ίδιου φαινομένου
·        Μετά τη Γαλλική επανάσταση η Ευρώπη συρρικνώνεται σε περίπου 12 κράτη

ΕΛΙΤ
ΓΕΡΜΑΝΟΙ= καταγωγή, παράδοση, ήθη, έθιμα
ΓΑΛΛΟΙ= ανήκεις εκεί που νιώθεις

1848
1.     Ίσως το σημαντικότερο γεγονός του 19ου αιώνα
2.     Το 1848 επηρεάστηκαν από τον ρομαντισμό, εθνικισμό και φιλελευθερισμό και από την οικονομική αστάθεια της εποχής
3.     Μόνο στη Βρετανία και στη Ρωσία δεν έγιναν αναταράξεις της κοινωνικής γαλήνης
4.     Οι τελευταίες φιλελεύθερες επαναστάσεις δεν καταφέρνουν να επικρατήσουν αφήνουν όμως έντονη κληρονομιά
5.     Αποτυγχάνουν λόγω έντονης αντίδρασης και έλλειψης συντονισμού
6.     Όμως φέρνουν κοινοβούλια σε διάφορες χώρες καθολικά δικαίωμα ψήφου, δυναμώνουν τα εθνικά κινήματα σε διάφορες χώρες
Νέα κράτη στην Ευρώπη
·        1830 --- Ελλάδα (απόσχιση από Οθωμανική Αυτοκρατορία)
·        1831 --- Βέλγιο (απόσχιση από Ολλανδία)
·        1861 --- Ιταλία (ένωση δεκάδων επαρχιών και μικρών βασιλείων- Γκαριμπάλντι)
·        1871 --- Γερμανία (ένωση μικρών κρατών και επαρχιών- Βίσμαρκ)
·        1878 --- Ρουμανία, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία (απόσχιση από την Οθωμανική Αυτοκρατορία)
·        1905 --- Νορβηγία (χωρίστηκε από τη Σουηδία)
·        1913 --- Αλβανία (απόσχιση από Οθωμανική Αυτοκρατορία)

Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, (1914-1918)
Αίτια
·        Εθνικισμός
·        Μιλιταρισμός
·        Ιμπεριαλισμός
·        Διεθνείς συμμαχίες
·        Απώλεια ισορροπίας δυνάμεων

Μιλιταρισμός: Η πεποίθηση ότι οι διακρατικές διαρροές μπορούσαν να επιλυθούν μόνο με ένοπλη σύγκρουση. Έτσι ξεκινά ένας ξέφρενος στρατιωτικός ανταγωνισμός.
Ιμπεριαλισμός: Η επεκτατική πολιτική των βιομηχανικά ανεπτυγμένων κρατών σε βάρος άλλων κρατών (οικονομικοί λόγοι).
Εθνικισμός: Η ανάπτυξη εθνικών συναισθημάτων από λαούς της Ευρώπης (καλλιέργεια μίσους για οτιδήποτε αποτελούσε τα εθνικά συμφέροντα).
Διεθνείς συμμαχίες: όλες οι χώρες δένονται με συνθήκες συμμαχίας για την προστασία τους. Δύο αντίπαλοι σχηματισμοί, η τριπλή συμμαχία (Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ιταλία) και η Τριπλή Συνεννόηση ή αργότερα Ανταντ (Γαλλία, Ρωσία και Αγγλία)

·        η βιομηχανική επανάσταση είναι στο απόγειο της
·        το 25% του πληθυσμού ανήκει στην Ευρώπη, μεγάλη πληθυσμιακή πυκνότητα
·        αίσθηση ότι οι Ευρωπαίοι είναι ανώτεροι όλων
·        ανταγωνισμός για αποικίες
·        μιλιταρισμός, αποθέωση του πολέμου και κούρσα για λόγους πρεστίζ

Βαλκανικοί εθνικισμοί
·        Αυστροουγγαρία και Ρωσία θέλουν να ελέγχουν τα νέα κράτη των Βαλκανίων
·        Η προσάρτηση της Βοσνίας από την Αυστροουγγαρία φέρνει ένταση στη Σερβία
·        Ο Αρχιδούκας Φερδινάρδος δολοφονείται στη Βοσνία από Σέρβους εθνικιστές (Ιούνιος 1914)
·        Η Αυστροουγγαρία κηρύσσει τον πόλεμο στη Σερβία με τη στήριξη της Γερμανίας, Ιούλιος 1914, αργότερα μπαίνουν και Τουρκία-Βουλγαρία υπέρ τους

Ο Μεγάλος Πόλεμος ή Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει δύο κύρια μέτωπα, το δυτικό και ανατολικό μέτωπο.
ΔΥΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
1.     Στόχος της Γερμανίας είναι η γρήγορη κατάληψη της Γαλλίας και μετά να στραφεί στη Ρωσία
2.     Όμως ο πόλεμος χαρακομάτων δεν βγάζει νικητή κανέναν
3.     Μεγάλες μάχες με τεράστιες απώλειες:
·        Verdum- 680.000 νεκροί
·        Somne- πάνω από 1.000.000 νεκροί

ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ
1.     Έλλειψη σύγχρονου στρατού κόστισε στη Ρωσία τεράστιες απώλιες
2.     Εν μέσω πολέμου γίνεται η επανάσταση στη Ρωσία, 1917 (Φεβρουάριος και Οκτώβριος) 
3.     Ανάγκη της επαναστατικής κυβέρνησης να σταθεροποιηθεί στο εσωτερικό
4.     Υπογράφει τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτοσβκ, χάνει το ¼ των εδαφών της

Η Καμπή του 1917
ü Η ιδεολογία που ανατρέπει τα γεγονότα: Σοσιαλιστική Ιδεολογία

Γαλλία
·        1917: Ανάπτυξη ισχυρού αντιπολεμικού κινήματος με σοσιαλιστική ιδεολογία
·        Ανταρσίες στο μέτωπο: Κατάπνιξη με εκτελέσεις δεκάδων στρατιωτών
Ρωσία
·        Φεβρουάριος 1917: Ανατροπή τσάρου- Νέα Φιλελεύθερη κυβέρνηση
·        Οκτώβριος 1917: Σοσιαλιστική επανάσταση, Συνθήκη ειρήνης Γερμανίας και Σοσιαλιστικής Ρωσία
Γερμανία
·        Φθινόπωρο 1918: Σοσιαλιστική επανάσταση, ανατροπή αυτοκράτορα Γουλιέλμου
·        Στην εξουσία βρίσκεται Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα

Είσοδος των ΗΠΑ στον πόλεμο, 1917
Οι ΗΠΑ εισέρχονται στον πόλεμο το 1917 , συμβάλλοντας αποφασιστικά στην τελική νίκη των δυνάμεων της Ανταντ . Σημαίνοντα ρόλο δεν έπαιξε τόσο η στρατιωτική τους συμμετοχή με περίπου 1.000.000 στρατιώτες , αλλά η τεράστια παροχή πολεμικού υλικού , χρημάτων και πρώτων υλών .

Το συνέδριο του Παρισιού:
·        Συνθήκη των Βερσαλλιών
·        Ο αμερικάνος πρόεδρος Wilson κατέθεσε τα περίφημα 14 σημεία υποστηρίζοντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση των λαών και σε δίκαιες λύσεις
·        Όμως η Γαλλία ήθελε εκδίκηση από τη Γερμανία
·        Ιταλία και Βρετανία – εδαφικά κέρδη
Συνθήκη Βερσαλλιών:
·        Πολύ σκληρή με τη Γερμανία, χάνει πολλά εδάφη
·        Αλσατία-Λωρραίνη
·        Αποστρατικοποιείται η Ρηνανία
·        Συμφωνεί να πληρώσει υπέρογκες πολεμικές αποζημιώσεις
·        Συμφωνεί ότι έχει την ενοχή για τον πόλεμο
Η Νέα Ευρώπη:
·        4 αυτοκρατορίες καταρρέουν ( Οθωμανική, Γερμανική, Ρωσική, Αυστροουγγαρία)
·        Πολλά κράτη γεννιούνται
·        Αδύναμα, ανασφαλή με 10 άλλα εσωτερικά προβλήματα














ΡΩΣΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Αίτια:
Κοινωνικά
·        Εξαθλιωμένοι κουλάκοι(ρώσοι ακτήμονες γεωργοί) χωρίς δικαιώματα, δε τους ανήκει η γη που καλλιεργούν (οικονομικά προβλήματα)
·        Τεράστιες ταξικές διαφορές-παραμέλησητης εργατικήςτάξης
·        Σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών και μύηση στον κομμουνισμό
Οικονομικά
·        Έλλειψη βασικών υλικών, διατροφής, καυσίμων
·        Σύστημα μεταφορών
·        Η Ρωσία εκτός βιομηχανικής επανάστασης
·        Η διαιώνιση του φεουδαρχικού χαρακτήρα της ρωσικής οικονομίας μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα
Πολιτικά
·        Ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος του 1904-1905 συντριβή Ρωσίας
·        Αριστοκρατία-Φεουδαρχία εμποδίζει την πρόοδο
·        Τσαρικός δεσποτισμός, χαρακτηριστική ανελευθερία, ανελέητες διώξεις

Η πρώτη επανάσταση
Φεβρουάριος 1917
Αυθόρμητη
Ενώνονται 60.000 στρατιώτες
                                                                                                                                                       
Προσωρινή κυβέρνηση
Διακηρύττει ότι:
·        Ισότητα πολιτών
·        Ελευθερία λόγου
·        Νομικές απεργίες και συνδικάτα
·        Σκοπεύει να συνεχίσει τον πόλεμο
·        Όμως ο λαός θέλει πιο ριζοσπαστικές λύσεις και λήξη του πολέμου
Alexander Kerensky
Πρωθυπουργός και αδύναμος ηγέτης μπροστά στους Μπολσεβίκους

Μπολσεβίκοι
·        Πίστευαν στη δικτατορία του προλεταριάτου
·        Ηγέτης ο Λένιν δεινός ρήτορας, προσάρμοσε τον Μαρξ σε συνθήκες της Ρωσίας
·        Ψωμί, Ειρήνη, Ελευθερία

Λόγοι επικράτησης Μπολσεβίκων
·        Ο Kerensky ήταν αδύναμος και ανοργάνωτος
·        Οι Μπολσεβίκοι ήταν αποφασισμένοι επαγγελματίες και αδίστακτοι στους στόχους
·        Ο Τρότσκι ιδρύει τον κόκκινο στρατό

Ο Λένιν στην εξουσία
·        Συνθηκολογεί άμεσα
·        Δημεύει ην περιουσία των φεουδαρχών και την μοιράζει στους κουλάκους

Ειρήνη
·        Απαραίτητη η στήριξη των χωρικών και των εργατών να μείνουν στην εξουσία

Μετά την επανάσταση ο Εμφύλιος Πόλεμος
·        Οι «Λευκοί» είναι οπαδοί του Τσάρου
·        Ο Εμφύλιος Πόλεμος κρατά 3 χρόνια (1918-1921)
·        Οι Μπολσεβίκοι αντιμετωπίζουν ισχυρή αντίσταση σε πόλεις όπου χάνουν μάχες
·        Εισβολή δυτικού εκστρατευτικού σώματος και στήριξη των Λευκών από Βρετανούς, Γάλλους και Αμερικάνους ώστε η Ρωσία να παραμείνει στον πόλεμο
·        Αποτυγχάνει οικτρά, ισχυροποιεί τους Μπολσεβίκους

Άμεσες συνέπειες
·        Διάθεση του επαναστατικού πνεύματος των Μπολσεβίκων

Το μεγάλο Κραχ του 1929
·        Κρίση στον κόσμο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (εκτός από την Αμερική)ανάκαμψη γύρω στο 1921 λόγω μαζικής παραγωγής

Παράγοντες
1.     Το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων
§  Η Γερμανία χρωστούσε στην Ευρώπη 33 δις
§  Αγγλία και Γαλλία χρωστούσαν στις ΗΠΑ που επέμεναν να πληρωθούν
§  Όμως η Γερμανία αδυνατεί να πληρώσει, άρα ούτε οι ΗΠΑ μπορούν να πάρουν τα λεφτά τους
2.     Υπερπαραγωγή αγροτικών προϊόντων
§  25% του πληθυσμού είναι αγρότες, είχαν πάρει δάνεια για να αυξήσουν την παραγωγή τους
§  Το πλεόνασμα οδηγεί σε πτώση των τιμών
§  Πολλοί πτωχεύουν και οδηγούνται στις πόλεις όπου υποαπασχολούνται
3.     Η τραπεζική πίστωση διαδίδεται
Χρηματιστηριακή άνοδος
·        Από το 1921 εώς το 1929 ο Dow Jones εκτινάχθηκεαπό τις 60 μονάδες στις 400
·        Από τη μια στιγμή στην άλλη δημιουργήθηκαν νέοι εκατομμυριούχοι
Μαύρη Πέμπτη, 24 Οκτωβρίου 1929, 30 δις χάθηκαν μέσα σε μία εβδομάδα. Στα μέσα του 1930 ολόκληρη η αμερικανική οικονομία είχε παραλύσει.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ Β΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
·        Το σημαντικότερο γεγονός του 20ου  αιώνα
·        55.000.000  περίπου νεκροί, κανένας ωκεανός, καμία ήπειρος δεν κατάφερε να μείνει ανεπηρέαστη από τη σύγκρουση
·        Στο τέλος η Ευρώπη βγήκε πολύ αλλαγμένη, έχασε τις αποικίες της, ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν πλέον οι κυρίαρχοι 
·        Μπήκαμε στην ατομική και πυρηνική εποχή
·        Η επίδραση του μέχρι σήμερα είναι πολυεπίπεδη
·        Πότε ξεκίνησε ο πόλεμος;
Επισήμως θεωρείται η 1η Σεπτεμβρίου 1939, με την εισβολή στην Πολωνία 2 μέρες μετά, Γαλλία και Αγγλία μπαίνουν επίσημως στον πόλεμο

Αδόλφος Χίτλερ (1889-1945) – Γερμανία
Ουίνστον Τσώρτσιλ (1874-1965) - Βρετανία
§  Μέτριος στρατιωτικός
§  Ικανός αφηγητής και ρήτορας
§  Βουλευτής από το 1910 ταυτίζεται με το συντηρητίκο κόμμα. Φανατικός αντισοσιαλιστής
§  Πολλές αποτυχίες σε πολιτική και αδιαλλαξία χαρακτήρα
§  Διορίζεται το Μάιο του 1940 πρωθυπουργός και κάνει κυβέρνηση συνασπισμού
Φρανκλίνος Ρούσβελτ (1882-1945)
§  Ο μόνος που υπηρέτησε πάνω από δύο θητείες. Εκλέχθηκε 4 φορές ενώ ήταν παράλυτος
§  Αντιμετώπισε την κρίση του 1929 με τον Deal
§  Φιλελεύθερος αλλά με κοινωνικό προφίλ
§  Αρνείται να βάλει τις ΗΠΑ στον πόλεμο , ωσότου εξαναγκάζεται
  Μπενίτο Μουσολίνι(1883-1945)
§  Βίαιος και αλαζόνας από μικρός. Ξεκινά από το σοσιαλιστικό κόμμα και ανέρχεται στις τάξεις του.
§  Ιδρύει το 1921 το φασιστικό κόμμα και το 1922 αρπάζει την εξουσία υπό την απειλή εμφυλίου πολέμου .
§  Υπεύθυνος για πολλά εγκλήματα
Ιωσήφ Στάλιν (1879-1953)
§  Γεωργιανός σε καταγωγή δικτακτορας της Ε.Σ.Σ.Δ.
§  Αδίστακτος , φανατικός και κρυψίνους
§  Δεν υπολόγισε το ανθρώπινο κόστος
§  Αναδιοργανώνει την Σοβιετική οικονομία και τον κόκκινο στρατό
Αυτοκράτορας Χιροχίτο
§  Απόμακρος εθνικιστής και μιλιταριστής
§  Λατρευόταν παθολογικά από τους Ιάπωνες και δεν επικρίθηκε ποτέ δημόσια για τον ρόλο του στον πόλεμο .
§  Μετά το τέλος του πολέμου χάνει την θεϊκή ιδιότητα αλλά δεν απομακρύνεται από τον θρόνο .
Σαρ Ντε Γκολ
§  Ο πιο ταλαντούχος Γάλλος στρατιωτικός
§  Διέφυγε στο Λονδίνο και έγινε σύμβολο ηγέτης της αντίστασης
§  Μεταπολεμικά λατρεύτηκε και επικρήθηκε στη Γαλλία , καθώς εξελέγει πρόεδρος της 5ης  γαλλικής δημοκρατίας

Η ΈΚΡΗΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το 1931 η Ιαπωνία επιτίθεται στην Κίνα για να καταλάβει την περιοχή της Μαντζουρίας . Οι Ιάπωνες καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις και προελαύνουν ταχύτατα .
Το 1937 πλέον η επίθεση κλιμακώνεται σε όλη την Κίνα και παρά την αντίσταση δεν πτοείται η επίθεση τους .
Το 1939 πλέον η Γερμανία κηρύττει τον πόλεμο στην Πολωνία παρά την προειδοποίηση των Αγγλογάλλων για υπεράσπιση αυτής . Το 1941 οι Ιάπωνες επιτίθενται στο Περλ Χάρμπορ και εισέρχονται στον πόλεμο οι ΗΠΑ και έτσι αυτός γίνεται παγκόσμιος .
ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΚΑΙ ΤΕΛΟΣ
Το 1939 μετά από 2 εβδομάδες πολέμου , η Πολωνία καταλαμβάνεται και διχοτομείται με το ανατολικό  τμήμα να δίνεται στους σοβιετικούς και το δυτικό στους Γερμανούς . Η Γαλλία δεν προβαίνει σε καμία επιθετική ενέργεια μέχρι το 1941 όπου και οι γερμανικές μεραρχίες σαρώνουν τις κάτω χώρες και μέσω του δάσους των Αρδεννών εισέρχονται στη Γαλλία όπου παραδίνεται μετά την κατάληψη του Παρισιού .
  Το 1941 καταλαμβάνουν τα Βαλκάνια και πλέον στρέφουν το βλέμμα τους στη Ρωσία παραβαίνοντας το σύμφωνο ρίμπετροφ-μολότωφ για μη επίθεση  . Η επίθεση σαρώνει τα ρωσικά στρατεύματα μέχρι το 1943 και την ήττα στο Στάλινγκραντ . Μετά την ήττα αρχίζει η υποχώρηση . Τον Ιούνιο του 1944 οι σύμμαχοι πραγματοποιούν απόβαση στην Νορμανδία και πλέον υπό το βάρος των επιθέσεων σε 2 μέτωπα η Γερμανία πέφτει τον Μάιο του 1945.
Στην Άπω Ανατολή οι Ιάπωνες επιτίθενται στο Περλ Χάρμπορ προκαλώντας την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ . Οι ΗΠΑ αντεπιτίθενται και μάχονται νησί-νησί μέχρι τον Αύγουστο του 1945 και  τον βομβαρδισμό των Ιαπωνικών πόλεων Χιροσίμα και Ναγκασάκι με την νέα ατομική βόμβα και την παράδοση πλέον των Ιαπώνων.
ΟΛΟΚΛΗΡΩΤΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ
Σημαίνοντα ρόλο στην έκρηξη και την κλιμάκωση του πολέμου έπαιξε η επιβολή και η ραγδαία εξάπλωση των ολοκληρωτικών καθεστώτων.
Αίτια
Ιδεολογία και άποψη
§  Κοινωνικός Δαρβινισμός και φυλετισμός του 9ου αιώνα
§  Η άρια φυλή είναι ο ιδρυτής και ο μεταδότης του πολιτισμού
§  Ο ρατσισμός είναι ένα χρήσιμο μέσο και ο τελικός σκοπός
§  Είναι επιτακτική η ανάγκη για ζωτικό χώρο εις βάρος των άλλων κρατών .
§  Η ζωή είναι μια αιώνια σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού.
Τι ζητούσε ο Χίτλερ
§  Την ακύρωση της συνθήκης των Βερσαλλιών
§  Την επιστροφή των χαμένων εδαφών
§  Την ενσωμάτωση των γερμανόφονων πληθυσμών
§  Το δικαίωμα επανεξοπλισμού
§  Ξεκινά από το τελευταίο . Η Γερμανία τον Μάιο του 1936 επανεξοπλίζεται .
Ρηνανία 1936
§  Αυθαίρετη εισβολή Γερμανικών μονάδων
§  Ζήτημα τιμής για τους Ναζί , αποτελούσε όνειδος για το καθεστώς της περιοχής .
§  Οι Άγγλοι προτρέπουν τους Γάλλους να μην κάνουν τίποτα

Πολιτική κατευνασμού
Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι προ πολέμου ακολούθησαν την πολιτική του κατευνασμού δίνοντας στους Γερμανούς-Ιταλούς ότι απαιτούσαν. Προβαίνουν σε διχοτόμηση της Τσεχοσλοβακίας και αργότερα στην τελική προσάρτηση καθώς και στην προσάρτηση της Αυστρίας .Η πολιτική του κατευνασμού αποτυχαίνει παρά τις μεγαλεπήβολες δηλώσεις για 100 χρόνια ειρήνης .
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Διάρκεια ψυχρού πολέμου 1945-89
Χαρακτηριστικά:
§  Διπολικός χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος (ανατολικοί-δυτικοί )
§  Ιδεολογική φόρτιση λόγο αντίθετων ιδεολογιών (καπιταλισμός – κομμουνισμός)
§  Τεράστια πυρηνικά οπλοστάσια (ίσως θετικό λόγω του ότι λειτούργησε ως φόβητρο σε περίπτωση σύγκρουσης )
§  Οργανωμένο διεθνές σύστημα ( δημιουργία ΟΗΕ κτλ)
§  Οικονομικός ανταγωνισμός και κούρσα εξοπλισμών
§  Εμφάνιση του 3ου κόσμου , δηλαδή των υπανάπτυκτων χωρών
ΗΠΑ: Οι ΗΠΑ έχουν μια πανίσχυρη οικονομία με το 50% της παγκόσμια βιομηχανίας και τα 2/3 των αποθεμάτων χρυσού παγκοσμίως . Μέχρι το 1949 έχουν το μονοπώλιο στα πυρηνικά όπλα και έχουν ηγετική θέση ως κεφαλή του δυτικού κόσμου .
ΕΣΣΔ: Βρίσκεται οικονομικά και δημογραφικά σε δύσκολη θέση , παρόλα αυτά έχει τεράστιες δυνατότητες και τελικά στέκεται στα πόδια της .Στρατιωτικά είναι πανίσχυρη και ο κόκκινος στρατός είναι φόβητρο στην Ευρώπη . Είναι ηγέτιδα δύναμη του ανατολικού μπλοκ και του συμφώνου της Βαρσοβίας .
Ο ψυχρός πόλεμος
Απαρχές : 1945-53
Ψυχρός πόλεμος χαρακωμάτων:1953-1980
Δεύτερη περίοδος: 1980-1989
Ο ψυχρός πόλεμος στην Ευρώπη την περίοδο 45-49:
Οικονομία:
§  Οι αμερικανοί θέλουν φιλελευθεροποίηση της αγοράς και των διεθνών σχέσεων μέσω και της ανοιχτής οικονομίας . Ιδρύονται ΔΝΤ , Διεθνείς Τραπέζα και η GATT.
§  Χρυσός κανόνας .Επιτρέπει στις ΗΠΑ να γίνουν οικονομική υπερδύναμη λόγω των αποθεμάτων χρυσού που διαθέτουν.
§  Πλήρη ασυμβατότητα με τις οικονομικές αρχές της ΕΣΣΔ που δημιουργεί δυσπιστία και οι σοβιετικοί αρνούνται στις ζώνες τους την ελεύθερη αγορά .
Γεωστρατιγική:
§  Οι ΗΠΑ  και οι σοβιετικοί κυριαρχούν στρατιωτικά στην Ευρώπη έχοντας χωρίσει αυτή σε ανατολική και δυτική .
§  ΟΙ ΗΠΑ –Αγγλία κατέχουν την δυτική Ευρώπη και την Ελλάδα όπου έστειλαν στρατό με την απελευθέρωση
§  Ο κόκκινος στρατός δημιουργεί τετελεσμένα στην Ευρώπη
Ψυχολογία:
§  Αμοιβαία δυσπιστία
§  Μετά την αποτυχία του Μονάχου το 1936 οι δυτικοί δεν κάνουν υποχωρήσεις
§  Κάθε μονομερής ενέργεια από τις δυο πλευρές λαμβάνεται ως επιθετική .
Διπλωματία:
§  Συμφωνούν για τα ποσοστά επιρροής
§  Γίνεται συμφωνία στη Μόσχα μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν το 1944
§  Οι σοβιετικοί παρά το ενδιαφέρον τους για την Ελλάδα καταφέρνουν να πάρουν τα ποσοστά επιρροής μόνο σε Βουλγαρία ,Ουγγαρία , Ρουμανία ενώ δεν κερδίζουν κα΄τι στην Ελλάδα . Η Γιουγκοσλαβία δίνεται 50-50

Τεχεράνη 1943
Το 1943 γίνεται στην Τεχεράνη η μια από τις 3 κρίσιμες συνδιασκέψεις για το μέλον του μεταπολεμικού κόσμου που καθορίζει το ψυχροπολεμικό υπόβαθρο. Ορίζονται οι ζώνες επιρροής και συζητείται το θέμα της Γερμανίας . Οι σοβιετικοί ζητούν μια αδύναμη Γερμανία , ενώ οι αμερικανοί μια ισχυρή ως αντίβαρο προς την ΕΣΣΔ .
Το Γερμανικό ζήτημα
Η ΕΣΣΔ φοβάται την Γερμανία ως σύμμαχο των δυτικών , φοβάται μια ισχυρή Γερμανία στα νότα της . Οι δυτικοί όμως χρειάζονται την ανάκαμψη της Γερμανίας ως αντίβαρο στους σοβιετικούς στην Ευρώπη .Στο τέλος με την ανάγκη και των δυο να έχουν υπό τον έλεγχο τους , αποφασίζουν την διχοτόμηση αυτής σε ανατολική και δυτική.
Ελληνικός εμφύλιος πόλεμος
Μετά την απελευθέρωση της χώρας αρχίζουν συγκρούσεις με πρώτες τα Δεκεμβριανά τον Δεκέμβρη του 44 . Το ΕΑΜ είναι πανίσχυρο και έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των Βρετανών . Ο έλεγχος  περνάει σε αντιβρετανικές και αντικομουνιστικές ομάδες .Επικρατεί κλίμα ανασφάλειας και παράβασης όλων των συμφωνιών .Το 1946 μετά 1 χρόνο από την επικράτηση των Βρετανών επανέρχεται ο Γιώργος Παπανδρέου και αρχίζει η εμφύλια σύγκρουση από το 1946 εώς το 1949 με 55 000 νεκρούς . Οι Βρετανοί αδυνατούν να ελέγξουν  αποχωρούν και τη θέση τους αναλαμβάνουν οι ΗΠΑ .
Δόγμα Τρούμαν 1947
Ο Τρούμαν δεν ήθελε να αντιμετωπίσει με μετριοπάθεια τους σοβιετικούς , γι αυτό πιέζει για μια επίδειξη  ισχύος . Έτσι   δημιουργείται το δόγμα ανάσχεσης του κομμουνισμό ή ευρέως γνωστό δόγμα Τρούμαν . Αυτό αφορούσε 13 δις που δόθηκαν στην Ευρώπη για την ανοικοδόμηση της , η οποία θα ήτο αδύνατη χωρίς αυτά . Η μόνη απαίτηση ήταν η προσχώρηση  στο μέρος της Αμερικής . Συμβάλει δραστικά στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης και στην απόκτηση συνεργασίας μεταξύ των Ευρωπαίων .Οι συνέπειες ήταν οι ανατολικές χώρες κάτω από την πίεση της Μόσχας. Πλέον υπάρχει έμμεσος έλεγχος της Ευρώπης από τις ΗΠΑ και μεγάλο χάσμα στο βιοτικό επίπεδο και στην ανάπτυξη , οδηγώντας τους πάντες σε υποτίμηση των συνθηκών ζωής των σοσιαλιστικών χωρών.
Ο αποκλεισμός του Βερολίνου
Το 1949 γίνεται η κορυφαία πράξη του ψυχρού πολέμου. Οι σοβιετικοί περικυκλώνουν το Βερολίνο. Οι αμερικανοί μπροστά σε αυτή την ενέργεια οργανώνουν ανεφοδιασμό από αέρος , αντιμετωπίζουν την κατάσταση και εκτονώνεται το κλίμα.
Ο πόλεμος του Βιετνάμ
Ο πόλεμος του Βιετνάμ την δεκαετία του 60 σηματοδότησε τεράστιες αλλαγές σε όλο τον κόσμο . Όλα ξεκίνησαν όταν διογκώθηκαν οι συγκρούσει του Χο Τσι Μινχ που είχα βάση το βόρειο Βιετνάμ και υποστηριζόταν από την κομμουνιστική Κίνα , με τον Ντιν Ντιεμ στο νότο.  Οι αμερικανοί τελικά υποστηρίζουν και αυτοί τον Χο Τσι Μινχ ο οποίος επικρατεί . Το φιλοκομμουνιστικό προφίλ όμως της νέας ηγεσίας οδηγούν τους αμερικανούς σε υποκίνηση εξέγερσης και την είσοδο τους στον πόλεμο του Βιετνάμ , τον βρώμικο πόλεμο που έληξε με ανακωχή και αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Α) ΙΡΑΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
        i.            Το Ιράν ήταν μέρος του μέρος του Βόρειου Κρηπιδώματος, άρα εντός των στρατηγικών συμφερόντων των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο.
      ii.            Διαφθορά, καταπίεση και άθλιες συνθήκες διαβίωσης των μαζών προκαλούν αντίδραση εναντίον του Σάχη Παχλεβί, ο οποίος εγκαταλείπει τη χώρα το 1979, προς όφελος του Αγιατολαχ ΧομεΪνί, φονταμενταλιστή, ισλαμιστή.
Β) ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ
       I.            Το σοβιετικό Βιετνάμ για πολλούς λόγους αποχώρησε το 1988 απ’ την ΕΣΣΔ
     II.            Η ΕΣΣΔ εισβάλλει στη χώρα για να προλάβει την εξάπλωση της ιρανικής επανάστασης. Οι ΗΠΑ ενισχύουν τους Ισλαμιστές, οι οποίοι κερδίζουν και οι Σοβιετικοί υποχωρούν.

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΨΥΧΡΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 1980-1985

Αυτή η περίοδος σημαδεύεται από την προεδρεία του Ρήγκαν. Ο τελευταίος  ήταν φανατικός αντισοβιετικός, με σκληρή ρητορική και πυγμή. Εκτόξευσε τις αμυντικές δαπάνες στα ύψη και επενέβη με πραξικοπήματα σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής.


Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΜΠΛΟΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΣΔ 1989-1891

Η εξάρτηση σε όλους τους τομείς από τη Μόσχα, η βίαιη εκβιομηχάνιση και η αστικοποίηση, που οδήγησαν σε μείωση της αγροτικής παραγωγής, ο αυταρχισμός, η αδυναμία μεταρρυθμίσεων, η απαγόρευση της έκφρασης, οι ελλείψεις τροφίμων και αγαθών, παρά την προηγούμενη άνοδο του βιοτικού επιπέδου σε παιδεία και υγεία, οδηγούν στην κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ.

Επίσης σημαντικό ρόλο έπαιξε η αδυναμία επιβολής και ο πρόχειρος σχεδιασμός των μεταρρυθμίσεων (περεστρόικα), καθώς και μία σειρά λαθών των προέδρων Τσερνιέκο και Γκορβατσό, σε συνδυασμό με την πλήρη αποσάθρωση του ΚΚ οδηγούν σε πτώση της ΕΣΣΔ.


ΑΙΤΙΑ ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗΣ
§  αδυναμία συμβάδισης με τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της Δύσης
§  εξάντληση της Μόσχας
§  κατακόρυφη αύξηση των εξοργιστικών δαπανών


ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
Το 1989, η Σοβιετική κεντρική Κυβέρνηση αδυνατεί να ελέγξει τα παρακάτω γεγονότα, όπως τις εξεγέρσεις στην Πολωνία την πτώση του τοίχους του Βερολίνου και αργότερα την ανεξαρτητοποίηση της Λιθουανίας. Τέλος, διαλύεται το σύμφωνο της Βαρσοβίας και η ΕΣΣΔ, με συνέπειες την κατάρρευση του Κομμουνισμού στην Ευρώπη, την επανένωση της Γερμανίας και την ανάδειξη των ΗΠΑ ως μοναδικής υπερδύναμης.


                                             Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών
Δύναμη Ανατροπής
Δύναμη Εμπιστοσύνης



Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών


     ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
 ‘’ Στοιχεία Δικαίου Ι ‘’
(A΄Εξ.)


pasp-polsci-komotinis.blogspot.com


**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.


Στοιχεία Δικαίου Ι
[Αστικό Δίκαιο]

       Στοιχεία Δικαίου Ι (γενικές αρχές του δικαίου)
Έννοια-διακρίσεις, πηγές δικαίου, ορισμός, δικαιολογητικός λόγος, το δίκαιο ως νομικό, πολιτικό και κοινωνικό φαινόμενο, δίκαιο και ηθική, θετικό και φυσικό δίκαιο, βασικές έννοιες ιδιωτικού, δημοσίου και διεθνούς δικαίου δικαίου.
Εξάμηνο: 1ο Εξάμηνο
Προτεινόμενα Συγγράμματα:
1)Εισαγωγή στο δίκαιο και στο αστικό δίκαιο
2)Justi atque injusti scientia. Μία εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου.
Η διδάσκουσα: Ακριβοπούλου Χριστίνα http://www.polsci.duth.gr/user/61







1)Εισαγωγή – Ιστορική αναδρομή
ü Αρχαία Ρώμη
 1)κοινό δίκαιο: ισχύει για όλους τους ανθρώπους γύρω από τη Ρώμη
2)ρωμαϊκό δίκαιο: ισχύει για όλους τους ανθρώπους στη Ρώμη

ü Ρωμαϊκό δίκαιο
1)μέλη: δικαστές
2)στόχοςεπιβολή δικαίου

ü Ιουστινιάνειος κωδικοποίηση:
1)ακμή του κώδικα κατά τους Βυζαντινούς χρόνους
2)κωδικοποίηση ρωμαϊκού και κοινού δικαίου από τον Ιουστινιανό (συνένωση δύο δικαίων)

ü Εθιμικό δίκαιο: Ακμή κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία, με βάση το έθιμο (=μαλακός κανόνας, που κατασκευάζεται μέσα από τη μακρά και ομοιόμορφη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, με την ψυχολογική συνείδηση ότι υπακούει σε κανόνα δικαίου). Δεν είναι υποχρεωτικό να συμπίπτει με το γραπτό κανόνα.


·       1833: ο πρώτος κώδικας στην Ελλάδα, είναι ο εμπορικός κώδικας από τη Γαλλία

·       1983: Πρώτη μεταρρύθμιση οικογενειακού δικαίου. Όλος ο Αστικός Κώδικας (Α.Κ.) προσαρμόστηκε στον κανόνα ισότητας.

·       2001: Δεύτερη μεταρρύθμιση (εισαγωγή οικογενειακών ζητημάτων π.χ. εξωσωματική), η οποία μεταβάλλεται με την εξέλιξη της τεχνολογίας.

ü Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έρχεται ο αστικός κώδικας στην Ελλάδα.

ü Πριν το 1975 η Ελλάδα είχε δικτατορία. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, το 60% της αντιστασιακής αρχής ήταν γυναικείο. Ήταν το πιο ρωμαλέο κίνημα, διεθνώς αναγνωρισμένο.  Έτσι, το 1952 κατοχυρώθηκε το δικαίωμα ψήφου για τις γυναίκες.
Ø 1975: μετά τη δικτατορία→ ισότητα στα δύο φύλλα
Ø 1983: δικαιώματα στο παιδί, αναθεώρηση οικογενειακού δικαίου
Ø 1984αποδοχή πολιτικού γάμου

ü Ιδιωτικό Δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών

ü Δημόσιο Δίκαιο: ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ
 κράτους-πολίτη
   *Ιδιωτικό Δίκαιο: συμβατική ελευθερία =>υποχρεώνει τους ιδιώτες σε κάτι, αλλά έχουν ελευθερία (συμβατική ελευθερία)

Ø Κανόνες ενδοτικού δικαίου: δυνατότητα μεταβολής από τους ιδιώτες

Ø Ιδιωτικό Δίκαιο:
1)    Αστικό δίκαιο
2)    Δίκαιο της δικαιοπραξίας
3)    Οικογενειακό δίκαιο
4)    Ενοχικό δίκαιο
5)    Εμπράγματο δίκαιο
6)    Κληρονομικό δίκαιο

Ø Δημόσιο Δίκαιο
        => αναγκαστικοί κανόνες (χαρακτηριστικό)
        => κλάδοι: 1)Συνταγματικό δίκαιο + Διοικητικό δίκαιο
                            2)Ποινικό δίκαιο
                            3)Δημόσιο δίκαιο
                            4)Φορολογικό δίκαιο
                            5)Δημοσιονομικό δίκαιο





2)Φυσικά Πρόσωπα

Ø  
Φυσικά πρόσωπα
Νομικά πρόσωπα
άνθρωποι
σύνολα περιουσίας

σωματεία

ίδρυμα

αστική εταιρεία

*Τα νομικά πρόσωπα διακρίνονται από τα φυσικά.

Ø Ένα φυσικό πρόσωπο υπάρχει, με βάση τον αστικό κώδικα, ήδη κατά τη διάρκεια της κύησης, εφόσον γεννηθεί ζωντανό.

Ø Πλάσμα: Νομοθεσία που δέχεται το έμβρυο ως μια ατελή μορφή ζωής και προστατεύεται.

Ø Το τέλος του φυσικού προσώπου θεωρείται ο εγκεφαλικός θάνατος.

Ø Ικανότητα δικαίου: κάποιος που υπάρχει, έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις

Ø Ικανότητα δικαιοπραξίας: αποκτιέται με την ενηλικίωση

Ø Δικαιοπρακτική ικανότητα: ονομάζεται η ικανότητα δικαιοπραξίας, δηλαδή η ικανότητα εφαρμογών έννομων πράξεων

Ø Τεκμήριο: από κάτι που είναι γνωστό βγαίνει συμπέρασμα για κάτι άγνωστο

ü Κανόνες θανάτου
1.    Τεκμήριο της συναποβίωσης: θάνατος ανθρώπων την ίδια χρονική στιγμή (συμβαίνει για την αποφυγή κληρονομικών διαφωνιών)

2.    Νεκρός θεωρείται κάποιος αν χαθεί σε συνθήκες που κάνουν το θάνατό του βέβαιο, ακόμα κι αν δεν εμφανιστεί το σώμα του (π.χ. έκρηξη σε πυρηνικό εργοστάσιο).

3.    Αφάνεια: Εξαφάνιση ενός προσώπου σε συνθήκες που δεν κάνουν το θάνατό του βέβαιο, αλλά πιθανό (π.χ. κατά τη διάρκεια πολέμου, ναυάγιο).
              =>Δικαιοπολιτική σημασία: δεν κηρύσσεται νεκρός, αλλά υπάρχουν συνέπειες σαν να ήταν νεκρός (π.χ. κληρονομικό δικαίωμα, άνοιγμα διαθήκης) 
Η σύζυγος δεν θεωρείται χήρα κι έχει το δικαίωμα διαζυγίου.





ü Ιδιότητες Φυσικού προσώπου

·       

ηλικία

·       φύλο
·       θρησκεία                           > εξατομικεύουν το άτομο
·       όνομα                                 > το καθιστούν μοναδικό
·       εικόνα
·       συγγένεια
·       κατοικία

συγγένεια:     α) εξ’ αίματος

                             
                         β) εξ’ αγχιστείαςο βαθμός συγγένειας προκύπτει με τον ίδιο τρόπο

κατοικία: δημιουργεί ασφάλεια δικαίου (π.χ. εξώδικα)
                             α) εκούσια: ονομάζεται αυτή που επιλέγεται
                             β) νόμιμη: ονομάζεται αυτή που δίνεται υποχρεωτικά από το νόμο (π.χ. ανήλικος είτε σε ορφανοτροφείο είτε σε οικογένεια)
         => Η κατοικία έχει μόνιμο χαρακτήρα, ενώ η διαμονή έχει πρόχειρο (παροδικό) χαρακτήρα.

=>Εξαίρεση στην κατοικία αποτελεί η ισοβιότητα. Ισοβιότητα στην Ελλάδα έχουν οι δικαστικοί λειτουργοί. Ισοβιότητα σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να σε παύσει από τη θέση σου, δεν είναι ισόβια, παρέχεται κατοικία και είναι ανώτερη από την νομιμότητα που ισχύει στο δημόσιο τομέα. Ένας δικαστής εκδιώχνεται σε περιπτώσεις που ο δικαστής αρνηθεί να εκδώσει ένταλμα, δεν είναι αμερόληπτος κι έχει προβλήματα υγείας.

ü Αρχή της αναγκαιότητας: μία υποχρεωτική κατοικία
ü Αρχή της αποκλειστικότητας: μία κατοικία να δηλώνεται ανεξάρτητα από την περιουσία, εκτός από την ιδιωτική κατοικία (π.χ. εργασία)


Ø Προσωπικότητα
1.    Το αστικό δίκαιο προστατεύεται ως οικονομικό αγαθό (π.χ. φήμη, αξιοπρέπεια, τιμή). Περιλαμβάνει τον ιδιωτικό και τον δημόσιο βίο, τα άυλα και τα υλικά αγαθά. Προστατεύεται και στα πλαίσια του ελληνικού Συντάγματος και της ελληνικής σύμβασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου.

2.    

-   να αρθεί η προσβολή                τρόποι

-         αποζημίωση                          αντιμετώπισης
-         να μην επαναληφθεί       προσβολής προσω-
                                                       πικότητας


                        3.Δικαίωμα στο όνομα: Είναι κομμάτι της προσωπικότητας και προστατεύεται με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην προσωπικότητα.

3)Δίκαιο
ü ΔΙΚΑΙΟ είναι το σύνολο των γενικών και αφηρημένων ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν υποχρεωτικά την κοινωνική συμβίωση.

Χαρακτηριστικά δικαίου


1.εξαναγκαστός χαρακτήρας: ρυθμίζει την εξωτερική συμπεριφορά των μελών μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, που είναι οργανωμένη σε κράτος. Δεν απευθύνεται στη συνείδηση ή τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου.



2. ετερονομία: έχει ετερόνομη προέλευση. Πηγάζει από οργανωμένη σε κράτος κοινωνία και όχι από τη συνείδηση ή τη βούληση του ατόμου.



3.υποχρεοτικότητα: είναι υποχρεωτικό, αφού το κράτος σε περίπτωση μη συμμόρφωσης έχει τα μέσα (ποινές, αναγκαστική εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων) να το επιβάλει.



4.κανονιστικός χαρακτήρας: έχει γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, αφού δε ρυθμίζει ατομικές περιπτώσεις, αλλά ευρύτερο και αφηρημένο αριθμό περιπτώσεων.







Διάκριση από άλλες έννοιες

1.    Ηθική (είναι ατομική-εσωτερική): έχει κανονιστικό χαρακτήρα, οι κανόνες είναι αυτόνομοι και δεν είναι εξαναγκαστοί
2.    Κοινωνική ηθική: είναι υποχρεωτικοί οι κανόνες, καθώς επίσης κανονιστικού και ετερόνομου χαρακτήρα, δεν είναι όμως εξαναγκαστοί, δεν αποτελούν από μόνοι τους κανόνες δικαίου, αλλά μόνο δευτερογενώς, χρησιμοποιώντας σθνήθως τον όρο ‘’χρηστά ήθη’’ (Α.Κ. 150, 178-179)
3.    Ήθη: έχουν κανονιστικό και ετερόνομο χαρακτήρα, δεν επιβάλλουν όμως υποχρεώσεις, αλλά είναι απλές οδηγίες και δεν είναι εξαναγκαστά, αποκτούν σημασία για το δίκαιο, μόνο έμμεσα, χρησιμοποιώντας τον όρο ‘’συναλλακτικά ήθη’’ (Α.Κ. 193, 200, 288, 906)
                           

Πηγές δικαίου
Είναι οι τύποι τους οποίους εκφράζει το δίκαιο, δηλαδή οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δημιουργεί δικαιικούς κανόνες.

Ø
Θετικό δίκαιο
·       νόμοι (γραπτό δίκαιο)                 
                                                           Α.Κ. 1
·       έθιμα (άγραφο δίκαιο)

ü Πρωτογενείς (νόμοι και έθιμα): προέρχονται από τα ελληνικά κρατικά όργανα ή το λαό και είναι άμεσες εσωτερικές πηγές
ü Δευτερογενείς είναι: έμμεσες πηγές, χρηστά και συναλλακτικά ήθη, οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας και οι σχετικές διαιτητικές αποφάσεις
ü Διεθνείς εξωτερικές πηγές: είναι οι κανόνες του διεθνούς δικαίου, μέρος των οποίων είναι πρωτογενείς και μέρος αυτών δευτερογενείς πηγές.



4) Νόμος
Νόμος καλείται ο γραπτός κανόνας δικαίου που τίθεται από την Πολιτεία, μέσω των διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της (Υπηρεσιών). Κατ’ άλλο ορισμό Νόμος καλείται η Πολιτειακή πράξη, δια της οποίας τίθεται, τροποποιείται ή καταργείται κανόνας δικαίου.

1.    Τυπικός νόμος: είναι αυτός που ψηφίζεται από τη Βουλή, ακόμη κι αν, σπάνια πάντως, δεν περιέχει κανόνες δικαίου (π.χ. αυτός που απονέμει την ελληνική ιθαγένεια σε αλλοδαπό ή ο προϋπολογισμός του κράτους). Κριτήριο εδώ είναι η μορφή με την οποία εκδηλώνεται.
ü είναι υποδεέστεροι, που κατά σειρά κατερχόμενης ιεραρχήσεως είναι οι τυπικοί νόμοι της Βουλής (π.χ. τα προεδρικά διατάγματα, οι πράξεις του υπουργικού συμβουλίου, οι αστυνομικές διατάξεις, οι υπουργικές αποφάσεις)

2.    Ουσιαστικός νόμος: χαρακτηρίζεται εκείνος ο κανόνας δικαίου, που προέρχεται είτε από τη Βουλή είτε από άλλο αρμόδιο πολιτειακό όργανο. Εδώ κριτήριο είναι το περιεχόμενο του νόμου.
·       είναι υπέρτεροι (αυξημένης τυπικής ισχύος) (π.χ. συνταγματικές διατάξεις και οι κανόνες δικαίου που έχουν ακυρωθεί με νόμο)
3.    Κοινός νόμος: είναι ο κάθε άλλος κανόνας πέρα από τους        συνταγματικούς κανόνες δικαίου, οι οποίοι είναι ουσιαστικοί νόμοι.
=>Κώδικες: ονομάζονται οι νόμοι με εκτενές περιεχόμενο και συστηματική διάρθρωση, που καλύπτουν με τη ρύθμισή τους συνολικά ένα ευρύ αντικείμενο. (π.χ. κώδικας πολιτικής δικονομίας, αστικός, ποινικός κλ.)
      
5) Έθιμο
Το Έθιμο αποτελεί κανόνα Δικαίου που τίθεται από τη «Κοινωνία» κατόπιν μακράς και ομοιόμορφης άσκησης, και με τη συνείδηση όμως ότι αυτό αποτελεί δίκαιο. Είναι ο λεγόμενος «άγραφος νόμος».
Κατά τα παραπάνω, στοιχεία του εθίμου είναι: η μακρά και ομοιόμορφη «άσκηση» (στοιχείο εξωτερικό) και η «κοινή πεποίθηση» ότι αποτελεί πατροπαράδοτο κανόνα δικαίου (στοιχείο εσωτερικό).
Τα έθιμα διακρίνονται σε:
1.   Καθολικά (που ισχύουν σε όλη τη χώρα) και σε Τοπικά (που ισχύουν σε μέρος της χώρας)
2.   Γενικά (που εφαρμόζονται επί πάντων των συναλλασσομένων) και σε Ειδικά (που εφαρμόζονται επί ορισμένης κατηγορίας αυτών) και
3.   Συμπληρωματικά ή αντίθετα Καταργητικά διατάξεων νόμου.
Η απόδειξη του εθίμου γίνεται δια παντός μέσου π.χ. με μάρτυρες. (Επί παραδείγματος, οι δικηγόροι προκειμένου να αντιτάξουν το αδίκημα των άσκοπων πυροβολισμών και παράνομης οπλοχρησίας αναζητούν από τους κατηγορούμενους να θυμηθούν, αν έχουν, ανήμερα του αδικήματος κάποια ανάμνηση ή επέτειο).

Χαρακτηριστικά στοιχεία
§  Το υλικό στοιχείο της αδιάκοπης επί μακρό χρόνο ασκήσεως ορισμένης πρακτικής.
§  Η ομοιομορφία αυτής της πρακτικής από το μέγιστο μέρος των κανόνων, δηλαδή δίχως αποκλείσεις.
§  Το βουλητικό στοιχείο ή ψυχολογικό, δηλαδή η συνείδηση πως αυτή η πρακτική στηρίζεται στην κοινή πεποίθηση υποχρεωτικότητάς της ή με άλλη διατύπωση στην πεποίθηση των κοινωνών ότι συμπεριφερόμενοι έτσι, εφαρμόζουν κανόνα δικαίου. Αν απουσιάζει αυτή η συνείδηση δικαίου, δεν υπάρχει έθιμο, αλλά απλή συνήθεια που κατατάσσεται στα ήθη.

=>Νομολογία: είναι ο τρόπος επιλύσεως των διάφορων ζητημάτων και το πόρισμα της ερμηνείας του Νόμου, που επιχειρείται από τα Δικαστήρια κατά την άσκηση της δικαιοδοτικής τους λειτουργίας.
=>Θεωρία: είναι η νομική επιστήμη με τα συγγράμματα, τις μελέτες, τα συνέδρια


5) Κανόνας Δικαίου
Ø Πρώτον (ουσιαστική ισχύς), ότι ο κανόνας δικαίου αξιώνει την προς αυτόν συμμόρφωση.
Ø Δεύτερον (τυπική ισχύς), ότι έχει ήδη τεθεί, δηλαδή έγινε η δημοσίευσή του στο Φ.Ε.Κ. (Φύλλο Εφημερίδας Κυβερνήσεως) από το Εθνικό Τυπογραφείο.


Μέθοδοι ερμηνείας
S.O.S
1.    Γραμματική και λογική ερμηνεία είναι ασαφής ή ελλιπής, ώστε να αφήνει αμφιβολίες και δεν πρόκειται για απλή ασάφεια, αλλά για διάσταση μεταξύ γράμματος και πνεύματος του Νόμου, τότε καταφεύγουμε σε διασταλτική, συσταλτική ή καταργητική. Η λογική ακολουθεί διάφορες μεθόδους, καταφεύγοντας επιβοηθητικά και σε κάποια ερμηνευτικά επιχειρήματα.

2.    Ιστορική ερμηνεία: Γίνεται αναδρομή στις προπαρασκευαστικές εργασίες του Νόμου. Αλλά το νόημα του κανόνα δικαίου βαίνει πέραν και της βουλήσεως του νομοθέτη είτε γιατί ο νόμος είναι παρωχημένος είτε γιατί οι ανάγκες που εμφανίζονται στην πράξη δεν μπορούν να προβλεφτούν σε όλη τους την ποικιλία και έκταση. Ούτε αυτή η μέθοδος είναι αρκετή για την ανεύρεση του νοήματος του ερμηνευμένου κανόνα δικαίου.

3.    Συστηματική ερμηνεία: Συνήθως ο κανόνας δικαίου δεν είναι μία απομονωμένη διάταξη νόμου, αλλά εντάσσεται σε ένα σύστημα ή υποσύστημα, δηλαδή σε κάποιο σύνολο διαπλεκόμενων μεταξύ τους νομοθετικών διατάξεων με εσωτερική συνοχή. Το νόημά του δηλαδή καλύπτεται και από τη θέση του στο σύστημα ή στο υποσύστημα με άλλους κανόνες που το απαρτίζουν. (π.χ. ο αστικός κώδικας αποτελεί ένα σύστημα με εσωτερική συνοχή, στο οποίο περιλαμβάνονται πέντε υποσυστήματα: γενικές αρχές, ενοχικό, εμπράγματο, οικογενειακό και κληρονομικό δίκαιο)

4.    Συγκριτική ερμηνεία: ξένες ρυθμίσεις που επηρέασαν τη δική μας κατά τη θέσπισή της ή που παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα, έχουν γίνει ασφαλώς αντικείμενο ερμηνείας στην αλλοδαπή έννομη τάξη. Τα ερμηνευτικά πορίσματα μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο μίας συγκριτικής ερμηνείας για να φωτίσουν και το νόημα της εσωτερικής ρυθμίσεως.

5.    Τελολογική ερμηνεία: Είναι η βασικότερη ερμηνευτική μέθοδος, διότι για την ανεύρεση του αληθούς νοήματος του νόμου προσανατολίζεται στον επιδιωκόμενο σκοπό και γι’ αυτό ονομάζεται τελολογική. Η επίγνωση ότι η έννομη τάξη συνιστά έκφραση της νομοθετικής απόπειρας εξισορροπήσεως συγκρουόμενων συμφερόντων, είναι σημαντική και για την ερμηνεία του κανόνα δικαίου. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή την ερμηνεία, για την ανεύρεση του σκοπού του νόμου, πρέπει να γίνεται και από τον εφαρμοστή του δικαίου στάθμιση των αλληλοσυγκρουόμενων συμφερόντων, με μέτρο την αρχή της αναλογικότητας (ικανοποίηση του παρέχοντος συμφέροντος με το λιγότερο δυνατό κόστος για το άλλο).


6.    Διασταλτική, Συσταλτική και Καταργητική του Νόμου ερμηνεία: Στη λογική ερμηνεία διαπιστώνεται ασάφεια του κανόνα δικαίου και διάσταση μεταξύ γράμματος και πνεύματος και τότε οδηγούμαστε είτε σε διεύρυνση του νοήματος, πέρα από τα όρια του γράμματος (διασταλτική ερμηνεία) είτε σε περιορισμό του, όταν η διατύπωση είναι ευρύτερη εκείνης που επιβαλλόταν από το σκοπό που επιδιώκεται (συσταλτική). Μερικές φορές, η ερμηνεία μπορεί να φτάσει σε λύση αντίθετη προς το γράμμα του νόμου, όταν αυτό αντιστρατεύεται πλήρως το πνεύμα του (καταργητική ή contra legem ερμηνεία).
Νομικός Θετικισμός
S.O.S
Για τη νομική επιστήμη, ο θετικισμός αποτελεί αντίδραση, κυρίως στο φυσικό δίκαιο. Ο επιστήμονας των αρχών του 19ου αιώνα θέλει να ελευθερωθεί από μεταφυσικές αναζητήσεις, να αποκλείσει από την επιστημονική έρευνα προβλήματα, που δεν επιδέχονται πειστικές αναζητήσεις, όπως είναι η αναζήτηση των αξιών ή της ουσίας της ύπαρξης και να στηριχτεί, έτσι και να περιοριστεί, σε πραγματικά περιστατικά, που για το νομικό είναι το κείμενο των νόμων. Ο νομικός θετικισμός υποστηρίζει την ύπαρξη ενός μόνο δικαίου, του ισχύοντος (θετικού δικαίου).


Δικαιοπρακτική Ικανότητα
S.O.S
Είναι η ικανότητα να αποδεσμεύεται κανείς με έγκυρη δήλωση δικαιοπρακτικής βουλήσεως.
1.     Πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα αναγνωρίζει ο νόμος όταν: α) είναι ενήλικος (18 χρονών και άνω)
          β) δεν έχει δικαστική εκκρεμότητα
           γ) κατά τη στιγμή δηλώσεως της βουλήσεώς του, δεν βρίσκεται σε ψυχική ή διανοητική διαταραχή και έχει συνείδηση των πράξεών του

2.     Περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα μόνο όταν το καθαρίζει ο νόμος, έχουν δικαίωμα όσοι βρίσκονται σε καθεστώς επικουρικής ή μερικής στερητικής συμπαραστάσεως και οι ανήλικοι που συμπλήρωσαν το 10ο έτος της ηλικίας τους ή εκείνοι που συμπλήρωσαν το 14ο ή το 15ο ή τέλεσαν γάμο.

3.     Ανίκανοι για τη σύναψη δικαιοπραξίας έχουν:
                α) ανήλικοι κάτω των 10 ετών
                β) όσοι βρίσκονται σε καθεστώς πλήρους στερητικής δικαστικής συμπαράστασης
                γ) αυτοί που επιχειρούν τη δικαιοπραξία, δεν έχουν συνείδηση των πράξεων και βρίσκονται σε ψυχική διανοητική διαταραχή
                δ) οι ανίκανοι συνάπτουν δικαιοπραξίες διά των νόμιμων αντιπροσώπων

4.    Δια των νόμιμων εκπροσώπων δρουν τα νομικά πρόσωπα, τα οποία δεν στερούνται δικαιοπρακτικής ικανότητας, αλλά δικαιοπρακτούν δεσμευτικά με τα όργανα διοικήσεώς τους, εφόσον αυτά ενεργούν μέσα στα όρια της εξουσίας τους. 
                                       ΟΡΙΣΜΟΙ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ø  ΔΙΚΑΙΟ: είναι το σύνολο των κανόνων οι οποίοι ρυθμίζουν υποχρεωτικά την οργάνωση μιας κοινωνίας σε κράτος ,την λειτουργία της κοινωνίας αυτής ,και την κοινωνική συμβίωση των μελών της

Ø  θετικό (ή ισχύον ) δίκαιο =το σύνολο των κανόνων που ισχύουν σε συγκεκριμένη κοινωνία και σε συγκεκριμένο χρόνο και προέρχεται από τα αρμοδία νομοθετικά όργανα κάθε πολιτείας

Ø  Αναγκαστικό δίκαιο =είναι το σύνολο κανόνων υποχρεωτικής εφαρμογής (δημόσιας τάξης) οι οποίοι ισχύουν ανεξάρτητα από την θέληση των ιδιωτών(π χ για έγκυρη μεταβίβαση κυριότητας ακινήτου πρέπει να συνταχθεί συμβολαιογραφικό έγγραφο και αυτό να μεταγραφεί στο υποθηκοφυλακείο, αν δεν ακολουθηθεί αυτή η σειρά και αυτός ο τρόπος τότε δεν γίνεται έγκυρη μεταβίβαση ακινήτου)

Ø  Ενδοτικό δίκαιο= είναι κανόνες που η πρωτοβουλία αφήνεται στους ιδιώτες  και σε περίπτωση που αυτοί δεν  προβλέψουν ή δεν συμφωνήσουν τότε εφαρμόζονται οι κανόνες ενδοτικού δικαίου (πχ συμφωνία εκμισθωτή και μισθωτή για την πληρωμή ενοικίου στο τέλος μήνα)

Ø  Ηθική= σύνολο αντιλήψεων για το τι είναι καλό

Ø  Εθιμοτυπία= χαρακτηρίζονται οι κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς (χαιρετισμός)  που κυριαρχούν σε μια κοινωνία

Ø  Ήθη:= αποτελούνται από  κανόνες κοινωνικής ευπρέπειας και εθιμοτυπίας μιας κοινωνίας και επιφέρουν έννομες συνέπειες μόνο όπου αυτό αναφέρεται ρητά στο δίκαιο 

Ø  Χρηστά Ήθη= αντιλήψεις περί ηθικής που επικρατούν σε συγκεκριμένη κοινωνία
Ø  Δεν αποτελούν κανόνες δικαίου παρά μόνο αν καθιερώνονται από συγκεκριμένες διατάξεις δικαίου  οι οποίες καλούνται χρηστά ήθη   

Ø  Συναλλακτικά ήθη= θεωρούνται οι καθιερωμένοι τρόποι ενέργειας και συμπεριφοράς στις συναλλαγές και χρησιμεύουν για να συμπληρώσουν ή να ερμηνεύσουν τις συμβάσεις (πχ απαιτούμενη επιμέλεια στη συσκευασία και μεταφορά εύθραυστων υλικών

Ø  Εσωτερικό Δίκαιο= Είναι αυτό που ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις που δημιουργούνται και εκτυλίσσονται στο εσωτερικό ενός κράτους

Ø  Διεθνές Δίκαιο = Είναι αυτό που ρυθμίζει τις σχέσεις μεταξύ των διαφορετικών κρατών και τις βιοτικές σχέσεις ανθρώπων που συνδέονται με κάποιο τρόπο με το άλλο κράτος (πχ επαγγελματική δραστηριότητα αλλοδαπού στην Ελλάδα)
Ø  Δημόσιο Δίκαιο = είναι το σύνολο των κανόνων στους οποίους  μετέχει  το κράτος ή νπδδ ως φορέας δημόσιας εξουσίας  -αναφέρεται στον κρατικό χώρο - και το

Ø  Ιδιωτικό Δίκαιο = είναι το σύνολο των κανόνων που παρέχουν δικαιώματα ή δημιουργούν υποχρεώσεις  των οποίων φορέας μπορεί να είναι ο καθένας μας ιδιώτης.

Ø  Συνταγματικό Δίκαιο= εξετάζει τον θεμελιώδη νόμο της πολιτείας δηλ το Σύνταγμα –ορίζεται το σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν την μορφή και τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύματος ενός Κράτους , την διάκριση των λειτουργιών ,τα βασικά όργανα της πολιτείας ,την σχέση εξουσίας-κοινωνίας , την θέση ατόμου μέσα στο πολιτειακό σύνολο, τα όρια κρατικής εξουσίας και τα δικαιώματα των ανθρώπων.

Ø  Διοικητικό Δίκαιο = ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης

Ø  Δημοσιονομικό Δίκαιο= συγκροτείται από κανόνες που αναφέρονται στην είσπραξη, διαχείριση και διανομή των πόρων του κράτους.

Ø  Ποινικό Δίκαιο= καθορίζει τις αξιόποινες πράξεις και τις ποινικές κυρώσεις που αυτές επισύρουν- Δικονομικό Δίκαιο= (Αστικό -Ποινικό-Διοικητικό) είναι το σύνολο κανόνων που ρυθμίζουν τον τρόπο οργάνωσης και απονομής δικαιοσύνης δηλ ρυθμίζουν την οργάνωση , την δικαιοδοσία, την αρμοδιότητα και την λειτουργία δικαστηρίων.

Ø  Πολιτική Δικονομία (Αστικό ) =υπάγεται η διαδικασία επίλυσης διαφορών των ιδιωτών

Ø  Ποινική Δικονομία (Ποινικό) = ρυθμίζει την προετοιμασία και διεξαγωγή της ποινικής δίκης 

Ø  Διοικητική Δικονομία (Διοικητικό) = είναι η διαδικασία του δικαστικού έλεγχου της δραστηριότητας της δημόσιας διοίκησης καθώς και των διαφορών που αναδύονται από την δράση της τόσο τους κόλπους της όσο και για τις διαφορές που δημιουργούνται ανάμεσα στη δημόσιας διοίκησης  με ιδιώτες

Ø  Εκκλησιαστικό Δίκαιο= σύνολο κανόνων που ρυθμίζει την οργάνωση και λειτουργία της εκκλησίας και την σχέση της με την πολιτεία και τους πολίτες

Ø  Συλλογικό Εργατικό Δίκαιορυθμίζει τις σχέσεις των εργοδοτών με εργαζόμενους δηλ τους κανονισμούς εργασίας

Ø  Αστικό Δίκαιο =είναι το κυριότερο τμήμα Ιδιωτικού δικαίου- =ρυθμίζει το σύνολο σχεδόν της δράσης των ιδιωτών ,συμπεριλαμβανόμενων σε αυτούς και του κράτους και νπδδ όταν ενεργούν ως ιδιώτες

Ø  Γενικές αρχές= σημαντικότατο μέρος Ιδιωτικού Δικαίου όπου τίθενται οι γενικοί κανόνες που ισχύουν για όλες τις ιδιωτικές έννομες σχέσεις

Ø  Ενοχικό Δίκαιο= κανόνες που ρυθμίζουν ¨ ενοχικές σχέσεις ¨ (νομικός δεσμός 2 ατόμων κατά τον οποίο ο ένας υποχρεούται και ο άλλος δικαιούται σε παροχή 

Ø  Εμπράγματο Δίκαιο= κανόνες που ρυθμίζουν τις σχέσεις των ανθρώπων προς τα πράγματα (πχ κυριότητα ακινήτου)

Ø  Οικογενειακό Δίκαιο= ρυθμίζει τις οικογενειακές ή οιονεί (κατά κάποιο τρόπο, σαν ) οικογενειακές σχέσεις των προσώπων(πχ γάμος μνηστεία ,διαζύγιο, διατροφή τέκνων)

Ø  Κληρονομικό Δίκαιο= ρυθμίζει τις σχέσεις ενός προσώπου μετά τον θάνατο του  (πχ είδη διαθηκών)

Ø  Εμπορικό Δίκαιο = ειδικός κλάδος που ρυθμίζει ορισμένες κατηγορίες προσώπων και αγαθών =ρυθμίζει σχέσεις εμπορικής φύσης δηλ σχέσεις εμπόρων κατά την άσκηση εμπορίας τους και τις εμπορικές πράξεις

Ø  Δίκαιο Πνευματικής  Ιδιοκτησίας = ρυθμίζει τα δικαιώματα των δημιουργών ως προς τα πνευματικά τους έργα (πχ δικαιώματα συγγραφέων)

Ø  Ατομικό Εργατικό Δίκαιο = ειδικός κλάδος που ρυθμίζει ορισμένες κατηγορίες προσώπων και αγαθών =ρυθμίζει τις σχέσεις εξαρτημένης εργασίας  δηλ τους κανόνες που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, και συγκεκριμένα την ατομική σχέση εργασίας αυτή καθ αυτή

Ø  Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο (ΔΔΔ) = ρυθμίζει τις σχέσεις των κρατών μεταξύ τους

Ø  ΙΙ.  Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο (ΙΔΔ) = ρυθμίζει ποιο εσωτερικό δίκαιο θα ισχύσει για μια έννομη σχέση μεταξύ ιδιωτών , η οποία συνδέεται με περισσότερα από 1 κράτη (πχ διατροφή παιδιών γάλλου υπηκόου που έχει παντρευτεί ελληνίδα υπήκοο)

Ø  Πρωτογενείς ή Άμεσες  Πηγές του Θετικού  Δικαίου= είναι αυτές που αποτελούν γενεσιουργούς λόγους ισχύος των κανόνων δικαίου
Ø  Δευτερογενεις ή Έμμεσες Πήγες του Δικαίου δεν έχουν τον χαρακτήρα πρωτογενών, παρά μόνο στην έκταση που παραπέμπουν σε αυτές οι πρωτογενείς πήγες

Ø  Σύνταγμα= είναι ο θεμελιώδης νόμος του κράτους- οι συνταγματικοί κανόνες είναι ισοδύναμοι αλλά τους ιεραρχούμε σύμφωνα με τον θεμελιώδη ή μη χαρακτήρα τους

Ø  Ψηφίσματα = προέρχονται από συνελεύσεις ή βουλές που έχουν αρμοδιότητα να καταρτίσουν νέο σύνταγμα ή να αναθεωρήσουν το ισχύον

Ø  Συντακτικές Πράξεις= εκδίδονται από εκτελεστική (διοικητική) λειτουργία σε εξαιρετικές περιπτώσεις μετά από παύση ανώμαλων περιόδων όταν ακόμα δεν υφίσταται αντιπροσωπεία λαού    

Ø  Γενικά Παραδεγμένοι Κανόνες Του Διεθνούς Δικαίου Και Κανόνες Θεσπισθέντες Δια Διεθνών Συμβάσεων οι οποίες κυρώθηκαν με νόμο (γενικά παραδεγμένοι κανόνες διεθνούς δικαίου και διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωση τους με νόμο αποτελούν αναπόσπαστο μέλος εσωτερικού ελληνικού δικαίου και υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου)

Ø  Κανόνες Νομοθετικών Πράξεων= που κατά το σύνταγμα έχουν αυξημένη τυπική ισχύ (νόμοι εφάπαξ εκδιδόμενοι

Ø  Νόμος (Με Στενή Έννοια)= είναι πράξη της νομοθετικής λειτουργίας και καταρτίζεται σύμφωνα με το σύνταγμα.

Ø  Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου = είναι ισοδύναμες με τους νόμους- σύμφωνα με άρθρο 44 ΣΥΝΤ (σε έκτακτες περιπτώσεις εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης ο πρόεδρος της δημοκρατίας μετά από πρόταση υπουργικού συμβουλίου μπορεί να εκδίδει Πράξεις νομοθετικού περιεχομένου.

Ø  Ουσιαστικός Νόμος =είναι η πράξη της πολιτείας με την οποία τίθεται κανόνας δικαίου άσχετα με τον τύπο και το νομοθετικό όργανο

Ø  Τυπικός Νόμος= είναι αυτός που εκδόθηκε και δημοσιεύτηκε κατά την διαδικασία που προβλέπει το σύνταγμα για την άσκηση της νομοθετικής εξουσίας,ανεξάρτητα αν αυτό περιλαμβάνει κανόνα δικαίου.- Συνήθως ο τυπικός νόμος είναι και ουσιαστικός


Ø  Διατάγματα (Εκτελεστικά – Κανονιστικά- Οργανωτικά)=ο νομοθέτης θέτει μόνο τους βασικότερους κανόνες , ενώ για τους υπόλοιπους εξουσιοδοτεί άλλα υποδεέστερα πολιτειακά όργανα, κατά κανόνα φορείς της εκτελεστικής εξουσίας

Ø  Εκτελεστικά =είναι αναγκαία για την εκτέλεση των νόμων , τους οποίους συμπληρώνουν στις λεπτομέρειες τους.
Ø  Κανονιστικά = τα οποία εκδίδονται μετά από ειδική εξουσιοδότηση και μέσα στα όρια της. Ο νόμος που ψηφίζεται από την ολομέλεια της βουλής θέτει γενικές νομοθετικές κατευθύνσεις και καθορίζει τα χρονικά όρια για την χρήση της σχετικής εξουσιοδότησης (νόμος-πλαίσιο)
Ø  Οργανωτικά= ρυθμίζουν την εσωτερική διάρθρωση και λειτουργία των υπηρεσιών του κράτους και των δημοσίων οργανισμών

Ø  Εφημερίδα Της Κυβερνήσεως = επίσημο όργανο της πολιτείας όπου δημοσιεύονται οι περισσότερες πράξεις της πολιτείας.

Ø  Το έθιμο είναι άγραφος κανόνας δικαίου που δημιουργείται με την μακρά , ομοιόμορφοι και αδιάκοπη άσκηση ορισμένης συμπεριφοράς από τα μέλη μιας κοινωνίας , με την πεποίθηση ότι τηρώντας αυτή την συμπεριφορά εφαρμόζουν κανόνα δικαίου.

Ø  Νομολογία είναι οι αποφάσεις των δικαστηρίων που συγκεκριμενοποιούν, ερμηνεύουν, διαπλάθουν το δίκαιο σε κάθε συγκεκριμένη δικαζόμενη υπόθεση .

Ø  Το Σύνταγμα= είναι ένας κώδικας βασικών κανόνων δομής και λειτουργίας της πολιτείας. Οι κανόνες αυτοί διαφέρουν μεταξύ τους είτε μόνο ιεραρχικά είτε μόνο κατά περιεχόμενο , είτε και στα δυο.

Ø  Σύνταγμα υπό ουσιαστική έννοια:=είναι το σύνολο των νομικών κανόνων :που καθορίζουν την μορφή του πολιτεύματος ενός Κράτους, τις βασικές γραμμές οργάνωσης του καθώς και την θέση και τα όρια της κρατικής εξουσίας απέναντι στα άτομα που υπόκεινται σε αυτή.

Ø  Σύνταγμα υπό τυπική έννοια:=είναι ο γραπτός θεμελιώδης νόμος του Κράτους , που έχει συνήθως αυξημένη τυπική ισχύ

Ø  Κράτος = είναι η διαρκής σε νομικό πρόσωπο οργάνωση λαού ,μόνιμα εγκατεστημένου σε ορισμένη χώρα,, που ασκεί αυτοδύναμη εξουσία

Ø  Τα Όργανα του Κράτους  = είναι τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν, σύμφωνα με το ισχύον Δίκαιο, την κρατική εξουσία,

Ø  όργανα του κράτους =δέσμη αρμοδιοτήτων που προβλέπονται και πρέπει να ασκούνται από τον εκάστοτε φορέα του οργάνου

Ø  Φορέας του οργανου=το φυσικό πρόσωπο που κατά το δίκαιο ασκεί την κρατική εξουσία δηλ τις συγκεκριμένες αρμοδιότητες, είναι όχι το όργανο αυτό καθαυτό αλλά ο Φορέας οργάνου.

Ø  Πολίτευμα = έχει κάθε κράτος δηλ ένα σύστημα , κατά το οποίο σύμφωνα με το δίκαιο, σχηματίζεται, οργανώνεται και ασκείται η βούληση που συνιστά την κρατική εξουσία και καθορίζονται η θέση της και τα όρια της απέναντι στα άτομα που υπόκεινται σε αυτήν.

Ø  Μορφή πολιτεύματος = αποτελεί το σύστημα με το οποίο σχηματίζεται η κρατική εξουσία

Ø  Οργανωτικές βάσεις πολιτεύματος =  το σύστημα με το οποίο η εξουσία αυτή οργανώνεται και ασκείται, αλλά και καθορίζονται ,η θέση της και τα όρια της απέναντι στα άτομα

Ø  ως λαός νοείται το συγκεκριμένο μόρφωμα με τα κοινωνικά ,οικονομικά, ιδεολογικά και πολιτικά προσδιορισμένες συγκρούσεις του

Ø  ως λαός υπό την ευρεία έννοια: είναι το σύνολο Ελλήνων Πολιτών και

Ø  ως λαός υπό στενή έννοια:είναι το Εκλογικό Σώμα ως όργανο της πολιτείας

Ø  λαϊκή κυριαρχία νοείται η αρχή της πλειοψηφίας , σε μια διαλεκτική , όμως σχέση με την προστασία της μειοψηφίας (η διαλεκτική σχέση διασφαλίζεται με τη δυνατότητα ίσων ευκαιριών θεσμικής συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι)

Ø  Το αντιπροσωπευτικό σύστημα  = αναφέρεται στον τρόπο ανάδειξης ή συγκρότησης των οργάνων που ασκούν κρατική εξουσία, κυρίως των νομοθετικών.

Ø  Η διάκριση των εξουσιών = αναφέρεται στην κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των κρατικών οργάνων και στη ρύθμιση των σχέσεων τους κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας.

Ø  Η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων = καθορίζει την σχέση κρατικής εξουσίας απέναντι ατά άτομα που υπόκεινται σε αυτήν

Ø  Το κοινοβουλευτικο σύστημα μας =είναι η καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης δηλ οι κυβερνήσεις θα αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία της Βουλής και αποκλείεται ο σχηματισμός από την μειοψηφία.

Ø  Ατομικές ελευθερίες ονομάζουμε την δυνατότητα ¨αυτοκαθορισμου¨ που απονέμεται από την έννομη τάξη και τείνει στο να αποκλείσει ή να περιορίσει επεμβάσεις του κράτους σε συγκεκριμένο χώρο ύπαρξης και δράσης των κυβερνώμενων.

Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών
Δύναμη Ανατροπής
Δύναμη Εμπιστοσύνης


                                           Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Τμήμα Πολιτικών Επιστημών


                  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ
 ‘’ Πολιτική επιστήμη Ι ‘’
(A΄Εξ.)
pasp-polsci-komotinis.blogspot.gr

**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι
Εισαγωγική Διάλεξη: Η Επιστημονική Μελέτη της Πολιτικής
Ο Μπάρουχ Σπινόζα (Baruch Spinoza) είχε πει ότι «αναφορικά με τις ανθρώπινες σχέσεις, μη γελάς, μην κλαίς, αλλά προσπάθησε να καταλάβεις». Αυτό ουσιαστικά είναι που κάθε γνωστικός κλάδος επιδιώκει. Το ότι αυτή όμως η προσπάθεια κατανόησης της πολιτικής ονομάζεται πολιτική επιστήμη και όχι πχ. «πολιτικές σπουδές» εγείρει κάποιες αξιώσεις, και συγκεκριμένα αξιώσεις «επιστημονικότητας». Μια ανάλυση πάνω σε αυτήν την θεμελιακή αξίωση είναι απαραίτητη ως εισαγωγή στο μάθημα της πολιτικής επιστήμης.

Τι είναι η επιστήμη; Στην πραγματικότητα, ανάλογα με την εποχή η ακριβής απάντηση θα ήταν διαφορετική. Το τι θεωρούσαν επιστημονικό λόγο οι αρχαίοι Έλληνες με το τι θεωρούμε εμείς δεν είναι ταυτόσημα. Όμως, σε κάθε εκφορά της η επιστήμη έχει να κάνει αρχικά με την συσσώρευση γνώσης. Όχι όμως οποιασδήποτε τετριμμένης γνώσης, αλλά μιας ορθής γνώσης. «Ευτυχής όποιος γνωρίζει την πραγματική αιτία των πραγμάτων», δήλωνε ο Βιργίλιος (νομίζω). Και η επιστήμη ανά την ανάδυση της αυτοορίζεται ως ο τρόπος, ο δρόμος, που θα αποκαλύψει αυτήν την πραγματική αιτία των πραγμάτων. Το οποίο δεν σημαίνει τίποτα λιγότερο από το ότι η επιστήμη στην γενικότερη της εκφορά είναι ένα σώμα γνώσης που επιδιώκει την αλήθεια, ένας δηλαδή αληθής λόγος πέρι της δομής του πραγματικού. Ως εκ τούτου, σε κάθε εποχή η επιστήμη αντιπαραβάλλεται με ένα λόγο που θεωρείται ψευδής. Στην αρχαιότητα αυτός ο λόγος είναι ο μύθος, αργότερα θα γίνει η θρησκεία ή η μαγεία, ενώ στον μαρξισμό η επιστήμη θα αντιπαρατεθεί αφενός με την ουτοπία (επιστημονικός ҂ ουτοπικός σοσιαλισμός) και αφετέρου με την ιδεολογία, όπως παραδείγματος χάρη στο έργο του Λουί Αλτουσέρ (Loui Althuser). Δεν πρέπει φυσικά να εκλάβουμε αυτούς τους διαχωρισμούς ως απόλυτους. Παραδείγματος χάρη, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πολλοί από τους επιστήμονες που θεωρούνται ήρωες στην ιστορία της επιστήμης, όπως ο Κέπλερ ή ο Καντόρ, ήταν θρησκευόμενοι, έως και αποκρυφιστές, ενώ και ο Νεύτωνας είχε ασχοληθεί εκτενώς με την αλχημεία. Σε κάθε περίπτωση όμως, το σημαίνον είναι πως η επιστήμη ως έννοια ενέχει εντός της την αξίωση της αλήθειας. Στο βαθμό που η αλήθεια θεωρείται αδύνατη ή όπως έχει ειπωθεί το «μεγαλύτερο μας ψέμα», τότε και η επιστήμη παύει να έχει πραγματικό αντικείμενο και να υφίσταται ως διακριτή μορφή του γιγνώσκειν.

Έπεται λοιπόν πως ο τίτλος Πολιτική Επιστήμη εγείρει απαραίτητα αξίωση αλήθειας: ότι δηλαδή είναι ένας αληθής λόγος περί του πολιτικού. Το προφανές ερώτημα εδώ είναι κατά πόσον αυτή η αξίωση είναι βάσιμη. Μπορεί να υπάρξει πολιτική επιστήμη ή πρόκειται για ένα απραγματοποίητο ιδεώδες ή για έναν ευφημισμό; Δύο προβλήματα άπτονται της ερώτησης. Το πρώτο προφανώς έχει να κάνει με το αντικείμενο μελέτης, δηλαδή την πολιτική. Το δεύτερο είναι η ίδια η επιστήμη στην γενική της εκφορά ως αληθής λόγος. Συνήθως στον στοχασμό περί της αξίωσης επιστημονικότητας της πολιτικής μελέτης, το βάρος δίνεται στο κατά πόσο η πολιτική επιστήμη είναι όντως επιστημονική. Δηλαδή, το πρόβλημα διαγιγνώσκεται καθαρά στον επιθετικό προσδιορισμό, στην πολιτική. Η έννοια της επιστήμης τείνει να μην εγείρει ιδιαίτερα προβλήματα. Είναι όμως η αξίωση της επιστήμης για αλήθεια τόσο δεδομένη και αυταπόδεικτη; Μια ολοκληρωμένη εισαγωγή στην πολιτική επιστήμη πρέπει να λάβει υπόψη της και αυτό το ζήτημα, το οποίο άπτεται εξελίξεων στην φιλοσοφία και κοινωνιολογία της επιστήμης γενικά. Θα ξεκινήσουμε με το πρώτο ζήτημα, έχοντας ως αφετηρία τον Τζιοβάννι Σαρτόρι (Giovanni Sartori). Ο Σαρτόρι ήταν ένας από τους πιο επιφανείς πολιτικούς επιστήμονες που προσπάθησε με ζήλο να θεμελιώσει το αξίωμα της πολιτικής μελέτης να ορίζεται ως μια μορφή επιστήμης,   

Στο δοκίμιο του για την πολιτική επιστήμη ο Σαρτόρι τονίζει πως το ότι υπάρχει επιστήμη της πολιτικής, δηλαδή ένας γνωστικός κλάδος που ονομάζεται Πολιτική Επιστήμη, υπονοεί και προϋποθέτει δυο πράγματα:

(α) το ότι υπάρχει ένα αυτόνομο πεδίο της ανθρώπινης πραγματικότητας που ονομάζεται πολιτική, ότι δηλαδή η πολιτική δεν μπορεί να αναχθεί ως ένα επιφαινόμενο κάποιας άλλης διάστασης του πραγματικού (πχ. οικονομία ή ψυχολογία), αλλά ότι υφίσταται ως διακριτός, αν και όχι απαραίτητα ανεξάρτητος, τομέας της ανθρώπινης δράσης και σκέψης.
(β) το ότι η πολιτική μπορεί να εξεταστεί αυτόνομα,

Αυτό σημαίνει ότι η μελέτη και η κατανόηση κάποιου δεδομένου ή φαινόμενου της πολιτικής πραγματικότητας, πχ. ενός θεσμού ή μιας συλλογικής δραστηριότητας, χρειάζεται κάποια εξειδικευμένα εργαλεία. Αυτά ουσιωδώς είναι τα ακόλουθα:

(α) οι έννοιες, δηλαδή γενικοί όροι των οποίων η πρωταρχική λειτουργία είναι η περιγραφή ενός ή περισσοτέρων φαινομένων: κράτος, δημοκρατία, πλουραλισμός, ελιτισμός κλπ.
(β) θεωρίες, δηλαδή ένα συνεκτικό σύνολο προτάσεων, που αποτελείται συνήθως από αξιώματα, επιχειρήματα, συμπεράσματα και γενικεύσεις, οι οποίες έχουν σκοπό την ορθή κατανόηση ενός φαινομένου.
(γ) μοντέλα, δηλαδή αναλυτικές τυποποιήσεις των οποίων σκοπός είναι η συνεκτική οργάνωση και κατανόηση ενός πλήθους δεδομένων. Π.χ. μοντέλα δημοκρατίας που ταξινομούν τις διάφορες μορφές που ο γενικός όρος δημοκρατία μπορεί να εκλάβει.

Στην επόμενη διάλεξη θα ασχοληθούμε εκτενέστερα με τα βασικά εργαλεία της πολιτικής επιστήμης. Το ζητούμενο για την ώρα είναι ότι όλα αυτά τα εργαλεία αν και αναγκαία δεν προσιδιάζουν στην επιστημονική μέθοδο. Φερειπείν η πολιτική φιλοσοφία τα χρησιμοποιεί εξίσου, ενώ η πολιτική θεωρία όχι μόνο κατασκευάζει και κάνει χρήση εννοιών, αλλά στέκει και ως αυτοτελής κλάδος. Για τον Σαρτόρι η διάκριση φιλοσοφίας και επιστήμης είναι κεφαλαιώδης για την ανάπτυξη ενός επιστημονικού κλάδου. Ιστορικά αυτό έχει βάση. Ας θυμηθούμε ότι στις αρχές της λεγόμενης επιστημονικής επανάστασης, που έθεσε τις βάσεις των σύγχρονων θετικών επιστημών, η φυσική λεγόταν ακόμα φυσική φιλοσοφία. Τι χρειάζεται λοιπόν μια μελέτη του πολιτικού για να οριστεί επιστημονική; Ο Σαρτόρι ορίζει ως συστατικά στοιχεία του επιστημονικού λόγου και της επιστημονικής μεθόδου τα ακόλουθα, τα οποία τονίζει πως δεν χρειάζεται να απαντώνται όλα, αλλά σίγουρα περισσότερα του ενός:

(α) εμπειρική επαλήθευση: δηλαδή ότι ένα συμπέρασμα πρέπει να στηρίζεται στην παρατήρηση. Αυτό είναι που κάνει το πείραμα κεφαλαιώδες σε πολλές επιστήμες, και τις πειραματικές επιστήμες να θεωρούνται ότι υλοποιούν καλύτερα το ιδανικό της σύγχρονης επιστήμης για εμπεριστατωμένη γνώση.
 (β) περιγραφική επεξήγηση: δηλαδή ότι η εξήγηση ενός φαινομένου γίνεται μέσω προτάσεων που αναφέρονται σε παρατηρήσιμες διαδικασίες.
(γ) αξιολογική ουδετερότητα
(δ) κατάτμηση και σωρευτικότητα: η έρευνα πρέπει να μπορεί να κατανέμει και να ταξινομεί τα αντικείμενα που μελετά όπως και πρέπει να μπορεί να αποτελεί μέρος άλλων ερευνών τα οποία μπορούν να προσφέρουν συνολικότερη γνώση του αντικειμένου ή πεδίου υπό εξέταση.
(ε) εστίαση σε υπαρκτές οντότητες
(στ) επιχειρησιακότητα και εφαρμοσιμότητα: δηλαδή να μπορεί να μεταφράζεται σε συγκεκριμένη και επικυρώσιμη πρακτική δραστηριότητα, π.χ. την κατασκευή ενός μηχανισμού ή μιας δημόσιας πολιτικής.  

Έτσι, σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, μια επιστημονική πολιτική μελέτη δεν είναι αυτή που καταπιάνεται με το «καλό κράτος» αλλά μια μελέτη που παίρνει ως αντικείμενο ανάλυσης ένα υπαρκτό κράτος, π.χ. το ελληνικό, και η οποία θα πραγματοποιήσει μια εμπειρικά επαληθεύσιμη ανάλυση των δομών του και της οποίας τα πορίσματα θα μπορούν να αξιοποιηθούν σε πρακτικές πολιτικές, πχ, εκσυγχρονισμού του κράτους-πρόνοιας.
Μια παρόμοια αναπαράσταση του τι στοιχειοθετεί μια επιστημονική πολιτική ανάλυση δίνεται και στο έργο του Μάικλ Ροσκιν και συνεργατών (Michael Roskin et al), Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, το οποίο αποτελεί και ένα από τα δύο βασικά συγγράμματα του μαθήματος. Η πολιτική επιστήμη ορίζεται ως μια εμπειρική επιστήμη η οποία χαρακτηρίζεται από δύο βασικά στάδια:
α) συγκέντρωση ποσοτικών ή ποιοτικών δεδομένων,
(β) εύρεση μοτίβων τα οποία οδηγούν σε γενικεύσεις, δηλαδή θεωρίες, οι οποίες έχουν επεξηγηματική και συνεπώς προβλεπτική δύναμη προς τα πολιτικά δεδομένα υπό εξέταση.

Συνεπώς η πολιτική επιστήμη προσανατολίζεται όπως κάθε επιστήμη στην παραγωγή γενικεύσεων επί ενός φαινομένου που είναι επαληθεύσιμες και έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα, δηλαδή, την μορφή νόμου: αν χ τότε  ψ. Κατά αυτόν το τρόπο η εκάστοτε μελέτη προσφέρει συσσωρευτική γνώση η οποία ορίζεται και ως ουσία κάθε εξειδικευμένης επιστήμης. Και πάλι ξεχωρίζουν τέσσερις στοιχειώδης ποιότητες που προσδίδουν επιστημονικό χαρακτήρα στην μελέτη:
α) αυστηρότητα στην ανάλυση β) χρήση επιχειρηματολογίας, γ) ισορροπημένη παρουσίαση των διάφορων απόψεων και δ) αμεροληψία.
Επί της ουσίας στις αναφερθείσες διατυπώσεις λειτουργούν ως θεμέλια δύο αλληλένδετα αξιώματα: ότι (όπως κάθε επιστημονικός κλάδος) η πολιτική επιστήμη πρέπει να είναι αντικειμενική και να στηρίζεται στα γεγονότα. Αυτές οι δύο θέσεις έχουν μακρά ιστορία στην πολιτική επιστήμη και η καθαρότερη έκφραση τους ήταν στο ρεύμα του θετικισμού, όπως αυτός πραγματώθηκε παραδείγματος χάρη στην συμπεριφοριστική σχολή (behavioralism), η οποία ειδικά στην Αμερική ήταν κυρίαρχη για αρκετές δεκαετίες. Γενικά ο θετικισμός στις κοινωνικές επιστήμες είναι η προσπάθεια εφαρμογής των μεθόδων που χρησιμοποιούνται στις θετικές επιστήμες και στον κλάδο των κοινωνικών επιστημών. Συστατικό κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν ο απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ «κρίσεων για γεγονότα» (judgments of fact), οι οποίες θεωρούντο αντικειμενικές, άρα και επιστημονικές και «κρίσεων για αξίες» (value-judgments), οι οποίες οροθετούντο ως υποκειμενικές, άρα και κάτω από το επίπεδο μιας επιστημονικής ανάλυσης. Ο Σαρτόρι παρόλο που αναγνωρίζει τα προβλήματα μιας τέτοιας διάκρισης φαίνεται να πιστεύει ότι ως ρυθμιστική διάκριση και ιδανικό αυτή η αξιολογική ουδετερότητα έχει ακόμα αξία, γιατί είναι σύμφυτη με την προσπάθεια ανάδυσης της πολιτικής ανάλυσης σε επιστημονικό κλάδο.
Την χρειάζεται η πολιτική επιστήμη ως αναγκαία συνθήκη επιστημονικότητας ένα τέτοιο αξίωμα. Πιο ουσιαστικά, είναι βάσιμο ως αξίωμα;
Καταρχάς, όπως ο Σαρτόρι αναγνωρίζει η μέθοδος που χρησιμοποιεί μια επιστήμη δεν μπορεί να είναι πανομοιότυπη αλλά σχετίζεται και πρέπει να καθορίζεται από το αντικείμενο ανάλυσης. Στο βαθμό που η πολιτική δεν είναι φυσική ή βιολογία θέτει τα δικά της προβλήματα και απαιτεί τα δικά της εργαλεία και μεθόδους.
Το ζήτημα όμως είναι ότι η πολιτική ως αντικείμενο, ως δηλαδή αυτόνομο πεδίο του πραγματικού, είναι εγγενώς αξιακά φορτισμένη. Τουτέστιν, είναι σίγουρα δυνατό να κάνει κάποιος μια «αντικειμενική» ανάλυση για το ποσοστό ψηφοφόρων σε έναν ορισμένο νομό ή χώρα. Αλλά όταν αρχίζουμε και αναλύουμε θεσμούς όπως η δημοκρατία και το κράτος, ή φαινόμενα όπως η πολιτική βία μπαίνουμε σε πεδία που είναι ήδη φορτισμένα αξιακά. Κανένα κράτος δεν υπάρχει απλώς ως λειτουργικός μηχανισμός, αλλά παρουσιάζεται ως το καλό ή το καλύτερο δυνατό κράτος. Το να θεωρείται ότι η πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να αξιολογήσει αυτήν την αυτό-ερμηνεία, σημαίνει ότι αποκλείουμε από το πεδίο ανάλυσης μας μια από τις βασικές διαστάσεις της πολιτικής πραγματικότητας. Στην ουσία την πιο βασική διότι αυτή είναι που κάνει την πολιτική πραγματικότητα κάτι παραπάνω από φυσική, βιολογία ή χημεία. Επιπλέον, η ανάλυση που εκλαμβάνει το εμπειρικά υπαρκτό ως το μόνο που επιδέχεται αληθή γνώση, τείνει να φυσικοποιεί τα υπάρχοντα κράτη, δηλαδή να ταυτίζει το αληθινό με το ήδη υπάρχον και να καταδικάζει κάθε μορφή ανάλυσης που προσανατολίζεται από την δυνατότητα ενός άλλου κράτους ή ακόμα και μιας κοινωνίας χωρίς κράτος σε απλό ευχολόγιο ή φαντασιοπληξία. Κατά αυτόν τον τρόπο όμως περιχαρακώνουμε την επιστήμη σε μια περιγραφή του υπάρχοντος και εν τέλει σε μια απολογητική των υπαρχουσών δυνάμεων. Ή, στην καλύτερη, σε μια συσσώρευση τετριμμένων γνώσεων που αποφεύγει να απαντήσει στα ουσιώδη ζητήματα που άπτονται του πολιτικού. Στο βαθμό όμως που η επιστήμη αναζητά την αλήθεια τι άλλο μπορεί να είναι ο στόχος της από το ουσιώδες;
Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση έχει αναπτυχθεί μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και ριζικές κριτικές στην κυρίαρχη μορφή επιστημονικής γνώσης, η οποία μάλιστα υπερβαίνει τον κλάδο των κοινωνικών επιστημών, και άπτεται στην κατανόηση της επιστημονικής θεωρίας εν γένει. Αυτή είναι η κριτική που ασκήθηκε από την Κριτική Θεωρία η οποία αναπτύχθηκε από την λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης, και ειδικά από τους Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer) και Θέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno). Η Σχολή της Φρανκφούρτης αναφέρεται σε ένα διεπιστημονικό ρεύμα σκέψης που είχε ως βάση το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης και το οποίο εκτεινόταν και συνδύαζε τομείς όμως η φιλοσοφία, η πολιτική οικονομία και οι πολιτισμικές σπουδές. Επιφανή μέλη πέρα από τους αναφερθέντες στοχαστές ήταν ο Herbert Marcuseo Leo Lowenthal και o Franz Neuman, ενώ από την δεύτερη γενιά στοχαστών ο πιο διάσημος είναι ο Jürgen Habermas.
Υπάρχουν δυο συγκεκριμένα σημεία που συνοψίζουν την κριτική που ασκεί ο Χορκχάιμερ. Πρώτον, σύμφωνα με τον εν λόγω στοχαστή, η θεωρία ως σύνολο προτάσεων που αποσκοπούν στην γνώση ενός πράγματος, δεν πρέπει να αποσπαστεί από το υλικό της περιβάλλον, δηλαδή από την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία η εκάστοτε θεωρία συγκροτείται. Η θεωρία/επιστήμη δεν παράγεται σε ένα γυάλινο κάστρο αλλά μέσα σε δεδομένες υλικές συνθήκες. Η απεικόνιση της θεωρίας ως εφαρμοσμένη γνώση, ανήκει στην αστική εποχή και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του αστικού πολιτισμού. Αν όμως αυτή η εικόνα της θεωρίας αποσπαστεί από αυτή την υλική πραγματικότητα, και γίνει η ουσία της θεωρίας, δηλαδή ένας υπεριστορικός ορισμός του τι στοιχειοθετεί την επιστημονική γνώση, τότε μετατρέπεται σε ιδεολογία, δηλαδή σε μία μορφή αντίληψης που συσκοτίζει τις συγκεκριμένες λειτουργίες και ρόλους που η θεωρία και η επιστήμη προσλαμβάνουν στα πλαίσια του αστικού κόσμου, η αλλιώς του καπιταλισμού.
Αυτό το φαινόμενο συνδέεται με τον τρόπο που ο επιστήμονας οριοθετείται ως υποκείμενο σε σχέση με το αντικείμενο ανάλυσης και με την κοινωνική πραγματικότητα. Σε αυτό που ονομάζει παραδοσιακή θεωρία ο Χορκχάιμερ διαγιγνώσκει έναν δυισμό που αντανακλά τους δυισμούς που υπάρχουν και δομούν την σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα εν γένει. Όπως σημειώνει:
«Ο ειδικός ερευνητής ‘σαν’ επιστήμονας θεωρεί την κοινωνική πραγματικότητα και τα προϊόντα της σαν κάτι το εξωτερικό˙ και σαν πολίτης πραγματώνει το κοινωνικό του συμφέρον μέσα από πολιτικά άρθρα, πολιτικά κόμματα, κοινωφελείς οργανισμούς, και με τη συμμετοχή του στις εκλογές. Και στην καλύτερη ωστόσο περίπτωση δεν συσχετίζει, παρά μόνο ψυχολογικά, αυτούς τους δύο ή και μερικούς άλλους τρόπους της προσωπικής του συμπεριφοράς». 
Δηλαδή ο επιστήμονας μπορεί να είναι συγχρόνως «υπεύθυνος» ή όπως λέγεται σήμερα «ενεργός πολίτης», αλλά αυτοί είναι δυο διακριτοί τομείς που δεν πρέπει να μπλέκονται. Έτσι, ένας επιστήμονας μπορεί να βρίσκει τις φόρμουλες που μπορεί να χρησιμεύσουν για την κατασκευή όπλων μαζικής καταστροφής και μετά να πάει σε αντί-πυρηνικές διαδηλώσεις ή μπορεί να βρίσκει τις φόρμουλες που θα χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή τεχνολογικών εμπορευμάτων και συγχρόνως να είναι κριτικός στις κοινωνικές ανισότητες του καπιταλισμού. Η θεωρία καθαυτή, ως μορφή του επιστημονικού λόγου, είναι αξιολογικά ουδέτερη, αντικειμενική. Όμως αυτός ο διαχωρισμός ατομικών σκοπών από γενικότερες συλλογικές σκοπιμότητες είναι και πάλι σύμπτωμα μιας βαθύτερης διαίρεσης μεταξύ ατομικών σκοπών και γενικής κοινωνικής δραστηριότητας η οποία χαρακτηρίζει την αστική-καπιταλιστική κοινωνία.
Συνεπώς, η επιχειρηματολογία του Χορκχάιμερ, δεν έχει να κάνει με μια αμφισβήτηση της τάδε ή της δείνα επιστημονικής ανακάλυψης ή ανάλυσης. Πολύ λιγότερο δεν έχει να κάνει με μια απόρριψη της επιστήμης ή του ορθολογισμού. Αντιθέτως, η ουσία της κριτικής έγκειται στο πως η δόμηση της θεωρίας ως αντικειμενικού λόγου (α) αναπαράγει τις υπάρχουσες δομές αλλοτρίωσης, δηλαδή του τρόπου που ο άνθρωπος αποξενώνεται από την κοινωνική του ουσία και (β) μέσω της υποτιθέμενης ουδετερότητας της κινδυνεύει να συνταχθεί, δηλαδή να γίνει όργανο ή απολογητική, της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Σε αντιδιαστολή η θεωρία για τον Χορκχάιμερ, πρέπει να τάσσεται στον σκοπό της ανθρώπινης χειραφέτησης, δηλαδή της απελευθέρωσης του ανθρώπου από δομές κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και αλλοτρίωσης. Όπως σημειώνει:
«Η αντίθεση της [της Κριτικής Θεωρίας] στην παραδοσιακή έννοια της θεωρίας δεν ξεκινά τόσο από την διαφορά των αντικειμένων όσο των υποκειμένων τους. Οι ειδικοί ερευνητές, και όλοι οι άλλοι επαγγελματίες που σκέφτονται σαν μικροί ειδικοί αποβλέπουν απλώς σε μια αναδιοργάνωση της εργασίας. Για τους φορείς, αντίθετα, της κριτικής συμπεριφοράς τα προσλαμβανόμενα πραγματικά γεγονότα θεωρούνται κοινωνικά προϊόντα που κατά βάση ελέγχονται ή πρόκειται οπωσδήποτε να ελεγχθούν στο μέλλον από τον άνθρωπο˙ παύουν κατά συνέπεια να έχουν τον χαρακτήρα του καθαρού δεδομένου».
Μια τέτοια κριτικά προσανατολισμένη έρευνα επουδενί δεν είναι λιγότερο επιστημονική. Ούτε φυσικά σημαίνει ότι η ισορροπημένη ανάλυση, η λογική επιχειρηματολογία, η εμπειρική θεμελίωση είναι περιττά στοιχεία ή «αστικές» συνήθειες. Απλά δεν χρειάζονται το ένδυμα της αντικειμενικότητας. Αντιθέτως, όλες αυτές οι αναφερθείσες ποιότητες της έρευνας που της δίνουν επιστημονικό χαρακτήρα είναι υποκειμενικές λειτουργίες. Έτσι, η όλη διάκριση αντικειμενικότητας - υποκειμενικότητας είναι αμφιβόλου επιστημολογικής αξίας. Αντιθέτως έχει αξία ως ρητορική μέσω της οποίας κάποιος προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα σε βάρος κάποιου συνομιλητή. Παραδείγματος χάρη, πρόσφατα μια κοινωνική επιστήμονας αναφερόμενη στις εργατικές κινητοποιήσεις στην Αίγυπτο, οι οποίες προσλαμβάνουν μορφή καταιγίδας, τόνισε πως αυτή η δραστηριότητα των εργατών είναι «καιροσκοπική». Αυτό υποτίθεται δεν το στήριξε σε μια προσωπική εκτίμηση αλλά σε μια ουδέτερη αξιολόγηση των οικονομικών δεδομένων. Όμως αυτά τα δεδομένα είναι έμπλεα υποθέσεων και αξιολογικών κρίσεων οι οποίες επιμελώς κρύβονται, μάλιστα πολλές φορές από την ίδια την επιστημονική ανάλυση.  Όροι όπως «ανάπτυξη» ή «ανταγωνιστικότητα» τις οποίες ακούμε ευρέως στην τρέχουσα περίοδο παρουσιάζονται ως επιστημονικές, δηλαδή, αντικειμενικές έννοιες. Στην πραγματικότητα όμως εκφράζουν μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις.
Όταν ορίζουμε την πολιτική επιστήμη ως εμπειρική, αυτό έχει βάση στο βαθμό που τα κύρια δεδομένα έχουν υπαρκτή υπόσταση, δηλαδή υφίστανται ως οντότητες στον χωροχρόνο. Όμως εδώ υπάρχει ένα άλλο κεφαλαιώδες πρόβλημα, ότι η πολιτική δεν αποτελεί ένα ενιαίο εμπειρικό δεδομένο. Αντιθέτως υπάρχουν πολλοί και αντικρουόμενοι ορισμοί της πολιτικής. Άλλοι την ταυτίζουν με τους θεσμούς και την διακυβέρνηση, άλλοι με την εξουσία, άλλοι με τα κοινά, άλλοι με το κράτος και άλλοι υποστηρίζουν ότι μια αυθεντική πολιτική είναι εγγενώς αντί-κρατική. Και πάλι μια ανάλυση των διάφορων τρόπων ανάγνωσης της πολιτικής θα αναπτυχθεί στις επόμενες διαλέξεις. Το επιστημολογικό επίδικο για την ώρα είναι πως εάν το αντικείμενο ανάλυσης κατασκευάζεται από την θεωρία και δεν προϋπάρχει ως ενιαίο εμπειρικό δεδομένο, τότε δεν μπορεί να υπάρχει και μια κοινώς αποδεκτή γλώσσα. Αντίθετα, δεν είναι υπερβολικό να πούμε πως οι πολιτικοί επιστήμονες δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα. Εκεί που ο ένας βλέπει ελεύθερη συμφωνία πάνω στην βάση της προσφοράς και της ζήτησης ο άλλος βλέπει εκμετάλλευση, εκεί που ο ένας βλέπει νόμιμη επικυριαρχία ο άλλος βλέπει επικαλυμμένη ταξική κυριαρχία. Αυτό είναι εν ολίγοις το πρόβλημα της νοηματικής ασυμμετρίας. Αυτό φυσικά δεν χρειάζεται να οδηγήσει απαραίτητα στον σχετικισμό. Όπως και σε κάθε άλλη επιστήμη δεν είναι όλες οι θεωρίες το ίδιο καλές. Όμως είναι αφελές να θεωρήσουμε ότι σε έναν κόσμο που η πολιτική πραγματικότητα είναι εγγενώς ανταγωνιστική μπορεί να υπάρξει συναίνεση ή ένας κοινός επιστημονικός γλωσσικός κώδικας.
Κατα αυτόν το τρόπο φαίνεται να φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα που είναι αρκετά διαδεδομένο. Η πολιτική επιστήμη μπορεί να εγείρει αξιώσεις επιστημονικότητας αλλά δεν μπορεί αυτή η αξίωση παρά να είναι λιγότερο πραγματοποιήσιμη σε σχέση με τις θετικές επιστήμες. Εν ολίγοις, η πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να γίνει ποτέ Φυσική ή Μαθηματικά. Σε ένα σχετικά παλιό βιβλίο πολιτικών επιστημών υπάρχει ο παρακάτω πίνακας αξιολόγησης:
Ακαδημαϊκός Κλάδος
ΤαξινόμησηΔεδομένων σε ξεχωριστές κατηγορίες
Παρατήρησηκαι μέτρηση δεδομένων
Αναπαραγωγή πειραμάτων
Ανάπτυξη θεωρίας
Αποφυγή αμφισβήτησης
Φυσική, Χημεία
Α
Α
Α
Α
Α
Γεωλογία, Αστρονομία
Α
Β
C
B
B
Οικονομικά Κοινωνιολογία
B
B
C
C
C
Πολιτική Επιστήμη
D
D
D
D
D

Αυτός είναι ο λόγος που ακόμα και τώρα κάποιοι αξιώνουν ότι η πολιτική επιστήμη πρέπει να πλησιάσει περισσότερο τις μεθόδους των θετικών επιστημών. Φυσικά το πρόβλημα εδώ είναι πως ακριβώς επειδή η πολιτική πραγματικότητα είναι εύθραυστη δεν είναι δυνατόν η γνώση μας για αυτήν να προσεγγίσει την νομολογική γνώση που έχουμε για φυσικά φαινόμενα, δηλαδή την δύναμη πρόβλεψης και ελέγχου μέσω της διατύπωσης νόμων. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Δεκέμβρης του 2008. Είναι εύλογο ότι μια επιστημονική μελέτη μπορεί εμπειρικά να προβλέψει ότι σε περίπτωσεις κρατικής δολοφονίας θα υπάρξουν ταραχές. Αυτό όπως λέει και η Ναόμι Κλαιν αναφορικά με τα αντίστοιχα γεγονότα στην Αγγλία είναι «Φυσική». Όμως αυτό που δεν μπορούσε να προβλεφθεί είναι ότι αυτό το γεγονός θα οδηγούσε σε μια ολική επίθεση ενός κομματιού του πληθυσμού, έστω και μειοψηφικού, ενάντια στο Κεφάλαιο και το Κράτος, δηλαδή δεν μπορούσε να προβλεφθεί η εξέγερση. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν θεωρούμε αυτήν την εξέγερση κάτι «καλό» η «κακό».
Και πάλι όμως φαίνεται ότι το πρόβλημα επικεντρώνεται στο αντικείμενο της μελέτης, δηλαδή το πολιτικό γίγνεσθαι. Είναι όμως η πίστη ότι οι θετικές επιστήμες παράγουν αντικειμενικές αλήθειες, μια αναπαράσταση του κόσμου όπως είναι, τόσο αυταπόδεικτη;
Παρόλο που η κριτική θεωρία αμφισβητεί της αξιώσεις αντικειμενικότητας που διάφοροι επιστήμονες, και ειδικά οι κοινωνικοί επιστήμονες, μπορούν να εγείρουν, δεν αμφισβητεί το ιδεώδες της αλήθειας. Απλά το συναρτάει στον σκοπό της συλλογικής χειραφέτησης. Συνεπώς κινούμαστε ακόμα στα πλαίσια του χειραφετικού προτάγματος του Διαφωτισμού. Τις προηγούμενες δεκαετίες υποτίθεται ότι αναπτύχθηκε μια πιο άμεση επίθεση στον Διαφωτισμό, μια κριτική που θέλησε να υποσκάψει τα ίδια τα θεμέλια της επιστημονικής γνώσης, δηλαδή την αξίωση για αλήθεια. Αυτή η κριτική ταυτίζεται με τον «μεταμοντερνισμό». Αυτός ο όρος είναι αρκετά πολύπλοκος ώστε να εξηγηθεί επαρκώς. Υπάρχει όμως μια διαδεδομένη άποψη ότι ρεύματα σκέψης που έχουν ταυτιστεί με αυτό το γενικότερο πολιτισμικό ρεύμα διέπονται από ένα ριζικό σχετικισμό. Τονίζοντας την αδυνατότητα του ανθρώπου να υπερβεί το γλωσσικό και την θεμελιακή ασυμμετρία μεταξύ γλώσσας και πραγματικότητας, δηλαδή μεταξύ νοήματος και είναι, αυτά τα ρεύματα σκέψης αμφισβητούν ριζικά την δυνατότητα του ανθρώπου να φτάσει στην αλήθεια. Σε αυτό το πλαίσιο η επιστήμη είναι μια κατασκευή που υπακούει τους δικούς της νόμους άρθρωσης και παραγωγής, αλλά που δεν έχει κάποια προνομιακή πρόσβαση στο πραγματικό σε σχέση με άλλες μορφές λόγου (λογοτεχνία, μύθος, ποίηση). Για μια σύνοψη αυτής την απεικόνισης και μια κριτική της ένα καλό κείμενο είναι του Θεόδωρου Ιωσηφίδη, ‘Οι Σχετικιστικές Θεωρήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες: επιπτώσεις και κριτική’.
Όπως είπώθηκε είναι αδύνατον να αναλυθεί εδώ η έννοια του μεταμοντερνισμού. Υπάρχουν όμως κάποια σημαντικοί προβληματισμοί που έχουν τεθεί από στοχαστές που συνδέονται με αυτό το ρευμα. Εδώ θα επικεντρωθούμε στο ζήτημα της εξουσίας και της κοινωνικής διάστασης της επιστήμης.
Όσον αφορά το πρώτο θέμα καίρια θεωρείται η παρέμβαση του Μισέλ Φουκώ (Michel Foucault). Από την αρχή του πολυσχιδούς έργου του, μια από τις βασικές θεματικές που διατρέχει την σκέψη του Φουκώ είναι το πως ο επιστημονικός λόγος λειτουργεί μέσω αποκλεισμών. Αυτοί είναι αποκλεισμοί τόσο στο επιστημολογικό πεδίο, όπου κάθε λόγος οριοθετεί τι μπορεί να λεχθεί και τι όχι, τι μπορεί να ιδωθεί και τι όχι, όσο και στο υλικό πεδίο. Στο διάσημο του βιβλίο για την Ιστορία της Τρέλας φερειπείν, ο Φουκώ τονίζει πως η άνοδος του Λόγου είχε ως συνθήκη και αποτέλεσμα την αποσιώπηση αυτού που θεωρείται ά-λογο, το οποίο υλικά εκφράστηκε στον εγκλεισμό των «τρελών». Στα κατοπινά έργα του ο Φουκώ οξύνει ακόμα πιο πολύ την κριτική του προσπαθώντας να δείξει πως η γνώση είναι άρρηκτα δεμένη με την εξουσία, όχι μόνο υπό τη έννοια ότι η εξουσία χρησιμοποιεί την γνώση ή ότι η γνώση είναι εξουσία, αλλά ότι η γνώση παράγεται μέσα σε και συγχρόνως συγκροτεί σχέσεις εξουσίας, όπως αυτές εκφράζονται υλικά σε θεσμούς όπως η φυλακή, το ψυχιατρείο, το πανεπιστήμιο κλπ. Το βλέμμα συνεπώς του επιστήμονα, δεν είναι ένα ουδέτερο βλέμμα αλλά ένα βλέμμα εξουσίας. Κατ΄ επέκταση για τον Φουκώ και η αλήθεια είναι άρρηκτα δεμένη με την εξουσία. Όπως παρατηρεί στο άρθρο του «Αλήθεια και Εξουσία»
«Η αλήθεια δεν είναι έξω από την εξουσία ή στερούμενη εξουσίας: αντίθετα από έναν μύθο του οποίου η ιστορία και η λειτουργία θα ήθελε περαιτέρω μελέτη, η αλήθεια δεν είναι το βραβείο των ελεύθερων πνευμάτων, το παιδί μιας προστατευμένης μοναχικότητας, ούτε το προνόμιο αυτών που έχουν καταφέρει να ελευθερώσουν τον εαυτό τους. Η αλήθεια είναι ένα πράγμα του κόσμου: παράγεται μόνο χάρη σε πολύμορφους καταναγκασμούς. Και προκαλεί κανονικά αποτελέσματα εξουσίας. Κάθε κοινωνία έχει το δικό της καθεστώς αλήθειας, την ‘γενική πολιτική’ αλήθειας – δηλαδή τύπους λόγων που αποδέχεται και κάνει να λειτουργούν ως αληθείς˙ τους μηχανισμούς και τις βαθμίδες που επιτρέπουν κάποιον να ξεχωρίζει αληθείς από ψευδείς δηλώσεις˙ μέσα με τα οποία κάθε μία επικυρώνεται˙ τεχνικές και διαδικασίες στις οποίες αποδίδεται αξία για την απόκτηση της αλήθειας˙ το στάτους αυτών που αναλαμβάνουν να πουν τι μετράει ως αληθές».  
Ο Φουκώ εδώ δεν  λέει πως δεν υπάρχει αλήθεια. Εφιστά όμως την προσοχή μας στην υλική διάσταση της αλήθειας, στις συνθήκες που την παράγουν και στις επιπτώσεις που έχει. Ο Φουκώ ασχολήθηκε κυρίως με τις λεγόμενες επιστήμες του ανθρώπου, όπως την ψυχολογία, και όχι με τις θετικές ή πειραματικές επιστήμες. Άλλοι όμως στοχαστές επέκτειναν την προβληματική του στην επιστήμη εν γένει.   
Εξέχουσα θέση εδώ έχει η φεμινιστική κριτική στον επιστημονικό λόγο. Φυσικά ο φεμινισμός, είτε ως κοινωνικό κίνημα είτε ως θεωρητικός λόγος είναι πολύμορφος. Φερειπείν κάποιες φεμινίστριες επικέντρωσαν την κριτική τους στην επιστήμη στο γεγονός ότι υπάρχει διάκριση σε βάρος των γυναικών. Υπό αυτό το πρίσμα το ζητούμενο ήταν να υπάρχουν ίσες ευκαιρίες. Δηλαδή είχαμε μια καθαρά πολιτική κριτική η οποία δεν άγγιζε την αξίωση της επιστήμης ως ουδέτερου εμπειρικό-θεωρητικού λόγου περί των πραγμάτων. Για άλλες φεμινίστριες όμως, εμπνεόμενες από την μεταδομική παράδοση ή/και τον μαρξισμό, το πρόβλημα έγκειται στον ίδιο τον επιστημονικό λόγο, ο οποίος, προσπάθησαν να δείξουν, είναι έμπλεος φαλλοκρατικών προκαταλήψεων. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι ο Φράνσις Μπέικον (Francis Bacon) ο κατά πολλούς πατέρας της εμπειρικής επιστήμης. Όταν ο Μπέικον παραθέτει τα βασικά αξιώματα της επιστημονικής μεθόδου δηλώνει πως πρέπει «να ξαπλώσουμε την Φύση στο πάγκο ώστε να την αναγκάσουμε να μας παραδώσει τα μυστικά της». Ο σεξουαλικός τόνος είναι έκδηλος. Από τις απαρχές της συνεπώς, σύμφωνα με την φεμινιστική κριτική, η επιστημονική γλώσσα διακατέχεται από ένα κεκαλυμμένο αλλά επιδρών φαλλοκρατισμό, κάτι, που ασχέτως των όποιων βελτιώσεων, δεν έχει αναιρεθεί ακόμα. Εδώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα έργα της Λούση Ιρίγκαραη (Luce Irigaray), της Ντόννα Χάραγουεη (Donna Harraway) και της Σάντρα Χάρντινγκ (Sandra Harding).
Ο κοινός τόπος των εν λόγω στοχαστών είναι ο εξής: Η γνώση δομείται πάνω και σύμφωνα με ένα θεμελιώδη δυισμό ενεργητικότητας/παθητικότητας ο οποίος είναι η τυπική μετωνυμία του δυισμού μεταξύ αρσενικού/θηλυκού. Σε αυτό το πλαίσιο η σκέψη αναπαριστάται ως διείσδυση, δηλαδή ως κυριαρχία, ενώ τα δεδομένα, αναπαριστούνται ως παθητικοί δέκτες, δηλαδή ως υποταγή. Ως αποτέλεσμα η γνώση, και τελικά η αλήθεια, παίρνουν την μορφή της κυριαρχίας αναπαράγοντας την αρχετυπική μορφή κυριαρχίας, κατά τις φεμινίστριες, που είναι η κυριαρχία του αρσενικού επί του θηλυκού.
Και πάλι οι φεμινίστριες δεν λένε ότι η επιστήμη είναι απλά μια κεκαλυμμένη τεχνική κυριαρχίας. Αντίθετα η κριτική τους προτάσσει μια ριζική αναθεώρηση του τρόπου που ο επιστήμονας συλλαμβάνει την σχέση του με το πραγματικό, και έτσι το τρόπο που συλλαμβάνεται η αλήθεια και η γνώση. Εδώ η βασική ιδέα είναι ότι αυτός ο τρόπος είναι κεφαλαιώδης τόσο για το περιεχόμενο της γνώσης όσο και για τις υλικές σχέσεις που συνάπτονται. Όσον αφορά την πολιτική επιστήμη οι προεκτάσεις είναι ξεκάθαρες. Αν η επιστήμη εν γένει μέσα από το ιδεώδες της ουδετερότητας και αντικειμενικότητας επέτρεπε την αναπαραγωγή πατριαρχικών στερεοτύπων εξουσίας, πόσο μάλλον αυτό μπορεί να ισχύσει σε έναν επιστημονικό κλάδο που έχει ως διακριτό φαινόμενο την εξουσία.
Ένας άλλος γνωστικός κλάδος, που έχει εμπνευστεί εν μέρη από το έργο του Φουκώ είναι αυτός της κοινωνιολογίας της γνώσης. Παρόλες τις πολλές και σημαντικές διαφορές μεταξύ των ερευνητών που αναπτύσσουν αυτόν τον κλάδο υπάρχει γενικά ένας κοινός τόπος: ότι η επιστημονική γνώση δεν είναι ένα οικοδόμημα που χτίζεται πάνω στην εμπειρία ούτε μια αλληλουχία θεωριών που παράγονται από μια αφηρημένη διάνοια. Αντιθέτως η επιστημονική γνώση παράγεται ή αλλιώς κατασκευάζεται, μέσα σε θεσμιμένες κοινότητες οι οποίες διέπονται από συγκεκριμένες ιεραρχίες και υπολογισμούς, από έναν λεπτομερή καταμερισμό εργασίας, από πρωτόκολλα που ορίζουν τι μετράει ως δόκιμος συλλογισμός και τι όχι, τι πρέπει να νοηθεί ως θεμιτή μέθοδος έρευνας και τι ως αθέμιτη. Ένα γνωστό παράδειγμα είναι αυτό του Μπρούνο Λατούρ (Bruno Latour) και του βιβλίου του Laboratory Life το οποίο συνέγραψε με τον Στήβεν Βούλγκαρ (Steven Voulgar). Ο Λατούρ επισκέφθηκε ως παρατηρητής ένα εργαστήριο βιολογίας το οποίο διεξήγαγε εκείνο τον καιρό μια έρευνα, η οποία μάλιστα επρόκειτο να βραβευθεί με το βραβείο Νόμπελ. Στο βιβλίο τους οι συγγραφείς περιγράφουν την εργαστηριακή διαδικασία, αλλά αγνοούν συνειδητά οτιδήποτε θα κατέγραφε μια συμβατική επιστημονική περιγραφή. Αντιθέτως παρουσιάζουν την εργαστηριακή διαδικασία ως έναν πολύπλοκο μηχανισμό με διάφορα μέρη (ζώα, επιστήμονες, έγγραφα, μηχανές) που διεξαγάγουν μια λεπτομερή επεξεργασία δεδομένων. Όπως δηλαδή σε όλους τους μηχανισμούς υπάρχει ένα πολύπλοκο μοντέλο εισροής, επεξεργασίας και εκροής. Οι βασικές ιδέες του βιβλίου είναι οι εξής: οτι κατά την διάρκεια της διαδικασίας αποκρύβεται σιγά-σιγά ο ανθρώπινος παράγοντας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας είναι ότι μέσα στις αναφορές δεν υπάρχει ποτέ το εγώ, δηλαδή το πρώτο πρόσωπο. Όλα γράφονται στο τρίτο πρόσωπο. Έτσι, τα αποτελέσματα παρουσιάζονται ως αντικειμενικά. Η άλλη ιδέα είναι ότι τα ίδια τα δεδομένα περνάνε μια ραφιναρισμένη διαδικασία κατασκευής, έτσι ώστε η ιδέα ότι τα πορίσματα βασίζονται σε αυτά τα δεδομένα να τίθεται προς αμφισβήτηση. Δεν υπάρχουν δηλαδή καθαρά δεδομένα, αυτά παράγονται. Αυτό θυμίζει την γενική «μεταμοντέρνα» αρχή ότι δεν υπάρχουν γεγονότα γιατί κάθε γεγονός προσεγγίζεται από ένα δίκτυο ερμηνείας. Ας πούμε πχ.: πέρσι η κυβέρνηση του Πασόκ, υπέγραψε ένα μνημόνιο με την λεγόμενη Τρόικα. Αλλά το γεγονός καθεαυτό δεν μας λέει πολλά για την ουσία του. ‘Έγινε για το καλό της χώρας και την σωτηρία του έθνους ή εκφράζει ταξικά συμφέροντα και σχέσεις κυριαρχίας;
Αυτή η παρουσίαση είναι ενδεικτική του ότι εν γένει για την επιστήμη υπήρξε ένας διογκούμενος προβληματισμός σχετικά με την αξίωση της ότι αποτελεί τον αντικειμενικό λόγο της αλήθειας και, συνεπώς, τον μοναδικό ορθό δρόμο για να κατανοήσουμε την πραγματικότητα. Πάνω από όλα όμως οι προηγούμενες αναλύσεις που παρουσιάστηκαν, ασχέτως των όποιων προβλημάτων τους, υποδεικνύουν ότι η επιστήμη, κάθε επιστήμη είναι μια κοινωνική δραστηριότητα. Ήδη από τον Πλάτωνα η επιστήμη εννοείτο ως ένα σώμα γνώσης, ως κατανόηση που επιτυγχάνεται μέσα από την ανθρώπινη διάνοια, ασχέτως αν θεμέλιο είναι η παρατήρηση, όπως λένε οι εμπειριστές ή η θεωρεία, όπως υποστηρίζουν οι ρασιοναλιστές. Πλέον γίνεται όλο και πιο ξεκάθαρο ότι η επιστήμη είναι μια πολύμορφη και ενσώματη δραστηριότητα της οποίας κάθε αλήθεια διανοίγει δρόμους προς άλλες αλήθειες. Πρόσφατα τα πειράματα με τον Cern εγείρουν βάσιμες υποψίες ότι οι θεωρίες του Αϊνστάιν πρέπει να αναθεωρηθούν. Υπό αυτήν την έννοια ακόμα και στις λεγόμενες «σκληρές επιστήμες», ο τόπος της αλήθειας δεν είναι ποτέ απόλυτα το παρόν, δηλαδή αυτό που νοούμε ως υπαρκτό. Κάθε επιτυχία της επιστήμης εμπεριέχει την υπόσχεση για μια άλλη αλήθεια και συνεπώς για την ενδεχόμενη αναίρεση αυτού που τώρα υπάρχει.
Δεν υπάρχει λόγος λοιπόν για την επιστημονική πολιτική μελέτη να υποδύεται ότι είναι αντικειμενική. Η επιστήμη είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας δεσμευόμαστε ως υποκείμενα στον σκοπό της αλήθειας. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προσόν του κάθε επιστήμονα να έχει γνώση των προκαταλήψεων του και των πιστεύω του. Αυτό που πρέπει να κάνει ο κάθε επιστήμονας είναι να είναι ανοιχτός, έτσι ώστε να μπορεί να αλλάξει τα πιστεύω όταν αυτά προσκρούουν στην πραγματικότητα. Αυτό εν τέλει είναι το προσόν κάθε επιστήμονα και όχι μια αμφίβολη αντικειμενικότητα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Michael Roskin et alΕισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 1, Εκδόσεις Επίκεντρο.
Andrew HeywoodΕισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 1, Εκδόσεις Πόλις.
Giovanni Sartori, Φιλοσοφία, Θεωρία και Επιστήμη της Πολιτικής’, Σημασιολογία, Έννοιες, Συγκριτική Μέθοδος, Εκδόσεις Παπαζήση.
Max Horkheimer, ‘Παραδοσιακή και Κριτική Θεωρία’, Φιλοσοφία και Κοινωνική Κριτική, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία.
Θεόδωρος Ιωσηφίδης, ‘Οι Σχετικιστικές Θεωρήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες: Επιπτώσεις και Κριτική,  Θέσεις, Ιανουάριος-Μάρτιος 2004.
Michel Foucault, ‘Αλήθεια και Εξουσία’, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία.
Iain Hamilton Grant, ‘Postmodernism and Science and Technology’, στο The Routledge Companion to Postmodernismεπιμ. Stuart Sim, Εκδόσεις Routledge.


  ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι

2η Εβδομάδα: Εργαλεία και Θεωρητικές Προσεγγίσεις της Πολιτικής Επιστήμης.

Όπως τονίστηκε στην εισαγωγική διάλεξη, η Πολιτική Επιστήμη ως ένας αυτόνομος γνωστικός κλάδος χρειάζεται κάποια βασικά εργαλεία ανάλυσης. Αυτά χωρίστηκαν σε τρεις βασικές κατηγoρίες:

  • Έννοιες
  • Μοντέλα
  • Θεωρίες

Σε ότι ακολουθεί επιτελείται μια παρουσίαση του περιεχόμενου και των λειτουργιών αυτών των βασικών αναλυτικών εργαλείων.

(Α) Έννοιες

Η ‘έννοια’ είναι ένας γενικός όρος. Μάλιστα, υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους σχολιαστές στο κατά πόσον ακόμα και γενικοί όροι που αφορούν φυσικά πράγματα – πχ. η «γάτα» όχι ως υποδήλωση της τάδε ή της δείνα γάτας αλλά του θηλαστικού γενικά – πρέπει να θεωρείται ότι αποτελεί «έννοια». Ο Τζιοβάννι Σαρτόρι υποστηρίζει πως ο όρος έννοια πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο για συγκεκριμένους τύπους νοητικών αφαιρέσεων πχ. «συναίνεση», και όχι για κάθε αφηρημένο όρο, πχ. «αχλάδι», για τον οποίο πρέπει να χρησιμοποιούμε τον όρο «ιδέα». Σε κάθε περίπτωση όμως όσον αφορά την πολιτική επιστήμη είναι σαφές πως οι έννοιες αποτελούν γενικότητες που έχουν ως σκοπό την κατανόηση, αυτό δηλαδή που, όπως είπαμε στην πρώτη διάλεξη, ορίστηκε από τον Σπινόζα ως το πρωταρχικό καθήκον μιας μελέτης των ανθρωπίνων σχέσεων. Ο τρόπος όμως που οι έννοιες βοηθάνε στην κατανόηση δεν είναι μονοσήμαντος. Αντιθέτως, υπάρχει μια πληθώρα λειτουργιών που οι έννοιες επιτελούν. Αυτές συνοπτικά είναι οι εξής:

1)      Περιγραφή/Ταυτοποίηση

Η πιο στοιχειώδης λειτουργία των πολιτικών εννοιών είναι η περιγραφή και ταυτοποίηση ενός πολιτικού φαινομένου. Πχ. ο όρος «κράτος» περιγράφει και ταυτοποιεί έναν σύνολο θεσμών και μηχανισμών που λειτουργούν σε μια οροθετημένη επικράτεια. Κατά τον ίδιο τρόπο ο όρος “συναίνεση” περιγράφει μια απόφαση ή συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων μονάδων στην επίτευξη της οποίας δεν έχει υπάρξει καταναγκασμός. Αυτό σημαίνει πως οι πολιτικές έννοιες έχουν μια εμπειρική διάσταση, δηλαδή ανταποκρίνονται σε πραγματικά δεδομένα, φαινόμενα ή διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα και συναρθρώνουν το πολιτικό γίγνεσθαι.


2)      Συνδήλωση και Υποδήλωση

Οι έννοιες υποδηλώνουν και συνδηλώνουν. Η υποδήλωση αφορά τα αντικείμενα που υπάγονται σε μια έννοια. Πχ ο ορός δημοκρατία υποδηλώνει κάποια συγκεκριμένα πολιτικά καθεστώτα. Ως εκ τούτου η υποδηλωτική λειτουργία των εννοιών έχει ένα συγκεκριμένο εύρος έκτασης, δηλαδή πλάτος. Η συνδήλωση αφορά τα γνωρίσματα που καθορίζουν τα εν λόγω αντικείμενα. Για την δημοκρατία είναι, πχ, η λαϊκή κυριαρχία, ελεύθερες εκλογές, πολιτική συμμετοχή κλπ. Ως εκ τούτου η συνδηλωτική λειτουργία των εννοιών εμπεριέχει ένα σύνολο γνωρισμάτων που υπογραμμίζουν το αντικείμενο που υποδηλώνουν, δηλαδή ένα ορισμένο βάθος.

3)      Αφομοίωση/Εννοποίηση

Ως περιγραφικοί όροι οι έννοιες εννοποιούν ή αφομοιώνουν διάφορα φαινόμενα, δηλαδή, τα τοποθετούν σε ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς και κατανόησης. Στο παράδειγμα που φέραμε πριν, ο όρος «κράτος» αφομοιώνει θεσμούς όπως η δημόσια διοίκηση, ο στρατός και η αστυνομία. Ένα άλλο παράδειγμα είναι το πως η ζωή, η ιδιοκτησία, το συνέρχεσθαι κ.α. εννοιολογούνται όλα μαζί ως «ανθρώπινο δικαίωμα».

4)      Διαφοροποίηση

Οι έννοιες βοηθάνε στην κατανόηση όχι μόνο με το να φέρνουν διάφορα δεδομένα του πολιτικού γίγνεσθαι σε ένα κοινό εννοιολογικό δίκτυο/πλαίσιο, αλλά συγχρόνως και με το να διαφοροποιούν, δηλαδή να διαχωρίζουν δεδομένα της πραγματικότητας από κάποια άλλα δεδομένα. Με τον όρο κράτος πχ. διαφοροποιούμε το σύνολο των θεσμών που ορίζουμε ως «κρατικούς» από άλλα πεδία της συλλογικής ύπαρξης πχ. την «οικονομία» ή την «κοινωνία». Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εννοιο-λόγηση διαφόρων πολιτικών συστημάτων. Πχ. η έννοια «δημοκρατία» διαφοροποιεί ένα σύστημα στην οποία ο λαός θεωρείται κυρίαρχος από ένα σύστημα στην οποία ο λαός είναι υποτελής σε μια ανώτερη Αρχή, π.χ. την βασιλεία. Και εντός αυτων των διαχωρισμών μπορούμε μέσω εννοιών να παράξουμε περαιτέρω διαφοροποιήσεις: δημοκρατία και οχλοκρατία, βασιλεία και τυρρανία, πλουραλιστικό κράτος και αυταρχικό κράτος κοκ.

5)      Ταξινόμηση

 Η αφομοίωση και η διαφοροποίηση συνθέτουν μία άλλη βασική λειτουργία των πολιτικών εννοιών, δηλαδή την ταξινόμηση. Με αυτόν τον όρο σηματοδοτούμε βασικά την τοποθέτηση σε γενικές κατηγορίες ομοιότητας και διαφορές με βάση τις ιδιότητες των φαινομένων υπό κατηγοριοποίηση. Πχ. η δημοκρατία, η βασιλεία και η δικτατορία εμπίπτουν στον γενική τάξη, «πολιτικά συστήματα».

6)      Ερμηνεία

Οι έννοιες ως γενικοί όροι δεν είναι ποτέ απλά περιγραφικοί αλλά δίνουν μια ορισμένη σημασία στα φαινόμενα, δηλαδή τα ερμηνεύουν. Παραδείγματος χάρη η εννοιολόγηση της αρχαιοελληνικής πόλις ως κράτος, όπως αυτή συντελείται στον διαδεδομένο όρο «πόλις-κράτος», αποτελεί μια ερμηνεία και όχι μια απλή περιγραφή. Και αυτό διότι όσοι χρησιμοποιούν αυτήν την έννοια θεωρούν ότι η αρχαιοελληνική πόλις εμπίπτει στον γενικό όρο «κράτος». Τα παραδείγματα μπορούν να πολλα-πλασιαστούν: για ποια πολιτικά συστήματα πρέπει να χρησιμοποιείται ο όρος δημοκρατία και για ποια ο όρος ολοκληρωτισμός; Πότε έχουμε κράτος-δικαίου και πότε κρατική αυθαιρεσία; Τι πρέπει να θεωρείται ανθρώπινο δικαίωμα ή ποια κοινωνία είναι πλουραλιστική;. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για το εκάστοτε φαινόμενο ή θεσμό αποτελεί μια σημασιολογική προβολή από την μεριά μας. Το οποίο είναι ένας τεχνικός τρόπος για να πούμε πως οι έννοιες είναι ερμηνευτικοί όροι που αποκωδικοποιούν τα πολιτικά φαινόμενα που προσεγγίζουμε.

7)      Αξιολόγηση

Το ότι η εννοιολόγηση που κάνουμε έχει ερμηνευτικό χαρακτήρα σημαίνει συγχρόνως πως οι έννοιες αξιολογούν. Το να εννοιολογήσουμε μια μορφή εξουσίας ως τυρρανία ή βασιλεία, δημοκρατία ή οχλοκρατία, μια κοινωνική σχέση ως «ελεύθερη σύμβαση» ή «εκμετάλλευση» εμπεριέχει δεδομένα έναν κανονιστικό χαρακτήρα, αποδίδει δηλαδή στο φαινόμενο που εννοιολογούμε ένα θετικό ή αρνητικό πρόσημο. Συνεπώς οι έννοιες δεν είναι ουδέτεροι όροι, όπως κάποιοι θετικιστές ήθελαν να πιστεύουν, αλλά εγγενώς αξιολογικοί. Και αυτό φυσικά έχει να κάνει με αυτό που τονίσαμε στην πρώτη διάλεξη. Ότι η ίδια η πολιτική πραγματικότητα έχει αξιακό χαρακτήρα, κάτι που κάνει και την εμπλοκή μας με αυτήν δεδομένα αξιολογική.

8)      Επικάλυψη/Παραμόρφωση

Το γεγονός ότι οι έννοιες έχουν μια ερμηνευτική και κανονιστική διάσταση σημαίνει ότι μπορούν να παίξουν και τον ακριβώς αντίστροφο σκοπό από αυτόν που θεωρητικά έχουν. Αντί δηλαδή να διαυγάζουν ένα φαινόμενο να το επικαλύπτουν ή αλλιώς να το παραμορφώνουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη φράση που ο ιστορικός Τάκιτος στο βιβλίο του De vita et moribus Iulii Agricolae (Η Ζωή και ο Θάνατος του Ιούλιου Αγρίκολα) βάζει στο στόμα ενός Βρετανού φύλαρχου. Στην ομιλία του  ο φύλαρχος λέει για τους Ρωμαίους,

«Το να λεηλατούν, να σφάζουν και να κλέβουν, αυτά τα πράγματα τα λένε Αυτοκρατορία. Αφήνουν ερείπια και τα ονομάζουν ειρήνη».

Με την χρήση της έννοιας «ειρήνη» λοιπόν οι Ρωμαίοι απέκρυβαν το γεγονός ότι οι πόλεμοι που διεξήγαγαν ήταν επεκτατικοί πόλεμοι που θεμελίωναν σχέσεις κυριαρχίας και υποταγής και που στερούσαν από τους λαούς την ανεξαρτησία τους. Ένα προφανές σύγχρονο παράδειγμα είναι ο όρος «ανθρωπιστική παρέμβαση». Φυσικά, μπορεί όντως οι παρεμβάσεις να είχαν «ανθρωπιστικό χαρακτήρα». Ή μπορεί κάποιος να υποστηρίξει πως η Pax Romana, η «Ρωμαϊκή Ειρήνη» που οι Ρωμαίοι επαίρονταν πως έφεραν στην οικουμένη δεν ήταν ένας απλός ευφημισμός.  Αυτό εναπόκειται σε μια ενδελεχή ανάλυση να το τεκμηριώσει. Αλλά το προκείμενο είναι πως οι έννοιες, ακριβώς επειδή ο ρόλος τους υπερβαίνει μια απλή περιγραφή γεγονότων, μπορεί να έχουν ιδεολογικό και όχι επιστημονικό χαρακτήρα. Και πάλι, αύτός ο διαχωρισμός δε είναι τόσο ξεκάθαρος, αντίθετα μπορεί να αποβεί ιδιαίτερα προβληματικός. Αυτό που πρέπει να εμμείνουμε όμως είναι πως οι έννοιες μπορούν να παίξουν δυο θεμελιακά αντίθετους ρόλους: κατανόησης και συσκότισης.

9)      Κριτική

Το γεγονός πως οι έννοιες ερμηνεύουν και αξιολογούν τα γεγονότα υποδηλώνει επίσης ότι παρέχουν την δυνατότητα να εμβαθύνουμε στο πολιτικό φαινόμενο που εξετάζουμε και να υπερβούμε αυτό που ο Αριστοτέλης όρισε ως κοινούς τόπους, δηλαδή κοινοτοπίες. Και αυτό ακριβώς είναι που δίνει στις έννοιες τον κριτικό τους χαρακτήρα. Κάθε πολιτικό σύστημα από το πιο «τυρρανικό» έως το πιο «φιλελεύθερο» αυτοερμηνεύται με έναν συγκεκριμένο τρόπο, δομεί δηλαδή μια ορισμένη εικόνα για τον εαυτό του. Στο βαθμό που τα άτομα κοινωνικοποιούνται μέσα σε ένα δεδομένο περιβάλλον αυτήν την εικόνα θα μάθουν να την εκλαμβάνουν ως την φυσική τάξη των πραγμάτων. Ο συγγραφέας Ερμαν Έσσε στο γνωστό του διήγημα ο Λύκος της Στέππας το έχει θέσει αυτό ωραία:

«Κάθε εποχή, κάθε πολιτισμός, όλα τα ήθη και έθιμα έχουν το ‘στυλ’ τους, την ευαισθησία και την σκληρότητα που τους αρμόζουν, την ομορφιά τους και την βιαιότητα τους, θεωρούν κάποια βάσανα αυτονόητα, αποδέχονται κάποια ασχήμια με στωικότητα».

Μέσω της πολιτικής μελέτης, δηλαδή μέσω της εννοιολόγησης των δεδομένων της πολιτικής πραγματικότητας, μπορούμε να υπερβούμε αυτό που θεωρείται αυτονόητο και να αποκτήσουμε μια πιο κριτική προσέγγιση των πραγμάτων. Παραδείγματος χάρη την μισθωτή σχέση, που θεωρείται κάτι φυσικό στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, μέσω της έννοιας της «άντλησης υπεραξίας» μπορούμε να την προσεγγίσουμε κριτικά ως μιας μορφή εκμετάλλευσης

10)  Επιρροή/Επίδραση.

Ο διφορούμενος χαρακτήρας των πολιτικών εννοιών, όπως και η κριτική λειτουργία τους, συνδηλώνει με την σειρά του δυο άλλες θεμελιακές και αλληλένδετες λειτουργίες, οι οποίες υπερβαίνουν το καθαρά γνωστικό επίπεδο. Οι έννοιες επηρεάζουν και επιδρούν.
   Καταρχάς, η εννοιολόγηση του πολιτικού γίγνεσθαι επηρεάζει τον τρόπο που το τελευταίο προσλαμβάνεται, δηλαδή επηρεάζουν την αντίληψη μας για την πολιτική πραγματικότητα. Το να εννοιολογήσουμε μια πράξη ως «τρομοκρατική» σημαίνει ότι αυτή η ενέργεια προσλαμβάνεται αρνητικά. Αν θεωρούμε την εργασία «ανθρώπινο δικαίωμα» σημαίνει ότι προσλαμβάνεται θετικά. Και αυτό φυσικά αφορά και αυτούς που η ανάλυση μας απευθύνεται.
   Επιπροσθέτως, στο βαθμό που η έννοιες επηρεάζουν τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την πολιτική πραγματικότητα σημαίνει ότι οι έννοιες επηρεάζουν και την πολιτική μας στάση. Παραδείγματος χάρη, αν εννοιολογήσουμε το κράτος ως έναν καταπιεστικό θεσμό τότε αυτό μπορεί να μας οδηγήσει σε διάφορες πρακτικές που θα προσπαθήσουν να αντισταθούν ή να μεταλλάξουν ή καταργήσουν αυτόν τον καταπιεστικό χαρακτήρα. Αν εννοιολογήσουμε την συνεχή παρακολούθηση από κάμερες ως μια παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ως μια αντισυνταγματική πράξη αυτό μπορεί να ωθήσει εμάς ή άλλους που θα συμφωνήσουν με την εννοιολόγηση που κάνουμε σε μια προσπάθεια να καταργηθεί αυτή η παρα-κολούθηση, πχ. μέσω νομικής προσφυγής ή μέσω σαμποτάζ. Εν ολίγοις, οι πολιτικές έννοιες ακριβώς επειδή ερμηνεύουν, αξιολογούν και επηρεάζουν την αντίληψη μας για τα πολιτικά πράγματα, μπορούν να οδηγήσουν και σε μια αλλαγή των τελευταίων. Υπό αυτήν την έννοια οι πολιτικές έννοιες πέρα από εργαλεία κατανόησης είναι και εργαλεία συμμετοχής στον κόσμο, επηρεάζουν δηλαδή τον τρόπο που μετέχουμε στην πολιτική πραγματικότητα..

Ø  Όλες αυτές οι λειτουργίες οδηγούν στο εξής κεφαλαιώδες συμπέρασμα. Οι έννοιες είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα εργαλείο, τουλάχιστον στην τυπική εκφορά αυτού του όρου, ως δηλαδή ένα μέσο χρήσης προς την επίτευξη ενός δεδομένου σκοπού. Τουτέστιν, οι πολιτικές έννοιες δεν είναι απλά εργαλεία κατανόησης αλλά δομούν την αντίληψη μας για τον κόσμο. Το να αλλάζουμε έννοιες σημαίνει πως αλλάζουμε και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και μετέχουμε στην πολιτική πραγματικότητα.

(Β) Μοντέλα

Το μοντέλο όπως ειπώθηκε στην πρώτη διάλεξη είναι μια περισσότερο ή λιγότερο αναλυτική τυποποίηση. Ο Χέηγουντ δίνει τον ακόλουθο εκτενή ορισμό. Μοντέλο είναι «Μια θεωρητική αναπαράσταση εμπειρικών δεδομένων που αποσκοπεί στο να προωθήσει την κατανόηση με το να υπογραμμίζει σημαντικές σχέσεις και διαδράσεις». Ενώ όμως το μοντέλο πάντα ανταποκρίνεται σε κάποιο υπαρκτό δεδομένο, δεν σημαίνει πως είναι μια πιστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Δηλαδή το μοντέλο και αυτό που αναπαριστά δεν είναι ταυτόσημα. Ένα οικονομικό μοντέλο ή ένα μοντέλο δημοκρατίας δεν είναι πότε ακριβώς το ίδιο με το φαινόμενο που περιγράφουν. Τα μοντέλα είναι αναλυτικά εργαλεία που βοηθούν στην παραγωγή συνεκτικού νοήματος από αυτό που παρουσιάζεται στην άμεση εμπειρία ως πολύπλοκο. Για να το θέσουμε με μια λέξη, το μοντέλο είναι ένας αποκωδικοποιητής.
   Ένα τυπικό παράδειγμα μοντέλου είναι αυτό του πολιτικού συστήματος που πρότεινε ο Ντέιβιντ Ήστον (David Easton).

Πολίτες > > Εισαγωγή Δεδομένων (Διεκδικήσεις, αιτήματα, παροχές) >> Κυβέρνηση /Λήπτες Αποφάσεων >>Εξαγωγή/Παραγωγή Δεδομένων (δημόσιες πολιτικές, νόμοι, κατανομή και διανομή)
*(Αυτό είναι μια απλοϊκή αναπαράσταση. Για μια πιο λεπτομερή που συνοδεύεται και από επεξήγηση δες MRoskin et alΕισαγωγή Στην Πολιτική Επιστήμη, σελ.79)

Το παράδειγμα μας δείχνει χαρακτηριστικά πως τα μοντέλα απλοποιούν. Αυτή είναι η αξία τους. Αλλά αυτός είναι και ο κίνδυνος τους. Δηλαδή ότι υπεραπλουστεύουν αποκλείοντας δεδομένα που δεν ταιριάζουν στο σύστημα. Ο λόγος του αποκλεισμού όμως όχι μόνο μπορεί να μην είναι θεωρητικά θεμελιωμένος αλλά μπορεί να αντανακλά ιδεολογικές προκαταλήψεις οι οποίες αποκρύβονται. Πχ. δύναται να υποστηριχθεί ότι το μοντέλο του Ήστον, έχοντας ως βάση την ισορροπία και την σταθερότητα, αδυνατεί να συλλάβει τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των ταξικών κοινωνιών όπως και τον ρόλο της καταστολής και της ιδεολογίας για την αναπαραγωγή του πολιτικού συστήματος.
   Επίσης, και εξίσου σημαντικά, πρέπει να γίνει κατανοητό πως σε αντίθεση με τις έννοιες τα μοντέλα δεν είναι καθοριστικά γνωρίσματα της επιστημονικής πολιτικής μελέτης. Δηλαδή, πολιτική επιστήμη χωρίς χρήση μοντέλων μπορεί να υπάρξει. Χωρίς έννοιες όχι.

(Γ) Θεωρίες

Δύναται να υποστηριχθεί το ίδιο και για τις θεωρίες; Από αναλυτική σκοπιά μπορεί να μοιάζει ότι όντως οι έννοιες ως βασικές μονάδες νοήματος είναι πρωτεύουσες και οι θεωρίες δευτερεύουσες. Πρώτα εννοιολογούμε ένα πολιτικό φαινόμενο, πχ. κράτος ή επανάσταση, και μετά προσπαθούμε να κατασκευάσουμε μια συνεκτική θεώρηση του. Αυτή όμως η προσέγγιση εμπεριέχει προβλήματα. Διότι οι έννοιες είναι ουσιωδώς αμφισβητήσιμοι, ή αλλιώς προσβαλλόμενοι, όροι, δηλαδή το νόημα τους δεν είναι δεδομένο αλλά αποτελεί πεδίο διαφωνίας. Πχ. το τι θεωρούμε πώς είναι η «δημοκρατία», δηλαδή ποιες πολιτικές μορφές πρέπει να εννοιολογηθούν με αυτόν τον όρο, επιδέχεται διάφορες και αντικρουόμενες απαντήσεις. Και εναπόκειται σε μια θεωρία, δηλαδή σε ένα συνεκτικό σύνολο προτάσεων που αναφέρονται στο εν λόγω φαινόμενο, να αποφανθεί περί των λόγων που θεμελιώνουν την εννοιολόγηση μας. Συνεπώς, παρόλο που οι έννοιες αποτελούν βασικές μονάδες νοήματος, το πλήρες τους νόημα αρθρώνεται εντός ενός θεωρητικού πλαισίου.
   Κατά αυτόν τον τρόπο η θεωρία μας βοηθάει να αποφύγουμε τον σκόπελο  του απλοϊκού ή χυδαίου εμπειρισμού, δηλαδή της παραγωγής γενικεύσεων που δεν έχουνε κανένα άλλο στήριγμα από την άμεση παρατήρηση. Για να το θέσουμε αλλιώς η κεφαλαιώδη σημασία της θεωρίας αποτελεί έναν από τους κυριότερους λόγους που η πολιτική επιστήμη είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα εμπειρικό κλάδο, δηλαδή ένα κλάδο που βασίζεται μονάχα στην παρατήρηση. Παραδείγματος χάρη, ένας Ρώσος πολιτικός επιστήμονας μέσα από μια εμπειρική μελέτη είχε συμπεράνει ότι στην ηγεσία της Ρωσίας υπάρχει μια κανονικότητα, δηλαδή μια καταληπτή ακολουθία: ηγέτες με μαλλιά αντικαταστούνται πάντα από φαλακρούς ηγέτες. Με εμπειρικούς όρους αυτή η διαπίστωση μπορεί να είναι ορθή. Είναι δηλαδή μια γενίκευση που βασίζεται σε επαληθεύσιμη παρατήρηση. Η γνωστική αξία όμως αυτής της γενίκευσης είναι αμφίβολη και αυτό όχι απλά γιατί δεν μπορεί να είναι δεσμευτική σε ένα εμπειρικό πεδίο, (δηλαδή επειδή τίποτα δεν αποκλείει το γεγονός πως αυτή η αλληλουχία θα διακοπεί) αλλά επειδή δεν συνοδεύεται από μια θεωρία που να επεξηγεί επαρκώς αυτήν την κανονικότητα. Η θεωρία είναι απαραίτητη ακριβώς επειδή υπερβαίνει τα δεδομένα της άμεσης εμπειρίας με το να μπορεί να τα διαυγάσει στην τυπικότητα τους. Δηλαδή η θεωρία δεν αντανακλά απλά κάποια δεδομένα αλλά συλλαμβάνει τα καθοριστικά του γνωρίσματα και την λογική δομή τους, ή σε μια πιο φιλοσοφική διάλεκτο την ουσία τους. Και αυτό ισχύει ακόμα και εάν αυτή η δομή δεν έχει κάποια καταληπτή αλληλουχία, όπως πχ. στην λεγόμενη «θεωρία του χάους».
   Με άλλα λόγια, μια θεωρητική διατύπωση περί ενός συμβάντος ή δεδομένου δεν είναι ποτέ μια απλή αντανάκλαση αλλά μια εμβάθυνση η οποία επιτρέπει μια καλύτερη και «υψηλότερη» κατανόηση του φαινομένου υπό εξέταση. Συνεπώς, η θεωρία όχι μόνο δεν είναι δευτερεύων, άρα και δυνητικά περιττή, αλλά θεμελιώδες και αναπόσπαστο κομμάτι της πολιτικής επιστήμης. Δεν γίνεται να παράξουμε συμπεράσματα που να αξίζουν να προσδιοριστούν «επιστημονικά» χωρίς την ύπαρξη κάποιας θεωρίας.

Θεωρίες της Πολιτικής

Όπως και σε κάθε άλλη επιστήμη έτσι και στην πολιτική επιστήμη υπάρχουν πολλές αντικρουόμενες θεωρίες οι οποίες φιλοδοξούν να διαυγάσουν επαρκώς τα δεδομένα της πολιτικής πραγματικότητας. Μάλιστα δύναται ο ισχυρισμός ότι αυτός ο πλουραλισμός απόψεων είναι πολύ πιο έντονος στην πολιτική επιστήμη. Στις θετικές επιστήμες, παρόλη την πληθώρα θεωρητικών προσεγγίσεων, υπάρχει σε κάθε εποχή αυτό που ο Τόμας Κουν (Thomas Kuhn) στο περίφημο του βιβλίο Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, έχει ονομάσει «κανονική επιστήμη»: ένα παράδειγμα το οποίο έχει επικρατήσει και το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην εφαρμοσμένη επιστήμη χωρίς αναστοχασμό στα θεωρητικά του αξιώματα. Στην πολιτική επιστήμη όμως δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο ακόμα και αν σε κάποια συγκεκριμένη χώρα μια συγκεκριμένη θεωρητική προσέγγιση είναι ηγεμονική. Μια σπουδή λοιπόν στην πολιτική επιστήμη εμπεριέχει απαραίτητα και εξοικείωση με τις διάφορες θεωρίες που αναπτύσσονται εντός του κλάδου. Ο Ρόσκιν και συνεργάτες ταυτοποιούν τις ακόλουθες θεωρητικές προσεγγίσεις ως βασικότερες:



  1. Θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου

Αυτή η μορφή θεώρησης αναπτύχθηκε από στοχαστές όπως ο Thomas Hobbes, ο John Locke και ο Jean-Jacque Rousseau (αν και η δικιά του περίπτωση είναι αρκετά περίπλοκη). Στην σύγχρονη εποχή θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου ασπάζονται και αναπτύσσονται κυρίως από φιλελεύθερους πολιτικούς επιστήμονες, είτε αυτοί είναι «δεξιάς» είτε «αριστερής» απόχρωσης. Στην βάση της εν λόγω θεωρίας είναι η εννοιολόγηση της πολιτικής κοινωνίας ως προϊόν ενός συμβολαίου που τα μέλη της συνάπτουν ώστε να προστατέψουν τα βασικά τους συμφέροντα. Φυσικά υπάρχουν πολύ σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους οπαδούς αυτής της θεωρίας. Επίσης σε αντίθεση με τις κλασικές θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου, οι σύγχρονοι θιασώτες της δεν ασπάζονται απαραίτητα την υπόθεση μιας φυσικής κατάστασης, η οποία, είτε θεωρείτο ως ένας πόλεμος εναντίων όλων (όπως στον Hobbes) είτε ως μια πιο αρμονική κατάσταση (όπως στον Locke), τίθετο πάντα ως προϋπάρχουσα της πολιτικής κοινωνίας. Όμως το προκείμενο δεν αλλάζει, διότι η ουσία των θεωριών κοινωνικού συμβολαίου δεν είναι η υπόθεση μιας φυσικής κατάστασης αλλά η θεώρηση της πολιτικής ως μιας λειτουργικής σύμβασης που σκοπό της έχει να προστατέψει τα άτομα ή να επιφέρει την αρμονία μεταξύ τους. Μια τέτοια θεώρηση  προσεγγίζει τις πολιτικές της εκάστοτε κυβέρνησης υπό το πρίσμα αυτής της σύμβασης. Δηλαδή, στο βαθμό που η πολιτική κοινωνία αποτελεί ένα συμβόλαιο μεταξύ πολιτών και κυβέρνησης η σταθερότητα πρέπει να αναλύεται με όρους τήρησης αυτής της σύμβασης και η αστάθεια με όρους παραβίασης. Για αυτόν το λόγο οι πιο πολλοί θιασώτες του κοινωνικού συμβολαίου είναι έτοιμοι να δεχτούν το νόμιμο μιας εναντίωσης σε κυβερνήσεις που δεν τηρούν το δικό τους κομμάτι της σύμβασης. Από την άλλη όμως συνήθως οι ίδιοι θιασώτες θεωρούν και την καταστολή ως νόμιμη, στο βαθμό που αυτή αποσκοπεί να διατηρήσει την σταθερότητα απέναντι σε δυνάμεις πολιτικής αστάθειας.
   Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι συνήθως αυτή η θεώρηση της πολιτικής θεμελιώνεται σε μια ατομοκεντρική οντολογία, δηλαδή σε μια θεώρηση της πραγματικότητας στην οποία το άτομο τίθεται ως έχων πρωτεραιότητα σε σχέση με την κοινωνία. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό δεν είναι απαραίτητα μια ιστορική θέση. Αντίθετα μπορεί να είναι καθαρά θεωρητική, δηλαδή, η ουσία της είναι πως θέτει ως βασική μονάδα ανάλυσης και αξιολόγησης κάθε κοινωνικού συνόλου το άτομο.

  1. Μαρξιστική Θεωρία

Σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό από την θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου ο όρος Μαρξιστική θεωρία μπορεί να είναι παραπλανητικός, καθώς ο Μαρξισμός δεν είναι μια ενιαία σχολή σκέψης. Αντίθετα είναι πιο δόκιμο να μιλάμε για Μαρξισμούς. Ο κοινός τόπος όλων αυτών των θεωρήσεων είναι πως αντλούν από τα γραπτά του Κάρλ Μαρξ, τα οποία όμως ερμηνεύουν και αξιοποιούν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Αν θέλουμε πάντως να εξαγάγουμε κάποια βασικά αξιώματα τα οποία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσδιορίζουν μια Μαρξιστική ανάλυση, αυτά είναι τα ακόλουθα.
   Πρώτα από όλα δίνεται έμφαση όχι στα άτομα αλλά στην ταξική σύνθεση της κοινωνίας. Δηλαδή η κοινωνία συλλαμβάνεται όχι ως ένα άθροισμα ατόμων αλλά ως ένας σχηματισμός ομάδων οι οποίες καθορίζονται από την θέση τους στην κοινωνική παραγωγή και από τις κοινωνικές σχέσεις που συγκροτούν την τελευταία. Ως εκ τούτου αποδίδεται καθοριστικός ρόλος στον τρόπο παραγωγής, δηλαδή στο τρόπο που οργανώνεται η υλική παραγωγή της πραγματικότητας: μορφές ιδιοκτησίας, μορφές ελέγχου και οικειοποίησης, μορφές οργάνωσης της εργασίας, μορφές υλικό-τεχνικής υποδομής, μορφές διαμεσολάβησης της ανταλλαγής (πχ. το χρήμα). Μια συνοπτικότερη ανάλυση του τρόπου παραγωγής στην μαρξιστική γραμματεία είναι ότι κάθε τρόπος παραγωγής αποτελείται από κάποια μέσα παραγωγής, δηλαδή ένα σύνολο εργαλείων που ανταποκρίνονται σε ένα δεδομένο στάδιο υλικής και τεχνικής ανάπτυξης, και κάποιες σχέσεις παραγωγής δηλαδή σχέσεις μεταξύ των διάφορων κοινωνικών ομάδων. Αυτή η σχέση θεωρείται ως ανταγωνιστική, το οποίο θεμελιώνει την βασική μεθοδολογική αρχή των μαρξιστικών αναλύσεων: ότι κινητήρια βάση του ιστορικού γίγνεσθαι είναι η ταξική πάλη, δηλαδή οι συγκεκριμένες μορφές κοινωνικού ανταγωνισμού που δομούν την κοινωνική πραγματικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα η πολιτική εννοιολογείται ως η έκφραση αυτού του κοινωνικού ανταγωνισμού. Δηλαδή σε αντίθεση με την συμβολαϊκή θεωρία που ορίζει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την πολιτική ως σύμβαση, η Μαρξιστική θεώρηση την ορίζει ως μια διαδικασία πάλης για την εξουσία. Φυσικά ο ακριβής τρόπος που αυτό αναπτύσσεται από διάφορους Μαρξιστές διαφέρει ριζικά. Κάποιοι θεωρούν την πολιτική ως μια αντανάκλαση κοινωνικών σχέσεων, παίρνοντας την μεταφορά βάση-εποικοδόμημα που χρησιμοποίησε ο Μαρξ κυριολεκτικά.. Άλλοι αναγνωρίζουν μεγαλύτερη αυτονομία στην πολιτική, ενώ άλλοι προσπαθούν να τονίσουν την συγχρονική διάρθρωση του πολιτικού και του οικονομικού. Σε κάθε περίπτωση όμως η πολιτική ορίζεται με συγκρουσιακούς όρους.
   Ο Μαρξισμός είναι τόσο μια θεωρία όσο και μια ιδεολογία. Αν και αυτή η διάκριση στην πραγματικότητα είναι δύσκολο να διατηρηθεί είναι σημαντικό να τονιστεί πως δεν είναι απαραίτητο για κάποιον να είναι Μαρξιστής ιδεολογικά ώστε να αναγνωρίζει την αξία της Μαρξιστικής θεώρησης και μεθόδου.  

  1. Θεσμικές Θεωρίες

Αυτή η θεωρητική προσέγγιση ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην Αμερική και στην Γερμανία στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα. Χαρακτηριστικό της στοιχείο, από όπου πηγάζει και το όνομα της, είναι ότι επικεντρώνεται στους θεσμούς, δηλαδή ότι θεωρούσε βασική μονάδα ανάλυσης της πολιτικής μελέτης τις επίσημες δομές του κράτους και της κυβέρνησης: συντάγματα, θεσμικές διαδικασίες και εξουσίες κλπ.  Όπερ και σημαίνει ότι σε αυτήν την προοπτική η πολιτική ταυτίζεται με τους επίσημους θεσμούς του κράτους και της διακυβέρνησης. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο και μετά αυτή η προσέγγιση εγκαταλείπεται σταδιακά καθόσον δέχτηκε ισχυρές κριτικές, οι οποίες συνοψίζονται στην κατηγορία του θεσμικού φορμαλισμού. Δηλαδή ότι με το να επικεντρώνεται σε μια περιγραφή των θεσμών αδυνατούσε να κατανοήσει ζητήματα κανονιστικής/αξιακής φύσεως όπως και την πραγματική κίνηση της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Παραδείγματος χάρη, πόση γνωστική αξία, πέρα από ένα καθαρά περιγραφικό χαρακτήρα, έχει μια τυπική ανάλυση του θεσμού του κοινοβουλίου; Μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα συμφέροντα που το διέπουν, το τρόπο που λαμβάνονται οι αποφάσεις, τον χαρακτήρα της εξουσίας που αξιώνει ότι έχει και τον τρόπο που σχετίζεται με άλλα κέντρα και φορείς εξουσίας; Στον βαθμό που απαντήσουμε αρνητικά, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η θεσμική θεώρηση δεν είναι μόνο γνωστικά ανεπαρκής αλλά ότι συγχρόνως έχει και έναν απολογητικό χαρακτήρα ως προς τους υφιστάμενους πολιτικούς θεσμούς. Συνεπώς, αν και αξιώνει ότι είναι εμπειρική, η κλασική θεσμική θεωρία ήταν εν τέλει ιδεαλιστική.

  1. Συμπεριφορισμός

Όπως τονίστηκε στην πρώτη διάλεξη ο συμπεριφορισμός ήταν ένα ρεύμα σκέψης που απέκτησε ηγεμονική θέση στην Αμερικάνικη πολιτική επιστήμη κατα τον 20ο αιώνα.
Βασικό του γνώρισμα ήταν ο θετικισμός του, δηλαδή, η αξίωση χρήσης των μεθόδων των θετικών επιστημών στην πολιτική πραγματικότητα. Το όνομα του προέρχεται από το γεγονός πως θεώρει ως κεντρική μονάδα ανάλυσης την συμπεριφορά, η οποία πίστευε πως μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Με βάση αυτό το αξίωμα οι συμπεριφοριστές διεξήγαγαν εκτενείς μελέτες της πολιτικής συμπεριφοράς των διάφορων κοινωνικών στρωμάτων και πολιτικών υποκειμένων, χρησιμοποιώντας εργαλεία ποσοτικοποίησης όπως η στατιστική καταμέτρηση συμπεριφορών και προτιμήσεων. Αναμενόταν πως κατα αυτόν τον τρόπο μπορούν να παραχθούν αντικειμενικές γενικεύσεις για την πολιτική πραγματικότητα. Θα είχαμε δηλαδή μια επαληθεύσιμη γνώση για το πως συμπεριφέρονται τα πολιτικά υποκείμενα και στην αλληλεπίδραση τους με το περιβάλλον. Υπό το πρίσμα του συμπεριφορισμού, κάτι που μπορούμε να πούμε πως αποτελεί και την συνεισφορά του, η πολιτική δεν μπορεί να αναχθεί στους τυπικούς θεσμούς του κράτους αλλά εμπεριέχει την δραστηριότητα των κοινωνικών υποκειμένων. Όπως συνηθίζεται να λέγεται, η πολιτική «απορρέει» από την κοινωνία, αν και από την άλλη, οι συμπεριφορές των ατόμων μπορεί να θεωρείτο πως δομούνται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτικά περιβάλλοντα. Παρόλη όμως την ηγεμονία του ο συμπεριφορισμός επιδέχθηκε ένα πλήθος κριτικών.
  Καταρχάς, κατηγορήθηκε ότι επικεντρώνεται σε ανούσια ζητήματα και ότι αδυνατεί να απαντήσει σε ουσιώδη θέματα πχ. για το κατα πόσον η δημοκρατία είναι όντως το καλύτερο πολίτευμα και αν ναι ποιος τύπος δημοκρατίας ακριβώς. Ο αξιωματικός διαχωρισμός μεταξύ «κρίσεων για γεγονότα» (πχ. εμπειρικές συμπεριφορές) και «κρίσεων για αξίες» (πχ. ποια είναι η καλύτερη συμπεριφορά) αποκόπτει την πολιτική επιστήμη από την ουσία του αντικειμένου της και την περιορίζει σε μία συλλογή στατιστικών γνώσεων.
   Κατά αυτόν τον τρόπο όμως οι συμπεριφοριστικές αναλύσεις κατηγορήθηκαν ότι είναι βαθιά συντηρητικές, δηλαδή μέσα από ένα επιστημονικό προκάλυμμα έκρυβαν τις δικές τους αξιολογικές προτιμήσεις. Συγκεκριμένα η κριτική εστιάζει ότι στο με το να θέτουν ως αντικείμενο ανάλυσης συμπεριφορές που καθορίζονται από το υφιστάμενο πολιτικό περιβάλλον έτειναν να παρουσιάζουν το τελευταίο, ρητά ή υπόρρητα, ως κανονιστικό μοντέλο, ως δηλαδή το δέον. Με άλλα λόγια η κατηγορία ήταν ότι συντάσσονταν με το κατεστημένο. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κλασική μελέτη των Almond και Verba για την πολιτική κουλτούρα. Σε αυτό το έργο οι εν λόγω μελετητές έθεσαν ως παραδειγματικό μοντέλο πολιτικής κουλτούρας το Αμερικάνικο και γενικά το βορειοδυτικό, παρουσιάζοντας την συμπεριφορά των νοτιο-ευρωπαίων ως υποανάπτυκτη. Αυτή όμως η μελέτη υπόρρητα θεωρούσε πως η πολιτική κουλτούρα των Αμερικάνων είναι το παράδειγμα που όλοι πρέπει να ακολουθήσουν. Επίσης έτσι εξηγούσε την κατάσταση των μειονοτήτων στην Αμερική με όρους που απέκρυβαν τις σχέσεις εκμετάλλευσης που δομούσαν την αμερικανική κοινωνία. Η ευθύνη για την ελλιπή ανάπτυξη έγκειτο καθαρά στην συμπεριφορά και την κουλτούρα των μειονοτήτων και όχι σε κοινωνικές συνθήκες όπως αυτές καθορίζονται από μορφές και σχέσεις εξουσίας.
   Σήμερα υπάρχει ένα ρεύμα νεο-συμπεριφορισμού το οποίο θεωρεί πως μπορεί να υπάρξει σύζευξη μεταξύ ποιοτικών και ποσοτικών αναλύσεων. Το κατα πόσο έχει ξεπεράσει τις κριτικές που είχαν αποδοθεί στον κλασικό συμπεριφορισμό είναι ανοικτό.

  1. Θεωρία των Συστημάτων

Αυτή η θεωρητική προσέγγιση όπως αναπτύχθηκε από τον Ντειβιντ Ηστον, τον οποίο αναφέραμε πριν, συλλαμβάνει το πολιτικό σύστημα ως οργανισμό ή μηχανισμό αυτο-αναπαραγωγής που επιζητά την ισορροπία και την σταθερότητα. Είναι δηλαδή μια μορφή φανκτιοναλισμού (functionalism). Το μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για να τυποποιηθεί αυτή η θεωρία είναι αυτό που παρουσιάσαμε παραπάνω. Το πολιτικό σύστημα, δηλαδή η πολιτική ως διαδικασία, αναπαραριστάται να εκκινά από ένα σύνολο αιτημάτων που απορρέουν από τα κοινωνικά στρώματα, αιτήματα τα οποία διαμεσολαβούνται από τις πολιτικές δυνάμεις που τα μετατρέπουν σε πολιτικά αποτελέσματα (νόμους κλπ). Αυτά με την σειρά τους παράγουν νέες απαιτήσεις και έτσι το σύστημα είναι σε μια συνεχή κίνηση εξισορρόπησης και αναπαραγωγής. Μέσα στο πλαίσιο της θεωρίας των συστημάτων το καλύτερο πολιτικό σύστημα θα ήταν αυτό που μπορεί να επιφέρει συναίνεση ή κάποια μορφή αρμονίας μεταξύ των διαφόρων αιτημάτων. Στο βαθμό όμως που δεν είναι δυνατόν αυτό η επιβολή και ο καταναγκασμός πρέπει να θεωρούνται εγγενή στοιχεία της πολιτικής. 
   Όπως είπαμε το πρόβλημα με αυτήν την θεώρηση είναι πως αδυνατεί να συλλάβει θεωρητικά την συγκρουσιακή υφή της πολιτικής πραγματικότητας. Θέτοντας ως μοντέλο μια παροδική κατάσταση διαμεσολαβήσεων, η οποία ακόμα και τότε ήταν ανεπαρκής, αδυνατεί να κατανοήσει την δυναμική των κοινωνικών σχέσεων και την πολιτική τους συγκρότηση. Δηλαδή παίρνει μια μερική και ατελή μορφή της πολιτικής ως ουσία της πολιτικής εν γένει. Και αυτό είτε συνειδητά είτε ασυνείδητα έχει συντηρητικές προεκτάσεις: αφού η πολιτική στην ουσία της είναι μια λειτουργική διαδικασία αναπαραγωγής ενός δεδομένου οργανισμού, τότε κάθε ριζοσπαστικό πρόταγμα μεταβολής που προξενεί αστάθεια δεν μπορεί παρά να ορίζεται ως ανωμαλία.

  1. Θεωρία Εκσυγχρονισμού  

Βασικό αξίωμα των σύγχρονων θιασωτών αυτής της θεωρίας είναι πως η υλική ανάπτυξη, όπως αυτή εκφράζεται στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν  (ΑΕΠ) οδηγεί και σε έναν γενικότερο εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Με αυτήν την έννοια σηματο-δοτούνται υλικές και κοινωνικοπολιτικές δομές, πολιτισμικές αξίες και συμπεριφορές που χαρακτηρίζουν τον δυτικό κόσμο. Εκβιομηχανοποίηση, και τώρα ψηφιακές τεχνολογίες, οικονομία της αγοράς, πολιτικές μορφές αντιπροσώπευσης και κράτος δικαίου, κουλτούρα ατομικών δικαιωμάτων κλπ.
Τέσσερα προβλήματα:
(α) είναι δυτικοκεντρικό αφού θέτει ως μοντέλο ανάπτυξης τις δυτικές καπιταλιστικές κοινωνίες.
(β) υποβαθμίζει την γεωπολιτική και την θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
(γ) αστήρικτος εμπειρισμός: το γεγονός πως οι φτωχές χώρες  δεν είναι δημοκρατικές δεν στοιχειοθετεί αιτιώδη σχέση. Η σχέση καπιταλισμού-δημοκρατίας είναι πολύ πιο περίπλοκη.
(δ) ιδεολογικό χαρακτήρα: ορίζοντας κάποιες χώρες ως αντικειμενικά ανώριμες για ένα δημοκρατικό καθεστώς, νομιμοποιεί την ύπαρξη δικτατορικών καθεστώτων.     

  1. Θεωρία Ορθολογικής Επιλογής

Βασικό αξίωμα αυτής της θεωρίας είναι ότι η συμπεριφορά μπορεί να αναλυθεί με όρους κόστους-οφέλους δηλαδή ως μια ορθολογική επιλογή που έχει ως βάση την μεγιστοποίηση του οφέλους και την ελαχιστοποίηση του κόστους. Παραδείγματος χάρη, το μνημόνιο που συντάχθηκε μεταξύ της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και της Τρόικας πρέπει να προσεγγιστεί ως μια ορθολογική επιλογή η οποία προέκυψε μέσα από έναν υπολογισμό κόστους και οφέλους. Παρόλο που υπήρχαν κάποια κόστη (πχ. περικοπές σε βάρος των φτωχών στρωμάτων, ή απώλεια πολιτικής υποστήριξης), τα οφέλη (αποφυγή χρεοκοπίας) θεωρήθηκαν ότι είναι περισσότερα. Ως εκ τούτου, η πολιτική αναπαρίσταται ως ένα πεδίο παραγωγής διαπραγμάτευσης, διαμεσολάβησης και ανταγωνισμού ορθολογικών υπολογισμών μεταξύ διαφόρων υποκειμένων και κοινωνικών ομάδων.
   Η θεωρία της ορθολογικής επιλογής, όπως το εννοιολογικό δίπολο κόστος/όφελος καταδεικνύει  έχει ως παράδειγμα και μοντέλο την οικονομία, και για να είμαστε πιο συγκεκριμένοι την καπιταλιστική οικονομία, όπου οι διαδικασίες παραγωγής και ανταλλαγής συγκροτούνται με βάση την προσφορά και την ζήτηση και την προοπτική του κέρδους. Όπερ και σημαίνει πως το ανθρωπολογικό πρότυπο συμπεριφοράς στον πυρήνα αυτής της θεωρητικής προσέγγισης είναι ο επιχειρηματίας.
   Ένα παρακλάδι της θεωρίας ορθολογικής επιλογής είναι η θεωρητική προσέγγιση της πολιτικής ως παιγνίδι, η οποία αντλεί την έμπνευση της όχι τόσο πολύ από την οικονομία όσο από τα μαθηματικά . Εκλαμβάνοντας την πολιτική ως ένα παιχνίδι με διάφορους ρόλους και παίχτες, και εξετάζοντας τις επιλογές τους και τους λόγους που τους οδηγούν σε αυτές τις επιλογές μπορούμε να έχουμε μια συστηματική και συστηματοποιημένη γνώση της πολικής πραγματικότητας.
   Ένα κλασικό παράδειγμα της θεωρίας ορθολογικής επιλογής είναι το λεγόμενο «δίλημμα του φυλακισμένου». Η ιστορία έχει ως εξής: υπάρχουν δυο συλληφθέντες οι οποίοι ανακρίνονται σε ξεχωριστά δωμάτια και χωρίς να έχουν γνώση του τι λέγεται στο άλλο δωμάτιο. Οι επιλογές είναι να καταδώσουν ή να μην καταδώσουν ο ένας τον άλλο.  Αν ο ένας ομολογήσει και καταδώσει και τον άλλο θα απελευθερωθεί ενώ ο άλλος θα καταδικασθεί με 10 έτη φυλάκισης. Αν και οι δύο ομολογήσουν θα φάνε 6 χρόνια ο καθένας. Αν και οι δύο αρνηθούν να καταθέσουν θα τιμωρηθούν μόνο με ένα χρόνο φυλάκισης ο καθένας. Σύμφωνα με την ορθολογική ανάλυση με βάση τα δεδομένα που έχει ο κάθε ένας από τους φυλακισμένους η πιο λογική επιλογή είναι να ομολογήσουν, αφού η πιθανότητα να το κάνει και ο άλλος είναι μεγάλη. Δηλαδή το μη χείρον βέλτιστον. Το πρόβλημα φυσικά εδώ είναι πως η θεωρία δεν λαμβάνει υπόψη σημαντικές παραμέτρους, πάνω από όλα την σχέση των δυο συλληφθέντων. Αν υπάρχουν δεσμοί εμπιστοσύνης, τότε δεν θα ομολογήσεις γιατί πιστεύεις πως ούτε ο άλλος θα το κάνει. Ένα καλό παράδειγμα εδώ είναι τα Ημερολόγια Φυλακής που αφορά τρεις φυλακισμένους αγωνιστές της ένοπλης οργάνωσης Τουπαμάρος η οποία έδρασε στην Ουρουγουάη. Άλλο παραπλήσιο παράδειγμα είναι η απεργία πείνας: θεωρητικά μπορεί να αναλυθεί με όρους κόστους/οφέλους: η αξία της ελευθερίας ή της αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι πιο σημαντική από το θάνατο. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το σημείο κλειδί: ότι στην βάση των επιλογών μας υπάρχουν αξίες, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο ορθολογικό σχήμα κόστους/οφέλους. Η ελευθερία και η δικαιοσύνη δεν προτιμούνται επειδή είναι επωφελείς αλλά ως αυτούσιες αξίες. Συνεπώς, παρόλο που μπορεί κάθε πολιτική απόφαση να εμπεριέχει ένα στοιχείο ορθολογισμού αυτό δεν είναι το καθοριστικό σημείο. Συνεπώς δεν είναι και η ανάλυση με όρους κόστους/οφέλους αποφασιστική για την κατανόηση της εν λόγω επιλογής.
   Γενικότερα, το βασικό πρόβλημα της θεωρίας ορθολογικής επιλογής είναι το ότι παίρνει ως μοντέλο ορθολογισμού την οικονομία. Γιατί όμως είναι ορθολογικό το να αποζητάς το όφελος, δηλαδή το κέρδος; Αυτό το αξίωμα έχει κάποιες αξιολογικές υποθέσεις οι οποίες ανταποκρίνονται σε μια ορισμένη κοινωνική κατάσταση η οποία επουδενί δεν είναι υπεριστορική ή φυσική. Κατα τον ίδιο τρόπο μπορεί να βασίζονται σε επιθυμίες οι οποίες δεν είναι περισσότερο λογικές από άλλες επιθυμίες. Το τι αποτελεί εν τέλει ορθό λόγο, δεν είναι απαραίτητο να αντλήσει τον ορισμό του από την οικονομία. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να μπορούμε να ξεχωρίζουμε μεταξύ ορθολογικών διαδικασιών και ορθολογικών σκοπών. Μπορεί η συσσώρευση κέρδους να δομείται από μια σειρά ορθολογικών διαδικασιών: μείωση κόστους παραγωγής κλπ. Ως σκοπός όμως η συσσώρευση κέρδους δεν είναι απαραίτητα ορθολογική, σίγουρα όχι πιο ορθολογική από την διάχυση του κοινωνικού κεφαλαίου σε κοινο-φελείς σκοπούς.   

  1. Νεο-Θεσμικές Θεωρίες

Αυτή η σύγχρονη αναδιατύπωση της θεσμικής θεωρίας, εστιάζει και τονίζει την σημασία των θεσμών για την πολιτική συμπεριφορά. Οι διάφοροι θεσμοί (κόμματα, γραφειοκρατία, νομοθετικά σώματα), έχουν την δικιά τους υπόσταση και δεν αντανακλούν απλά κοινωνικές δυνάμεις. Ως εκ τούτου αυτοί οι θεσμοί έχουν και την δικιά τους λογική, η οποία αναπαράγεται από τα διάφορα υποκείμενα που στελεχώνουν αυτούς τους θεσμούς. Επιπλέον αυτά τα υποκείμενα μαθαίνουν να λειτουργούν σε αυτούς τους θεσμούς, επιλέγοντας αυτό που είναι προτιμότερο ώστε να έχουν το μεγαλύτερο όφελος εντός των δεδομένων θεσμών, πχ. εδραίωση της εξουσίας ή της θέσης που κατέχουν. Η πολιτική σε αυτήν την θεώρηση είναι μια διαδικασία που λαμβάνει χώρα και καθορίζεται από συγκεκριμένους θεσμούς και που δρώντα υποκείμενα παράγουν ένα εύρος αποφάσεων και αποτελεσμάτων.
   Η νεο-θεσμική θεωρία μας βοηθάει να κατανοήσουμε τους θεσμούς στην αυτο-νομία τους, χωρίς δηλαδή να καταφεύγουμε σε αναγωγές που αποκρύβουν την λογική που προσιδιάζει στο κάθε πολιτικό/κυβερνητικό θεσμό. Μας βοηθάει πχ. να δούμε γιατί σε μια περίοδο κρίσης του κοινοβουλευτισμού, οι βουλευτές, ανεξαρτήτως κόμματος, θα υπερασπιστούν τον εν λόγω θεσμό. Όχι μόνο μάλιστα θα τον υπερ-ασπιστούν αλλά θα αναπαράγουν τις διαδικασίες που καθορίζουν το κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Και αυτό τόσο για λόγους προσωπικού οφέλους αλλά και γιατί αυτή η συμπεριφορά καθορίζεται από τους θεσμούς ανεξαρτήτως σε ποια κατάσταση βρίσκονται οι τελευταίοι.
Προβλήματα: Αν και μπορεί να υπάρχει ένα πεδίο αυτονομίας, δεν μπορούμε να αποκόβουμε την πολιτική από τις κοινωνικές σχέσεις. Οι διάφορες δομές δια-κυβέρνησης μπορεί να έχουν την δικιά τους λογική και νόμους αλλά αυτοί δια-μορφώνονται, αναπτύσσονται και μεταλλάσσονται μέσα σε ένα ορισμένο κοινωνικό πλαίσιο και σε μια ορισμένη μορφή κοινωνίας. Πχ. δεν μπορούμε να καταλάβουμε τον κοινοβουλευτισμό όπως αυτός αναπτύσσεται στις δυτικές δημοκρατίες, έξω από το κοινωνικό πλαίσιο και την κοινωνική δυναμική του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
   Επίσης ισχύουν εν πολλοίς τα ίδια που είπαμε πριν για την θεωρία ορθολογικής επιλογής. Το όφελος/κόστος δεν είναι απαραίτητα ασφαλής ή αποφασιστικός οδηγός. Άλλο η λογική μιας τεχνικής εξουσίας και άλλο οι σκοποί της.   

  1. Κάποιες άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις

Αυτές είναι οι θεωρίες που αναφέρονται από τον Ρόσκιν και συνεργάτες. Πρέπει όμως να τονιστεί πως αυτή η λίστα δεν είναι εξαντλητική, καθόσον υπάρχουν αρκετά ακόμα θεωρητικά ρεύματα. Υπάρχει η αναρχική θεώρηση που εννοιολογεί την πολιτική ως μια συγκρουσιακή διαδικασία κυριαρχίας και αντίστασης. Υπάρχει και η φεμινιστική που θεωρεί την διαίρεση και καθυπόταξη των φύλων ως την πρωταρχική πολιτική πράξη, και που θεωρεί πως το  πολιτικό ξεκινάει από τις διαπροσωπικές σχέσεις. Μία ακόμα ενδιαφέρουσα σύγχρονη ανάλυση είναι η λεγόμενη ανάλυση λόγου (discourse analysis) ή θεωρία λόγου (discourse theory). Αυτό το ρεύμα επικεντρώνεται στους διάφορους λόγους (discourses) που χαρακτηρίζουν τη πολιτική πραγματικότητα: μανιφέστα, αναλύσεις, διακυρήξεις, ομιλίες, πολιτικά προγράμματα κλπ. Η βασική αρχή είναι πως αυτοί οι λόγοι δεν αντανακλούν απλά την πολιτική πραγματικότητα (σχέσεις εξουσίας, πολιτικές δομές κλπ) αλλά είναι συστατικοί στην συγκρότηση τους. Συνεπώς η λεπτομερής ανάλυση τέτοιων λόγων είναι κεφαλαιώδης σημασίας για να κατανοήσουμε αυτήν την πραγματικότητα. Πχ. για την κατανόηση του κράτους δεν αρκεί να εξετάσουμε τους εμπειρικούς θεσμούς που το συναρθρώνουν, ούτε απλά τις κοινωνικές σχέσεις που εκφράζει. Πρέπει εξίσου να εξετάσουμε και τους διάφορους λόγους (μεταφορές, συμβολισμούς, προτάσεις, ανα-παραστάσεις) που το συνοδεύουν. Κατά τον ίδιο τρόπο για την θεωρία λόγου οι διάφοροι λόγοι δεν εκφράζουν απλά ένα νόημα, δεν είναι δηλαδή μόνο πομποί μηνυμάτων. Αντιθέτως οι λόγοι που συναντώνται στο πολιτικό γίγνεσθαι αποτελούν καθαυτοί πεδία στα οποία θεμελιώνεται και παράγεται η εξουσία. Πχ. η διάκριση μεταξύ ειρηνικού και βίαιου διαδηλωτή δεν περιγράφει μόνο μια πραγματικότητα αλλά χρησιμοποιείται ώστε να παραχθούν διαχωρισμοί εντός των διαδηλωτών όπως και να δομηθούν συγκεκριμένες τεχνικές εξουσίας/αστυνόμευσης.

Θεωρία και Αλήθεια

Έχοντας ολοκληρώσει την παράθεση των κυριότερων θεωρητικών προσεγγίσεων το ερώτημα που τίθεται είναι πως διαλέγουμε μεταξύ της μιας από την άλλη. Εδώ δεν υπάρχει εύκολη απάντηση.
   Καταρχάς υπάρχει η αντίληψη ότι η θεωρία που προτιμάμε καθορίζεται από κάποιο συμφέρον είτε ατομικό, είτε ταξικό. Έως ενός σημείου αυτή η θέση βοηθάει στο να καταλάβουμε τις παραμέτρους που υποδαυλίζουν μια θεωρητική προσέγγιση. Παραδείγματος χάρη, μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι η θεωρία κοινωνικού συμβολαίου είναι συνδεδεμένη με την άνοδο της αστικής τάξης. Σε αυτό τον βαθμό η απεικόνιση της πολιτικής ως σύμβασης εξέφραζε τα συμφέροντα της. Έτσι, όταν ήταν μια τάξη επαναστατική ήταν και η θεωρία ριζοσπαστική – αμφισβήτηση της απόλυτης εξουσίας τους βασιλιά ή της θεϊκής καταγωγής της βασιλείας- ενώ μετά την εδραίωση της αστικής τάξης, μπορεί να έχει συντηρητικό χαρακτήρα πχ. απόκρυψη των ταξικών σχέσεων που δομούν μια πολιτική κοινωνία.
   Όσο σημαντικό όμως και να είναι να τοποθετούμε μια θεωρία στο κοινωνικό της πλαίσιο είναι εσφαλμένο να την ανάγουμε πλήρως σε κάποιο συμφέρον. Διότι έτσι μπορούμε αφενός να εκπέσουμε στον σχετικισμό και αφετέρου να εξαντλούμε την πολιτική διαφωνία σε πολεμικές αντί να επικεντρωνόμαστε στο περιεχόμενο των προτάσεων και των επιχειρημάτων που συγκροτούν μια συγκεκριμένη θεωρία. Τι κάνει μια θεωρία λοιπόν περισσότερο αληθινή από την άλλη; Τα ακόλουθα σημεία αποτελούν σημαντικά, αν και όχι απαραίτητα αποκλειστικά, κλειδιά αξιολόγησης.

(α) Όπως και σε κάθε άλλο κλάδο, μια πολιτική θεωρία δεν πρέπει να βασίζεται σε δογματικά αξιώματα και δεν πρέπει να έχει αντιφάσεις. Όσο περισσότερα δογματικά αξιώματα υπάρχουν και όσες περρισότερες αντιφάσεις τόσο πιο εύθραυστη είναι η συγκεκριμένη θεωρία.

(β) Σημαντικό επίσης κριτήριο μπορεί να είναι ο βαθμός που μια θεωρία μπορεί να οικειοποιείται και να αξιοποιεί συμπεράσματα και θέσεις άλλων θεωρητικών προσεγγίσεων. Δηλαδή η ελαστικότητα και η δυνατότητα απορρόφησης είναι προσόντα μιας θεωρίας. Συσχετιζόμενο με αυτό είναι επίσης κατα πόσο μια θεωρία μπορεί να ερμηνεύσει και να εξηγήσει μια άλλη θεωρία. Πχ. η κριτική του θεσμικού φορμαλισμού που αποδίδεται στις θεσμικές θεωρίες από άλλες πολιτικές θεωρίες ή ο τρόπος που η μαρξιστική θεώρηση αναδεικνύει την οφειλή που έχουν οι θεωρίες κοινωνικού συμβολαίου στις βασικές κατηγορίες ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής, τον καπιταλισμό.

(γ) Παρόλο που η προσφυγή σε κάποια αντικειμενικά γεγονότα δεν είναι δυνατή, τα διάφορα δεδομένα που συναρθώνουν το πολιτικό φαινόμενο που εξετάζουμε ή γενικά το πολιτικό γίγνεσθαι είναι ένας οδηγός αξιολόγησης. Αν ένα θεωρητικό σύστημα για να συντηρεί την συνεκτικότητα του πρέπει να αποκρύβει ή αποκλείει κάποια γεγονότα τότε αυτό είναι ένδειξη ότι η θεωρία μπορεί να χρειάζεται αναθεώρηση ή ότι είναι αδόκιμη. Παραδείγματος χάρη, η θεωρία εκσυγχρονισμού παραβλέπει τις σχέσεις μεταξύ του κέντρου και της περιφέρειας στο καπιταλιστικό σύστημα. Εν ολίγοις, η εμπειρική ελεγξιμότητα είναι πάντα σημαντικό κριτήριο.
  
(δ) Άλλο κριτήριο αξιολόγησης, είναι το κατα πόσον μια θεωρία διαφωτίζει και ερμηνεύει καλύτερα φαινόμενα και προβλήματα σε σχέση με μια άλλη θεωρία που δεν μπορεί να τα επιλύσει ή τα οποία επεξηγεί ανεπαρκώς. Παραδείγματος χάρη, λαμβάνοντας υπόψιν τα δεδομένα που έχουμε για την παρούσα κρίση του κοινοβουλευτικού συστήματος, ποια θεωρία μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα αυτήν την κρίση: η θεωρία ορθολογικής επιλογής, η θεωρία κοινωνικού συμβολαίου ή η μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας;

(ε) Εξίσου σημαντικό είναι ο βαθμός που μια θεωρία διανοίγει τον γνωστικό μας ορίζοντα σε σχέση με μια άλλη θεωρία που μπορεί να είναι περιοριστική. Φερειπείν, ο συμπεριφορισμός διεύρυνε το πεδίο μελέτης της πολιτικής επιστήμης σε σχέση με την θεσμική θεωρία που περιόριζε το πεδίο θέασης στους θεσμούς. Από την άλλη ο συμπεριφορισμός τείνει να περιορίζει το πεδίο θεώρησης στο ήδη υπάρχον, αγνοώντας έτσι τον ενδεχομενικό και συγκυριακό χαρακτήρα της πολιτικής πραγματικότητας. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ότι Μαρξισμός ξεπερνάει τα αδιέξοδα της ατομικιστικής οντολογίας των συμβολαικών θεωριών εστιάζοντας την προσοχή στην ταξική σύνθεση των κοινωνικών σχηματισμών. Με την σειρά του όμως και ο Μαρξισμός μπορεί να εμπλουτιστεί από τον φεμινισμό ή την θεωρία λόγου.

Ø  Εν τέλει ο μεγαλύτερος κίνδυνος κάθε θεωρητικής προσέγγισης είναι να μετατραπεί σε ένα κλειστό σύστημα σκέψης το οποία αντί να διαφωτίζει την πραγματικότητα την συσκοτίζει ή προσπαθεί να την χωρέσει σε περιοριστικά καλούπια. Δηλαδή ο μεγαλύτερος κίνδυνος της θεωρίας είναι να γίνει μια πράξη αυτοεπιβεβαίωσης του υποκειμένου. Επίσης μέγιστης σημασίας είναι το ερώτημα τι αποτελεί τελικά αλήθεια για την πολιτική. Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν είναι τόσο απλό όσο φαίνεται και θα μας απασχολήσει πάλι στο τέλος του μαθήματος.



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι
3η Εβδομάδα: Πολιτικές Ιδεολογίες 1
Η Ιδεολογία αποτελεί μια από τις πιο αμφιλεγόμενες έννοιες στις πολιτικές και γενικά κοινωνικές επιστήμες. Παρόλο που η θεματική του παρόντος μαθήματος περιορίζεται στις πολιτικές ιδεολογίες, και όχι στην ιδεολογία ως γενικότερο φαινόμενο, μια μικρή εισαγωγή είναι απαραίτητη.
Ως τεχνική έννοια ο όρος ιδεολογία εισάγεται κατά πάσα πιθανότητα από τον Antoine Destutt de Tracy, ένα Γάλλο φιλόσοφο που έζησε και έδρασε την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης. Με αυτόν το όρο ο De Tracy ήθελε να περιγράψει μια επιστήμη του μυαλού και των παραγώγων του (ιδέες) η οποία ήταν κατά αναλογία με άλλες επιστήμες του ανθρώπου ή γενικά των έμβιων όντων (βιολογία, ζωολογία κλπ). Στο γενικό πνεύμα του Διαφωτισμού ο de Tracy προσδίδει σε αυτήν τον γνωστικό κλάδο ένα κανονιστικό περιεχόμενο, θεωρώντας την ιδεολογία ως ένα μοχλό για την πρόοδο της ανθρωπότητας.
Αν όμως ο όρος ιδεολογία εισάγεται ως μια θετική έννοια, η μετέπειτα ιστορία του όρου θα πάρει την ακριβώς αντίθετη τροχιά. Ο πρώτος που χρησιμοποιεί τον όρο με αρνητικό πρόσημο είναι ο Ναπολέοντας, ο οποίος μετά την στέψη του ως αυτο-κράτορα χρησιμοποιεί υποτιμητικά τον όρο «ιδεολόγοι» για  όλους αυτούς του φιλό-σοφους που στρατεύονταν στον σκοπό της ανθρώπινης χειραφέτησης από τα δεσμά της παράδοσης και της αυθεντίας. Πέρα από ιστορική πληροφορία, έχει την σημασία του πως η πρώτη πολιτική χρήση του όρου έχει τον χαρακτήρα πολεμικής, όπως επίσης και ότι στην συγκεκριμένη πολεμική του Ναπολέοντα οι ιδέες συνδέονται με συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες και τα συμφέροντα τους.  
Ο όρος ιδεολογία αποκτά πραγματικά σημαίνουσα θέση στο πολιτικό λεξιλόγιο μέσα από τα γραπτά του Καρλ Μαρξ. Πρέπει να τονιστεί ότι στο έργο του Μαρξ δεν υπάρχει μια ενιαία και συστηματική επεξεργασία του όρου˙ παρόλα αυτά, η χρήση που έμελλε να επηρεάσει πιο πολύ την μετέπειτα σκέψη είναι αυτή που συναντάται στο έργο, που συνέγραψε με τον Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία. Εκεί, καταρχάς, δηλώνεται πως οι αναπαραστάσεις και ιδέες που αναφέρονται στην κοινωνική πραγματικότητα – δηλαδή η ιδεολογία - εκφράζουν δεδομένα ταξικά συμφέροντα και συνεπώς πως η αναπαράσταση του κόσμου που έχει επικρατήσει είναι η ανα-παράσταση της «άρχουσας τάξης», δηλ., της κοινωνικής τάξης που κατέχει ή ελέγχει τα μέσα παραγωγής του υλικού κόσμου. Όπως οι Μαρξ και Ενγκελς συνοψίζουν,

«Οι ιδέες της άρχουσας τάξης είναι σε κάθε εποχή οι κυρίαρχες ιδέες, δηλαδή η τάξη που είναι η υλική δύναμη της κοινωνίας είναι συγχρόνως και η κυρίαρχη διανοητική δύναμη. Η τάξη που έχει τα μέσα υλικής παραγωγής ελέγχει την ίδια στιγμή τα μέσα πνευματικής παραγωγής, έτσι ώστε γενικά μιλώντας, οι ιδέες αυτών που δεν έχουν τα μέσα πνευματικής παραγωγής να υπάγονται σε αυτήν».

   Στο βαθμό που οι υποτελείς τάξεις συμμερίζονται και ασπάζονται αυτό το σύνολο αναπαραστάσεων και ιδεών που συγκροτούν την κυρίαρχη ιδεολογία, πχ. την νομιμότητα της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, τότε ορίζουν την ζωή τους ενάντια στα συμφέροντα της δικιάς τους τάξης, ενάντια δηλαδή στα αληθινά τους συμφέροντα. Από εδώ πηγάζει και ο περίφημος ορισμός της ιδεολογίας ως μιας camera obscura, δηλαδή μια μορφή αναπαράστασης και κατανόησης του κοινωνικού κόσμου η οποία συσκοτίζει την πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει πως για τον Μαρξ η ιδεολογία είναι ένα «κόλπο» των κυρίαρχων τάξεων. Όπως τονίζει, οι άρχουσες τάξεις δεν θα μπορούσαν να «μυστικοποιήσουν» τους άλλους αν δεν είχαν «μυστικο-ποιήσει» πρώτα από όλα τους εαυτούς τους. Ενώ όμως για την άρχουσα τάξη αυτή η μορφή παραγνώρισης του πραγματικού εκφράζει και επικυρώνει την κυρίαρχη θέση της στον δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό, για τις υποτελείς τάξεις σφραγίζει και διαιωνίζει την υποδούλωση τους. Για αυτόν τον λόγο τελικά η ιδεολογία αποτελεί όπως θα πει ο Ένγκελς μια ψευδή συνείδηση.
   Η σημασιοδότηση της ιδεολογίας ως μια μορφή παραγνώρισης, ως δηλαδή κάτι ψευδές, σημαίνει ότι η ιδεολογία αντιπαρατίθεται πάντα με κάτι που ορίζεται ως αληθινό, είτε αυτό είναι «η πραγματικότητα», είτε μια άλλη μορφή λόγου, όπως η επιστήμη. Σε αυτό τον βαθμό είναι δόκιμο να υποστηριχθεί πως η Μαρξιανή απεικόνιση της ιδεολογίας ανήκει στην παράδοση της δυτικής (μεταφυσικής) σκέψης, της οποίας η αρχετυπική έκφραση είναι η ιστορία της σπηλιάς που αφηγείται ο Πλάτωνας στην Πολιτεία: η ιδεολογία ως ψευδή συνείδηση είναι εν τέλει μια σκιά που κρύβει την αλήθεια. Συνεπώς, και η κριτική της ιδεολογίας, δηλαδή ο λόγος που ξεσκεπάζει το ψεύδος και συνεισφέρει στην χειραφέτηση του ανθρώπου είναι στην ρίζα της και στην ουσία της μια μορφή σκέψης που είναι Πλατωνική, δηλαδή που προσανατολίζεται από την ύπαρξη μιας αλήθειας, ασχέτως αν αυτή τοποθετείται σε έναν υπερβατικό κόσμο ή στον υλικό κόσμο ως η κρυμμένη δυνατότητα του τελευταίου.
Έχοντας όλα αυτά κατά νου, μπορεί να μοιάζει λίγο περίεργο έως και ειρωνικό που ο όρος ιδεολογία θα χρησιμοποιείτο τελικά για να περιγράψει και το σύστημα σκέψης που στηρίχθηκε στο έργο του Μαρξ, τον Μαρξισμό. Φυσικά, όπως λέγεται, ο Μαρξ είχε δηλώσει πως ο ίδιος δεν ήταν Μαρξιστής, αλλά το προκείμενο είναι πως η έννοια της ιδεολογίας από κάποια στιγμή και μετά άρχισε να αποδίδεται σε όλα τα πολιτικά ρεύματα σκέψης που αναδύθηκαν και καθόρισαν την νεωτερική περίοδο, ιδιαίτερα από τον 19ο αιώνα και μετά. Ενώ όμως αυτός ο προσδιορισμός πολλές φορές χρησιμοποιείτο για να αποκηρύξει το πολιτικό ρεύμα στο οποίο αποδιδόταν, ως δηλαδή μια μορφή κατηγορίας, η ευρεία απόδοση του όρου υπερβαίνει την κλασσική Μαρξιστική χρήση της ιδεολογίας ως ψευδούς συνείδησης και αποκτά μια θετική ή τουλάχιστον ουδέτερη χροιά. Φυσικά, δεν υπάρχει ένας μοναδικός, κοινά αποδεκτός ορισμός του τι εστί πολιτική ιδεολογία. Όμως η ως επι το πολύ, η συνήθης υπο-δήλωση του όρου στην πολιτική επιστήμη είναι  η ακόλουθη: Μια πολιτική ιδεολογία είναι ένα σώμα/σύστημα σκέψης και πιστεύω που εμπεριέχει (α) μια ορισμένη ανα-παράσταση του ανθρώπου και των δυνατοτήτων του (δηλαδή μια ορισμένη οντολογία ή ανθρωπολογία), (β) μια ορισμένη ανάλυση της κοινωνικό-πολιτικής πραγματικό-τητας, (γ) μια ορισμένη αντίληψη για την ιστορική διαδικασία, δηλαδή για το νόημα και την κατεύθυνση της ιστορίας, (δ) ένα κανονιστικό σύνολο αξιών και αρχών, (ε) ένα πολιτικό πρόταγμα και, ως επακόλουθο, ένα πολιτικό πρόγραμμα, δηλαδή μια ορισμένη πρόταση για την οργάνωση της συλλογικής ύπαρξης.
Υπό αυτή την σκοπιά η ιδεολογία πρέπει να συλλαμβάνεται πιο πολύ ως ένας ιδεατότυπος, δηλαδή μια γενική έννοια η οποία δεν υποδηλώνει κάποιο συγκεκριμένο εμπειρικό δεδομένο, αλλά τυποποιεί κάποια καθοριστικά γνωρίσματα και ουσιώδη χαρακτηριστικά διαφόρων φαινόμενων. Κατ’ επέκταση, η μελέτη μιας πολιτικής ιδεολογίας, στο βαθμό που την ενδιαφέρουν οι ορίζουσες ιδέες της τελευταίας, και όχι μια κοινωνιολογική ανάλυση της, δεν πρέπει να ταυτίζει και να συγχέει την ιδεολογία με τα διάφορα κινήματα ή καθεστώτα που προσδιορίζονται μέσω της συγκεκριμένης ιδεολογίας. Δηλαδή, άλλο η φασιστική και η μαρξιστική ιδεολογία και άλλο ένα φασιστικό ή μαρξιστικό κόμμα, άλλο ο αναρχισμός και άλλο μια συγκεκριμένη αναρχική συλλογικότητα.
Αυτή η απεικόνιση των πολιτικών ιδεολογιών έχει το προσόν, ανάμεσα στα άλλα, της αποφυγής ενός απλοϊκού αναγωγισμού, δηλαδή αποφεύγει την πλήρη αναγωγή των πολιτικών ιδεολογιών σε συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές ομάδες. Επίσης, έτσι επιτρέπει την εξέταση των πολιτικών ιδεολογιών κατά ένα τρόπο συνεκτικό, ο οποίος δεν χάνεται μέσα στην υπέρ-πληθώρα των εμπειρικών δεδομένων. Ενώ όμως είναι μια δόκιμη προσέγγιση ενέχει κάποια προβλήματα. Συγκεκριμένα, δημιουργεί μια κάπως στατική και κυρίως νοησιαρχική εικόνα των πολιτικών ιδεολογιών ως ενός συνόλου ιδεών και απόψεων περί της πολιτικής πραγματικότητας το οποίο έχει κατασκευαστεί από κάποιους διανοούμενους και που μετά επηρεάζει ή καθοδηγεί την συλλογική και ατομική συμπεριφορά. Κατ’ αυτόν τον τρόπο παράγεται μια διάκριση μεταξύ σκέψης και δράσης η οποία αποτυγχάνει να συλλάβει επαρκώς την υλική διάσταση των πολιτικών ιδεολογιών.
Κατ’ αρχάς οι ιδεολογίες είναι ιστορικές κατασκευές που έχουν παραχθεί κατά την ιστορική κίνηση και σε συνάρτηση με δεδομένες ιστορικές συνθήκες. Και αυτό σημαίνει πως δεν αποκρίνονται μόνο σε κανονιστικά προβλήματα (ή προβλήματα αρχών) αλλά πως έχουν μια καταφανώς πρακτική διάσταση. Όπως ο Μισέλ Φουκώ παρατηρεί για τον φιλελευθερισμό, ο τελευταίος δεν είναι απλά ένα σύνολο ιδεών και αρχών αλλά «μια πρακτική ... που προσανατολίζεται από κάποιους στόχους και που αυτό-ρυθμίζεται μέσω ενός συγκροτημένου αναστοχασμού».
   Με απλά λόγια, οι πολιτικές ιδεολογίες δεν είναι απλά νοητικές αναπαραστάσεις αλλά ενσώματες διαδικασίες, τουτέστιν, μια ορισμένη πρακτική (ιδιαίτερα μια πρακτική που απαντάται τακτικά) είναι κομμάτι μιας πολιτικής ιδεολογίας εξίσου σημαίνον με κάποια βασική ιδέα περί του κράτους ή μια θεωρητική ανάλυση της κοινωνικής πραγματικότητας. Μεθοδολογικά αυτό σημαίνει πως μια διεξοδική ανάλυση των πολιτικών ιδεολογιών δεν μπορεί να σταματάει στην ανάλυση των συστατικών της ιδεών αλλά πρέπει επίσης να εξετάζει (α) το ιστορικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν, (β) τις πρακτικές που την πραγματώνουν και την αναπτύσσουν, και (γ) το πώς αυτές οι πρακτικές συνδέονται με τις ιδέες που την καθορίζουν.
Είτε τις συνδέουμε με συγκεκριμένα συλλογικά συμφέροντα είτε αναγνωρίζουμε μια αυτονομία ή καθολικότητα στο περιεχόμενο τους, οι πολιτικές ιδεολογίες είναι «μεγάλες αφηγήσεις», δηλαδή συστήματα λόγου που υπερβαίνουν το εμπειρικό, δηλ., το «τοπικό» και το «μερικό» και προσπαθούν να συλλάβουν την κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα στην ολότητα τους. Ως εκ τούτου ο ρόλος των ιδεολογιών είναι διφορούμενος: οι ιδεολογίες συντελούν αφενός στην ενσωμάτωση, την σταθεροποίηση και την νομιμοποίηση δεδομένων κοινωνικών μορφών και ως εκ τούτου σχέσεων εξουσίας. Από την άλλη οι πολιτικές ιδεολογίες συνεισφέρουν στην κριτική και χειραφέτηση από δεδομένες κοινωνικό-πολιτικές δομές και σχέσεις. Ενώ κάποιες ιδεολογίες μπορεί να είναι κατ’ εξοχήν δυνάμεις ενσωμάτωσης και νομιμοποίησης στο υπάρχον (πχ. ο συντηρητισμός) ενώ κάποιες κατ’ εξοχήν δυνάμεις ρήξης και ανατροπής (πχ. ο αναρχισμός) η ιστορική εμπειρία διδάσκει πως στην πραγματικότητα ανάλογα την συγκυρία κάθε μια από τις υπάρχουσες πολιτικές ιδεολογίες μπορούν να παίξουν λίγο ή πολύ και τους δύο ρόλους. Συνεπώς μπορούμε να καταλήξουμε λέγοντας πως οι πολιτικές ιδεολογίες κάθε περίπτωση είναι αφενός οχήματα/μοχλοί συντήρησης ή αντίδρασης όσο και οχήματα αντίστασης και αλλαγής.
Φιλελευθερισμός
Ο φιλελευθερισμός είναι αναμφίβολα η ηγεμονική ιδεολογία στον δυτικό κόσμο ειδικά από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και μετά. Αυτή η ηγεμονία μάλιστα είναι τόσο εκτεταμένη που ο φιλελευθερισμός έφτασε να παρουσιάζεται ως μια μετα-ιδεολογία ή ως ένα μη-ιδεολογικό σύστημα αξιών που ασπάζεται από όλους πέρα από όσους είναι φορείς σκοταδισμού και ολοκληρωτισμού. Αυτή η τελευταία άποψη αναδύθηκε μαζί και σε άμεση συνάφεια με την θέση περί του τέλους της ιστορίας, της οποίας η πιο γνωστή θεωρητική έκφραση ήταν το έργο του Francis Fukuyama, Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος. Στο διαβόητο αυτό έργο ο Φουκουγιάμα υποστηρίζει,
«Ο θρίαμβος της Δύσης, της Δυτικής Ιδέας, φανερώνεται πρώτα από όλα στην πολιτική εξάντληση βιώσιμων συστηματικών εναλλακτικών στον δυτικό φιλελευθερισμό».
Η Εγελιανή θέση του Φουκουγιάμα περί τέλους της ιστορίας φυσικά πυροδότησε πολλές κριτικές, αλλά η ουσία της θέσης του περί του θριάμβου του φιλελευθερισμού στην πραγματικότητα εξέφρασε με ένα θεωρητικά συγκροτημένο τρόπο το «πνεύμα της εποχής», δηλαδή μια άποψη η οποία ήταν ηγεμονική. Ο φιλελευθερισμός οριζόταν ως ο απόλυτος ορίζοντας της εποχής μας, του οποίου η πτώση δεν θα ήταν τίποτα λιγότερο από μια οπισθοδρόμηση.
Τα βασικά αξιώματα του φιλελευθερισμού, τα οποία με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όλοι οι φιλελεύθεροι ασπάζονται είναι τα ακόλουθα:
  • Η αξία της ελευθερίας. Η ελευθερία νοούμενη ως αυτονομία, δηλαδή ως μη υπαγωγή σε παραδόσεις και αυθεντίες και ως δυνατότητα ανάπτυξης των ατομικών δυνατοτήτων χωρίς εξωγενείς παρεμβολές.
  • Η αξία της ισότητας. Η ισότητα νοούμενη ως ηθική και φυσική κατάσταση και στο κοινωνικό πεδίο ως ισότητα ευκαιριών. Οι διακηρύξεις των αμερικάνικων και γαλλικών επαναστάσεων είναι παραδειγματικές.
  • Η αξία του ορθού λόγου. Είτε πρόκειται για την κατανόηση του φυσικού κόσμου είτε για την διοίκηση και την διακυβέρνηση των κοινών υποθέσεων, ο φιλελευθερισμός πιστεύει ότι η χρήση των λογικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, (παρατήρηση, συλλογισμός, διάλογος), είναι οι καλύτεροι οδηγοί.
  • Προοδευτική/αναπτυξιακή αντίληψη της ιστορίας. Παρόλο που ο 20ος αιώνας έθεσε σε έντονη αμφισβήτηση την φιλελεύθερη πίστη στην πρόοδο, ακόμα και σήμερα στους φιλελεύθερους κύκλους κυριαρχεί η αντίληψη ότι η ιστορία αποτελεί μια προοδευτική εξέλιξη σε ανώτερα στάδια ύπαρξης, δηλαδή σε κοινωνικές κα πολιτικές μορφές που πραγματώνουν τα ιδεώδη του φιλελευθερισμού.
Αυτά τα αξιώματα, στην γενική τους μορφή, δεν είναι εγγενώς «φιλελεύθερα», δηλαδή δεν προσιδιάζουν στην φιλελεύθερη ιδεολογία αλλά μοιράζονται και από άλλες ιδεολογικές παραδόσεις, πχ. τον αναρχισμό και τον Μαρξισμό. Ο συγκεκριμένος τρόπος που αρθρώνονται στο πλαίσιο του φιλελευθερισμού καθορίζεται εν πολλοίς από αυτό που είναι το πλέον καθοριστικό γνώρισμα της φιλελεύθερης ιδεολογίας, η ατομοκεντρική ή ατομικιστική οντολογία. Στον φιλελευθερισμό η βασική μονάδα ανάλυσης και συγχρόνως η κανονιστική βάση είναι το άτομο. Αυτή η οντολογία μπορεί να πάρει την μορφή μιας ιστορικής υπόθεσης για μια προκοινωνική φυσική κατάσταση, όπως στον κλασσικό φιλελευθερισμό. Όπως όμως τονίστηκε στην προηγούμενη διάλεξη μια τέτοια υπόθεση δεν είναι απαραίτητη. Η ουσία της φιλελεύθερης οντολογίας είναι η απόλυτη προτεραιότητα που δίνεται στο άτομο σε σχέση με την κοινωνία. Έτσι, ακόμα και αν τα άτομα πάντα μεγαλώνουν σε δεδομένα κοινωνικά σύνολα η κοινωνία γίνεται αντιληπτή κατά ένα τρόπο λειτουργικό, ως δηλαδή μια συνάθροιση ατόμων της οποίας σκοπός είναι η ασφάλεια και η βελτίωση των τελευταίων. Έπεται, πως τα ατομικά δικαιώματα δεν μπορούν να θυσιάζονται για συλλογικές επιδιώξεις, όπως το «κοινό καλό». Πάνω από όλα μια από τις βασικότερες επωδούς της φιλελεύθερης ιδεολογίας είναι πως δεν γίνεται να περιορίζεται η ατομική ελευθερία προς χάρη της κοινωνικής ισότητας. Παρόλα αυτά οι πιο πολλοί φιλελεύθεροι είναι έτοιμοι να δεχτούν πως σε περιόδους κρίσης και αστάθειας – δηλαδή περιόδους έκτακτης ανάγκης – μπορεί να είναι απαραίτητο κάποιες ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα να περιορίζονται.
Αυτά τα βασικά αξιώματα καθορίζουν και την κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία του φιλελευθερισμού. Στο κοινωνικό πεδίο ο φιλελευθερισμός τάσσεται υπέρ του πλουραλισμού και της ανεκτικότητας. Από τον Τζον Λοκ και μετά το να είσαι φιλελεύθερος σημαίνει να αποδέχεσαι το διαφορετικό. Το άλλο βασικό χαρακτηρι-στικό είναι η αποδοχή της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς, δηλαδή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Η αγορά νοείται από τον φιλελευθερισμό ως ένας μηχανισμός ικανοποίησης της προσφοράς και της ζήτησης και γενικότερα διαμεσολάβησης των ατομικών επιδιώξεων. Κατά αυτόν τον τρόπο, θεωρείται ως το μοναδικό οικονομικό σύστημα που μπορεί να πραγματώσει την ατομική αυτονομία, καθώς όλα τα άλλα συστήματα στηρίζονται σε μια εξωγενή παρέμβαση. Αυτή η εμμονή στις αρετές τις ελεύθερης αγοράς μας βοηθάει να κατανοήσουμε καλύτερα και το περιεχόμενο της ελευθερίας στην φιλελεύθερη ιδεολογία. Στον φιλελευθερισμό η ελευθερία νοείται αφενός ως μη-παρέμβαση και αφετέρου ταυτίζεται με την ατομική ιδιοκτησία, όχι όμως απλά μιας κατοικίας όσο πλούτου και τελικά των μέσων παραγωγής. Η ελευθερία/αυτονομία βρίσκει την παραδειγματική της πραγμάτωση στην δυνατότητα του να πουλάς, να αγοράζεις και να συσσωρεύεις κατά βούληση. Είναι ακριβώς λόγω αυτής της σύνδεσης της ελευθερίας με την κυριότητα/ιδιοκτησία που η μισθωτή σχέση μπορεί να εκληφθεί ως ελεύθερη σύμβαση. Ο ένας πουλάει ο άλλος αγοράζει.
Στο πολιτικό πεδίο, αυτό που καθορίζει την φιλελεύθερη ιδεολογία είναι η αρνητική διάθεση προς το κράτος. Ειδικά ο κλασικός φιλελευθερισμός, έθετε ως βασικό αξίωμα πως το κράτος είναι ένα αναγκαίο κακό, και συνεπώς πως όσο λιγότερο κράτος τόσο καλύτερα, μια θέση που αναδύεται ξανά με τον νεοφιλελευθερισμό. Ακόμα όμως και στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, ο οποίος δίνει περισσότερο θετικό χαρακτήρα και πεδίο παρέμβασης στο κράτος, η βασική θέση παραμένει: η πολιτική (η οποία αξιωματικά ταυτίζεται με το κράτος) είναι ουσιαστικά ένα αναγκαίο κακό που πηγάζει από την αδυναμία τω ανθρώπων να οργανώσουν την ύπαρξη τους χωρίς εξουσία. Για αυτό τον λόγο άλλωστε ακόμα και στον κοινωνικό φιλελευθερισμό, ενώ το κράτος και η πολιτική μπορεί να έχουν περισσότερο θετικό χαρακτήρα, τελικά η ουσία τους και η βάση τους είναι πάντα η δυνατότητα καταπίεσης. Συνεπώς πάντα πρέπει να υπάρχουν ξεκάθαρα όρια μεταξύ πολιτικής και κοινωνίας, μεταξύ κράτους και ατόμου.
   Εξίσου σημαντική πολιτική θέση του φιλελευθερισμού είναι η αξία που δίνεται στο Κράτος Δικαίου, δηλαδή στην οργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ύπαρξης με βάση όχι την αυθαιρεσία αλλά καθολικών νόμων, που ισχύουν για όλους το ίδιο. Στην βάση αυτή της θέσης βρίσκεται η αναφερθείσα πίστη στην δύναμη του ορθού λόγου, του οποίου οι νόμοι είναι πραγμάτωση. Όπως και στις θετικές επιστήμες έτσι και στην κοινωνική ζωή ο άνθρωπος μέσω του λόγου του μπορεί να παράξει καθολικές νόρμες που θα ορίζουν την ζωή όχι σύμφωνα με την δύναμη αλλά με την αλήθεια και την λογική.
   Όσον αφορά την δημοκρατία, με την πάροδο των ετών ο φιλελευθερισμός την αποδέχτηκε ως το καλύτερο δυνατό πολίτευμα. Μάλιστα σε αυτό που λέγεται φιλελεύθερη δημοκρατία, δηλαδή ένα πολίτευμα που θεμελιώνεται στην πολιτική ισότητα, την ελεύθερη οικονομία και στην προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων, ο φιλελευθερισμός βρήκε το πολιτικό του ιδεώδες, δηλ., την καλύτερη μορφή οργάνωσης της συλλογικής ύπαρξης που μπορεί να υπάρξει.
   Όμως πρέπει να θυμηθούμε πως οι φιλελεύθεροι δεν ήταν πάντα στρατευμένοι δημοκράτες και πως η σχέση φιλελευθερισμού-δημοκρατίας είναι πολύπλοκη. Εδώ έχει σημασία το γεγονός πως η αποδοχή της δημοκρατίας συντελέστηκε μόνο με την καθιέρωση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, η οποία θα μπορούσε να προφυλάξει τα δικαιώματα των ιδιοκτητριών τάξεων από τις μάζες. Ακριβώς λοιπόν επειδή η προστασία της ιδιοκτησίας, δηλαδή της συσσώρευσης πλούτου και κεφαλαίου, είναι πρωταρχική για τον φιλελευθερισμό, πολλοί φιλελεύθεροι θεωρούν – και ιστορικά αυτό έχει αποδειχθεί αρκετές φορές - πως σε ορισμένες συνθήκες η δημοκρατία είναι πολυτέλεια. Το πρόσφατο παράδειγμα με τον δημοψήφισμα στην Ελλάδα είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα της αντιφατικής σχέσης που ο φιλελευθερισμός έχει με την δημοκρατία.

Όπως είπαμε ο φιλελευθερισμός δεν είναι μια ενιαία ιδεολογία αλλά έχει διάφορες εκφάνσεις οι οποίες αναδύθηκαν ιστορικά. Οι βασικές είναι αυτές που έχουν αναφερθεί ήδη:
  • Κλασσικός Φιλελευθερισμός: Η πρωτόλεια μορφή φιλελευθερισμού που ασπάζεται την ελάχιστη δυνατή παρέμβαση του κράτους στην ζωή και στις κοινωνικές/οικονομικές σχέσεις των ατόμων.
  • Κοινωνικός Φιλελευθερισμός: Αναδύεται μέσα στην κρίση που παράγει ο πρώιμος καπιταλισμός, τονίζοντας την ανάγκη για θετικές πολιτικές παρεμβάσεις. Εξέχουσες φυσιογνωμίες, στοχαστές όπως ο John Maynard Keynes και αργότερα ο  John Rawls.
  • Νεοφιλελευθερισμός: Αναδύεται και αυτός με την σειρά του μέσα από την κρίση των δεκαετιών 60 και (ειδικά) 70, ανακαλύπτοντας και επαναορίζοντας τις θέσεις του κλασικού φιλελευθερισμού. Πέρα όμως από μια οικονομική θεωρία, ο νεοφιλελευθερισμός, είναι μια βιοπολιτική, δηλαδή ένας τρόπος να οργανώνεται η ύπαρξη όπου εξέχουσα θέση έχει η ιδιωτική πρωτοβουλία και η αυτονομία του ατόμου.
Ο φιλελευθερισμός παρ’ όλη την ηγεμονία που απολαμβάνει στις δυτικές κοινωνίες έχει δεχτεί και πολλές κριτικές. Από αυτές ξεχωρίζονται οι ακόλουθες.
Ο φιλελευθερισμός είναι συνδεδεμένος με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και για αυτό έχει την τάση να χρησιμοποιεί τις κατηγορίες που προσιδιάζουν σε αυτόν τον τρόπο παραγωγής ως υπεριστορικές κατηγορίες. Παραδείγματος χάρη, η διάκριση πολιτικού και οικονομικού, ότι δηλαδή υπάρχει ένα πολιτικό πεδίο και ένα οικονομικό πεδίο των οποίων τα όρια μπορούν να χαραχτούν με σαφήνεια. Με το να παρουσιάζει αυτήν την διάκριση, που είναι χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης ο φιλελευθερισμός αφενός δεν μπορεί να υπερβεί τα όρια του καπιταλισμού κα αφετέρου δεν μπορεί να στοχαστεί το πρόβλημα της εξουσίας. Διότι η ίδια αυτή η διάκριση είναι μια πολιτική πράξη στην οποία εγγράφονται δεδομένες σχέσεις κυριαρχίας, εξάρτησης και εκμετάλλευσης.
Επίσης, ο φιλελευθερισμός και πάλι λόγω της πρόσδεσης του στον καπιταλισμό, δηλαδή σε έναν τρόπο παραγωγής όπου  ανταγωνισμός και η συσσώρευση κεφαλαίου είναι καθοριστικά γνωρίσματα πέφτει σε κάποιες βασικές αντιφάσεις. Πχ. θεωρεί την ιδιοκτησία ανθρώπινο δικαίωμα αλλά ασπάζεται ένα σύστημα όπου η ιδιοκτησία συσσωρεύεται στα χέρια λίγων ενώ κάποιοι δεν έχουν ούτε καν ένα σπίτι. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα: η φτώχεια θεωρείται κάτι κακό και ο ανταγωνισμός κάτι καλό, χωρίς όμως να δίνεται σημασία στην σχέση μεταξύ των δύο, δηλαδή στο πως η δυναμική το ανταγωνισμού οδηγεί αντικειμενικά στην φτώχεια.    
Γενικά, η άνοδος και διαμόρφωση του φιλελευθερισμού έχει καθοριστεί από δυο ιστορικά φαινόμενα: (α) τους θρησκευτικούς πολέμους (β) την άνοδο του καπιταλισμού και της αστικής τάξης. Όσο και αν έχει εξελιχθεί φαίνεται πως αυτές οι δύο συνθήκες έχουν χαράξει την φιλελεύθερη ιδεολογία τόσο αρνητικά όσο και θετικά. Το πρώτο καθόρισε την επιμονή για ανεκτικότητα και για σεβασμό στο διαφορετικό (αν και ο υπάρχουν σαφή προβλήματα στο πως αυτά αρθρώνονται μέσα στην φιλελεύθερη ιδεολογία). Το άλλο καθορίζει την ταυτοποίηση της ελευθερίας ως ατομική αυτονομία. Το βασικότερο ερώτημα που οι φιλελεύθεροι αντιμετωπίζουν είναι το κατά πόσο το ιδεώδες αυτό έχει κάποιο νόημα σήμερα, δηλαδή μια εποχή όπου χαρακτηρίζεται από (α) τεράστιες ανισότητες μεταξύ κρατών αλλά και εντός των κοινωνιών, (β) τεράστια συσσώρευση πλούτου σε λίγους θεσμούς και δομές, (γ) υπερκρατικές πολιτικές οντότητες που συνιστούν κέντρα εξουσίας που αποφασίζουν για τις ζωές των ανθρώπων χωρίς οι τελευταίοι να έχουν πρόσβαση ή επιρροή, και τέλος, (δ) όπου οι ατομικές επιλογές και επιθυμίες καθορίζονται και συγκροτούνται από την απανταχού παρούσα βιομηχανία του θεάματος. Αν δεν θέλουμε να εξιδανικεύουμε το παρόν ή να αποσπόμαστε από αυτό, η όποια θέση περί της συνεχιζόμενης επικαιρότητας του φιλελευθερισμού πρέπει να απαντήσει σε αυτά τα ζητήματα. Ειδικά σε αυτήν την περίοδο κρίσης που ζούμε, όπου φαίνεται πως η φιλελεύθερη μορφή του καπιταλισμού αντικαθίσταται σταθερά από μια πολύ πιο αυταρχική μορφή, αυτή η διερώτηση έχει τεράστια σημασία.         
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Michael Roskin et alΕισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 6.
Andrew HeywoodΕισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 3
Andrew HeywoodΠολιτικές Ιδεολογίες, Εκδόσεις Επίκεντρο
Κ. Μαρξ–Φ. Ενγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία. Σημαντικά αποσπάσματα του κειμένου μπορούν να βρεθούν στην ακόλουθη ηλεκτρονική διεύθυνση:
Michel Foucault, ‘The Birth of Biopolitics’, Ethics, Subjectivity and Truth, The Essential Works of Michel Foucault 1954-84,  vol.1, ed. P. Rabinow, trans. R. Hurley et al, Penguin Press, σσ. 73-79



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι
Διάλεξη 4: Πολιτικές Ιδεολογίες 2
Συντηρητισμός
Στην κακή εκδοχή ο συντηρητισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο από την ιδεολογία των ελίτ και των προνομιούχων, ένα σύνολο ιδεών και αντιλήψεων που νομιμοποιεί τα προνόμια που υπάρχουν και παρουσιάζει ως φυσική κατάσταση την εκμετάλλευση και την κυριαρχία ανθρώπου σε άνθρωπο. Στην καλή του εκδοχή ο συντηρητισμός είναι μια διανοητική και πολιτική παράδοση που χαρακτηρίζεται (α) από τον τονισμό των περιορισμών της ανθρώπινης κατάστασης, (β) από την προσπάθεια να διατηρηθεί η τάξη και ο πολιτισμός ενάντια σε δυνάμεις αστάθειας και ανωμαλίας και (γ) από την αξία που αποδίδεται στην παράδοση ως φορέα απαραίτητων αξιών και αληθειών.
Όπως και σε κάθε άλλη πολιτική ιδεολογία υπάρχει σημαντική ποικιλία μέσα στην συντηρητική παράδοση. Σχηματικά υπάρχουν δύο κυρίες τάσεις.
  • Μια αντιδραστική τάση που (α) εναντιώνεται σε κάθε αλλαγή και ιδιαίτερα στον εκδημοκρατισμό των σύγχρονων μαζικών κοινωνιών και που (β) τονίζει την ανάγκη μιας οργανικής και αυστηρά ιεραρχικής συγκρότησης της κοινότητας.
  • Μια μετριοπαθής τάση  που βλέπει μεν με καχυποψία τον εξισωτισμό και την αστάθεια των δημοκρατικών καθεστώτων αλλά που δεν προσπαθεί να επαναφέρει παλιότερες πολιτικές      μορφές αλλά να διατηρήσει και να εμφυσήσει τις συντηρητικές αξίες στις σύγχρονες κοινωνίες.

Και στις δύο περιπτώσεις όμως οι θιασώτες της συντηρητικής ιδεολογίας βλέπουν τους εαυτούς τους ως υπέρμαχους του (δυτικού) πολιτισμού ενάντια σε όλες αυτές τις σύγχρονες δυνάμεις, (πχ. πολιτισμικά, διανοητικά και πολιτικά κινήματα) που τον απειλούν.

Υπάρχει πάντως και μια τρίτη λιγότερο συνήθης τάση που ευδοκίμησε κυρίως στην Γερμανία των αρχών του 20ου αιώνα. Δηλαδή, μια ριζοσπαστική τάση που αποδέχεται την κίνηση και την αλλαγή ως συστατικά στοιχεία της πολιτικής πραγματικότητας και που εμφανίζεται έτοιμη να συμπλεύσει με επαναστατικές δυνάμεις προσπαθώντας μέσα σε αυτό το πλαίσιο να πραγματώσει και διατηρήσει βασικές συντηρητικές αξίες.

Ανεξαρτήτως όμως των όποιων τάσεων, αν θέλαμε να σχηματοποιήσουμε τους κοινούς τόπους της συντηρητικής ιδεολογίας θα τονίζαμε τους εξής:
  • Παράδοση απέναντι στον εκσυγχρονισμό.
  • Η αξία της αυθεντίας και της ιεραρχίας ενάντια στον εξισωτισμό και τον εκδημοκρατισμό.
  • Τάξη και νόμος ενάντια στην ανομία και τον ριζοσπαστισμό.
  • Πολιτικός ρεαλισμός που τονίζει τα όρια της ανθρώπινης κατάστασης ενάντια σε ουτοπικά προτάγματα.
  • Πνευματικές αξίες και ατομική υπεροχή ενάντια στον υλισμό και την μαζο-ποίηση των σύγχρονων κοινωνιών.

Ιστορικά ο συντηρητισμός αναδύεται ως απάντηση στην Γαλλική Επανάσταση και των ιδεωδών που αυτή προωθούσε. Οι διάφορες μορφές απόκρισης όμως εντός του συντηρητικού στρατοπέδου διαφαίνονται από την αρχή. Στην Γαλλία παίρνουν μια πιο αντιδραστική μορφή, με επιφανή εκπρόσωπο τον Joseph de Maistre. Στην Αγγλία μια πιο μετριοπαθή με πιο χαρακτηριστικό εκπρόσωπο τον Edmund Burke. Αυτή η σύνδεση του συντηρητισμού με κάποιο αντίπαλο δέος, είναι χαρακτηριστική όλης της μετέπειτα πορείας του. Αυτό είναι λογικό, αφού στο βαθμό που αυτό-προσδιορίζεται ως μια δύναμη συντήρησης ο συντηρητισμός πάντα θα αντιπαλεύει αυτό που αντιλαμβάνεται ως δύναμη ριζοσπαστικής αλλαγής. Στην αρχή αυτή η δύναμη ήταν ο φιλελευθερισμός όμως σιγά-σιγά στο πολιτικό επίπεδο θα γίνει ο σοσιαλισμός, ειδικά στις επαναστατικές εκφάνσεις του, ενώ από το 60 και μετά τα συντηρητικά βέλη θα στραφούν στα διάφορα κοινωνικά κινήματα όπως και στον «μεταμοντερνισμό». Ενδιαφέρον είναι επίσης ότι, ειδικά στην Αγγλία και την Αμερική ο συντηρητισμός ασπάζεται αρκετές από τις αξίες της φιλελεύθερης παράδοσης τις οποίες θεωρεί ότι αξίζει να τις προστατέψει από τις διαλυτικές δυνάμεις που αναφύονται στις σύγχρονες κοινωνίες, καμιά φορά ακόμα και από τους ίδιους τους φιλελεύθερους. Αυτή η σύγκληση φιλελευθερισμού και συντηρητισμού αποτυπώνεται ιδιαίτερα στο οικονομικό πεδίο και στη διάδοση των νεοφιλελεύθερων δογμάτων. Πάντως αυτή η σύγκληση δεν πρέπει να αποκρύψει τις πολλές και σημαντικές διαφορές. Ναι μεν ορθός λόγος αλλά και παράδοση, ναι μεν εκκοσμίκευση αλλά αιώνιες αξίες, ναι μεν ατομική ελευθερία αλλά όχι ασυδοσία, ναι μεν ανοχή αλλά και ανάγκη σιδερένιας πυγμής. Δεν είναι τυχαίο από αυτήν την άποψη ότι από το 1980 και μετά, δηλαδή μετά από μια περίοδο κοινωνικού ριζοσπαστισμού, αναταραχής και οικονομικής κρίσης, ο συντηρητισμός γνώρισε μια πολιτική αναγέννηση στο πρόσωπο τις λεγόμενης Νέας Δεξιάς. 
Δύο βασικά προβλήματα:
  • Tι είναι παράδοση; Παραδείγματος χάρη, και οι επαναστάσεις δεν είναι μέρος της παράδοσης μιας χώρας; Ο συντηρητισμός διακατέχεται από μια εκλεκτική αντίληψη που αντανακλά εν πολλοίς ταξικές προκαταλήψεις. Εν τέλει η προσφυγή στην παράδοση λειτουργεί ως μια ρητορική αποκλεισμού και ηγεμονίας της ιστορικής μνήμης, δηλαδή ως ένας λόγος εξουσίας.
  • Ο συντηρητισμός έχει συνδεθεί και υποστηρίξει ότι πιο αντιδραστικό: από δικτατορίες μέχρι την ετερόφυλη μισαλλοδοξία. (Καλό παράδειγμα εδώ είναι η ταινία Milk).
Αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν αξιόλογοι στοχαστές, ακόμα και στην αντιδραστική τάση του συντηρητισμού. Το ζήτημα όμως είναι κατά πόσο είναι δυνατόν ο συντηρητισμός να ξεπεράσει τους παραπάνω σκοπέλους ή αυτοί είναι εγγενής σε μια συντηρητική ιδεολογία.   
Εθνικισμός
Ο εθνικισμός πολλές φορές έχει οριστεί σαν την κυρίαρχη ιδεολογία των δύο προήγουμενων αιώνων, και αυτό στον βαθμό που μορφές εθνικισμού (α) αναδύθηκαν και προσμίχθησαν με τις περισσότερες άλλες πολιτικές ιδεολογίες˙ (β) συνόδευσαν την δημιουργία των περισσότερων έθνων-κρατών του κόσμου, δηλαδή στον βαθμό που η εθνικιστική ιδεολογία ήταν συστατική στην ανάδυση της βασικότερης πολιτικής μορφής του σύγχρονου κόσμου. Λόγω αυτής της σύνδεσης του εθνικισμού με το έθνος-κράτος, ήταν αναμενόμενο πως μαζί με την θέση περί παρακμής του έθνους-κράτους, θα αναδυόταν και η θέση περί επικείμενης παρακμής του εθνικισμού. Με την πρώτη θέση θα ασχοληθούμε σε ένα άλλο μάθημα. Όσον αφορά τον εθνικισμό είναι σαφές πως όχι μόνο δεν εξαφανίστηκε από την παγκοσμιοποίηση αλλά και οξύνθηκε λόγω αυτής.
Παρόλη όμως την ισχύ του ο εθνικισμός είναι εξαιρετικά δύσκολο να οριστεί. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο όταν ληφθεί υπόψη πως ο εθνικισμός συνορεύει με ένα πλήθος εννοιών οι οποίες είναι δύσκολο να οριστούν ξεκάθαρα μεταξύ τους: εθνοκεντρισμός, σωβινισμός, πατριωτισμός, ξενοφοβία κλπ. Σχηματικά πάντως υπάρχουν δυο βασικές διακρίσεις:
(α) Ο «φιλελεύθερος ή προοδευτικός» εθνικισμός (αλλιώς οριζόμενος και εθνισμός): αγάπη για την πατρίδα που δεν στηρίζεται στο μίσος και τον φόβο του άλλου αλλά αντίθετα είναι απαραίτητος δεσμός για την σταθερότητα και την ομαλότητα ενός πολιτικούς κράτους στην σύγχρονη εποχή.
Και ο «συντηρητικός ή αντιδραστικός» εθνικισμός: στηρίζεται στον αποκλεισμό και σε μύθους εθνικής ανωτερότητας. Πολιτικά εκφράζεται στην καταπίεση μειονοτήτων, στον αποκλεισμό και την διάκριση, ή σε πιο ακραίες μορφές στις εθνοκαθάρσεις.
(β) Ο εθνικισμός των καταπιεσμένων: κινητήριος μοχλός για αντί-αποικιακούς και χειραφετικούς αγώνες εθνικής ανεξαρτησίας .
και ο εθνικισμός των ισχυρών: ιδεολογία νομιμοποίησης ρατσιστικών-καταπιεστικών καθεστώτων (πχ. Ιμπεριαλιστικά καθεστώτα 19ου αιώνα, Απαρτχάιντ).
Γενικά, λοιπόν, υπάρχει μια κανονιστική διάκριση μεταξύ ενός «καλού» και ενός «κακού» εθνικισμού. Σε πλείστες περιπτώσεις όμως, ο «φιλελεύθερος» εθνικισμός μεταλλάχτηκε σε «αντιδραστικό», όπως και ο «χειραφετικός» εθνικισμός, όταν έγινε επίσημη κρατική ιδεολογία, μεταλλάχθηκε σε «εθνικισμό των κυρίαρχων». Συνεπώς το βασικό ερώτημα είναι αυτό: γίνεται να διαχωριστούν απόλυτα ο «καλός» από τον «κακό» εθνικισμό, δηλαδή ο «κακός» εθνικισμός είναι ετερογενής του «καλού» ή αντιθέτως παράγεται από την δυναμική του τελευταίου; Πάνω στην απάντηση που η πολιτική επιστήμη μπορεί να δώσει, εξαρτάται τελικώς και η όποια αξιολόγηση της εθνικιστικής ιδεολογίας.
Ανεξαρτήτως διαφορών, ένας γενικός ορισμός του εθνικισμού είναι ο εξής: Μια ιδεολογία της οποίας η κινητήρια δύναμη είναι η αίσθηση του ανήκειν και της υπηρεσίας σε μια εθνική κοινότητα. Ούτως ειπείν, για τον εθνικισμό το έθνος είναι η υπέρτατη αξία και κανονιστική αρχή, υπεράνω οποιουδήποτε ατομικού ή επιμέρους συλλογικού συμφέροντος, πχ. αυτό της τάξης.
Φυσικά παρόλο που ο εθνικισμός αντιλαμβάνεται το έθνος ως κάτι αυτονόητο, στην πραγματικότητα η ίδια η έννοια του έθνους είναι ιδιαίτερα προβληματική. Γενικά όμως στις επιμέρους εθνικιστικές ιδεολογίες το έθνος γίνεται αντιληπτό ως μια πολιτισμική ενότητα και μια πολιτική κυριαρχία οι οποίες αποδίδονται και προσδένονται σε ένα συγκεκριμένο «λαό». Το έθνος δηλαδή είναι κάτι μοναδικό και κάτι ουσιώδες. Και ο εθνικισμός προσδιορίζεται ως η ενεργός δύναμη που κινητοποιεί και ενώνει τον λαό και προστατεύει το έθνος από την παρακμή και την διάλυση.   
Στο πολιτικό πεδίο ο εθνικισμός θεωρεί πως θεμέλιο του κράτους πρέπει να είναι η εθνική αρχή. Φυσικά για τον εθνικισμό το κράτος ως πολιτική μορφή και το έθνος δεν είναι ταυτόσημα. Παρόλο όμως που αυτό επιτρέπει στον εθνικισμό να ασκεί κριτική σε συγκεκριμένα κράτη, πχ. ότι προδίδουν το εθνικό ιδεώδες, η ουσία είναι πως το έθνος ως πολιτική έννοια και πραγματικότητα συνδέεται άμεσα με το κράτος, δηλαδή πως τα έθνος υφίσταται πολιτικά μόνο μέσω μιας ενιαίας πολιτικής μορφής. Ως εκ τούτου ο εθνικισμός στην ουσία του είναι μια κρατικιστική ιδεολογία, δηλαδή μια ιδεολογία που ορίζοντας της είναι ένα «καλό κράτος» που στηρίζεται και πραγματώνει τις εθνικές αξίες.
Θεωρώντας την εθνική αρχή ως βάση για την πολιτική σταθερότητα και την «καλή κοινωνία» ο εθνικισμός δεδομένα θέτει ως κεντρικές αξίες και στόχους την εθνική ενότητα, και ομόνοια. Ως εκ τούτου η εμφύλια σύρραξη θεωρείται ως το μέγιστο δεινό. Για αυτόν τον λόγο επίσης αναδύεται μια τάση να ορίζονται πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που, υποτίθεται ότι, διαρρηγνύουν την εθνική ενότητα ως ένας «εσωτερικός εχθρός». Ο εθνικισμός, όμως, ακόμα και στην «φιλελεύθερη» μορφή του δεδομένα παράγει διακρίσεις μεταξύ του «ίδιου», δηλαδή των «ομοεθνών», και του «άλλου», δηλαδή αυτών που είναι ξένοι. Με άλλα λόγια όπως κάθε μορφή κοινοτικής ταυτότητας ο εθνικισμός λειτουργεί μέσω ενός λόγου που περικλείει και αποκλείει. Για αυτόν όμως τον λόγο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, υπάρχει μια ισχυρή τάση, η εθνική ενότητα, να παράγεται μέσω την διάκρισης του άλλου όχι απλά ως ξένου αλλά ως εχθρού. Αυτό ενισχύεται από το γεγονός πως η θέσπιση του έθνους ως υπέρτατης κανονιστικής αρχής, είναι πιθανόν να οδηγήσει, ιδιαίτερα όταν η συγκυρία το επιτρέψει, σε μια αίσθηση ανωτερότητας και πεπρωμένου. Όλοι οι εθνικισμοί εν τέλει ονειρεύονται ένα μεγαλείο που χάθηκε ή μέλλεται να υπάρξει.
Αυτή η τάση αποκλεισμού και αίσθησης ανωτερότητας βρίσκεται στην βάση της στενής σχέσης ρατσισμού και εθνικισμού. Φυσικά ο εθνικισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα με τον ρατσισμό. Το ζήτημα όμως είναι και πάλι κατά πόσο ο ρατσισμός εγγράφεται στον εθνικισμό.
Ιστορικά, η συγκρότηση του έθνους περιλάμβανε αμφισβητούμενες περιοχές, έλεγχο της ροής των πληθυσμών και επιβολή της εθνικής ενότητας πάνω σε ταξικούς και άλλους κοινωνικούς δεσμούς. Αυτό σημαίνει πως η εθνική ταυτότητα δομήθηκε μέσω πολιτικών αποκλεισμού και επιβολής, κάτι που στο ιδεολογικό επίπεδο αναγκαστικά εμπεριείχε την ταυτοποίηση εθνοτικών ή κοινωνικών ομάδων ως κατώτερων, είτε αυτή η κατωτερότητα οριζόταν φυλετικά είτε πολιτισμικά. Σε αυτόν τον βαθμό ο ρατσισμός είναι συστατικός την ανάδυσης του εθνικισμού. Επίσης ακόμα και στην καλή εκδοχή του ο εθνικισμός αναδύεται ως αντίδραση στον ρατσισμό: Παλαιστίνη, μαύρος εθνικισμός κλπ.
Η σχέση του εθνικισμού με τον ρατσισμό καταδεικνύεται και στην ανάδυση του λεγόμενου «νέο-ρατσισμού», ο οποίος συνδέεται με το μεταναστευτικό φαινόμενο. Ο εθνικιστικός λόγος στοιχειοθετεί την μετανάστευση ως μια «εισβολή» του ξένου, του πολιτισμικά έτερου, το οποίο κινδυνεύει να αλώσει τα εθνικά ήθη και έθιμα, και το οποίο αποστερεί τον εθνικά γηγενή από αυτό που του ανήκει (πχ. δουλειές). Σε αυτό το βαθμό ο νέο-ρατσισμός θα ήταν αδιανόητος έξω από τα πλαίσια ενός εθνικιστικού λόγου. Το παράδειγμα της μετανάστευσης δείχνει επίσης πως ο εθνικιστικός λόγος παράγει τον ρατσισμό εξυπηρετώντας δεδομένα συμφέροντα και σχέσεις εξουσίας. Διότι με το να αναπαριστά τον μετανάστη ως εισβολέα, δηλαδή με το να συγκροτεί ένα «μεταναστευτικό πρόβλημα», ο εθνικιστικός λόγος όχι μόνο μεταθέτει το πρόβλημα της κοινωνικής εκμετάλλευσης, που υφίστανται οι μετανάστες, σε ένα «εθνικό» πεδίο, αλλά και νομιμοποιεί αυτήν την εκμετάλλευση με το να παράγει όρια και αποκλεισμούς που επιτρέπουν στο κεφάλαιο την υποτίμηση της εργασιακής δύναμης των μεταναστών.
Αυτές οι προβληματικές εν τέλει υποδεικνύουν πως ο εθνικισμός ως ιδεολογία είναι αναπόσπαστα δεμένος με το έθνος-κράτος και συνεπώς με τις ορίζουσες του πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Ούτως ειπείν, η όποια αξιολόγηση του εθνικισμού τελικά περνάει από μια ανάλυση και κριτική του έθνους-κράτους.
Φασισμός
Ο φασισμός είναι ένας όρος που έχει, με την εξαίρεση αυτών που τον ασπάζονται, ένα εντελώς αρνητικό πρόσημο. Το να πείς κάποιον «φασίστα» είναι μια κατηγορία, μια σήμανση, που εμπεριέχει ήδη όλες τις απαραίτητες αρνητικές υποδηλώσεις. Αυτό σχετίζεται άμεσα με το γεγονός πως ο φασισμός πέρα από μια πολιτική ιδεολογία  χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια στάση ζωής όπου κυριαρχούν η επιθυμία επιβολής, η αδιαλλαξία, ο φανατισμός, και ο φόβος του διαφορετικού.
   Στο βαθμό που και η φασιστική ιδεολογία θεωρείται πως εμφορείται από και συγχρόνως συστηματοποιεί αυτα τα αρνητικά χαρακτηριστικά, υπάρχει η τάση να θεωρείται ο φασισμός ως μια μορφή σκοταδισμού ή σε κάθε περίπτωση μια ιδεολογία που δεν στηρίζεται στον ορθό λόγο. Όπως θα τονίσουμε παρακάτω αυτή η πολεμική έχει βάση στον βαθμό που ο φασισμός χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη κριτικής αντιμετώπισης της πραγματικότητας. Όμως, από την άλλη, αυτή η κατηγορία δεν πρέπει να τίθεται αξιωματικά. Διότι έτσι όχι μόνο αγνοείται ότι ο φασισμός είναι μια πολιτική ιδεολογία με την δική της εγγενή λογική, αλλά επίσης ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του νεωτερικού κόσμου και όχι κάποια μορφή οπισθοδρόμησης σε, υποτίθεται, «σκοτεινότερες» εποχές. Επίσης, αν και είναι γεγονός πως η φασιστική ιδεολογία, από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και μετά σταμάτησε να προσελκύει σημαντικούς στοχαστές, ο φασισμός επουδενί δεν έχει εξαφανιστεί. Αν θέλουμε συνεπώς να κατανοήσουμε την επιμονή της φασιστικής ιδεολογίας, η οποία σχετίζεται και με την ικανότητα της να μεταλλάσεται και να προσαρμόζεται στα «κελεύσματα των καιρών», πρέπει να αντιμετωπίσουμε τον φασισμό με την δέουσα σοβαρότητα, έξω και πέρα από εύκολες πολεμικές και ψυχολογισμούς.

Ο όρος φασισμός πρωτοχρησιμοποιήθηκε στην Ιταλία ως αυτοπροσδιορισμός ενός κινήματος και κόμματος που αναδύθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ως «φασιστικά» όμως θεωρούνται αρκετά ακόμα κινηματα και καθεστώτα που δεν χρησιμοποίησαν αυτόν τον όρο ως αυτοπροσδιορισμό, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τους εθνικοσοσιαλιστές στην Γερμανία. Αυτό σημαίνει επίσης ότι αν και ο φασισμός χρησιμοποιείται ως ένας γενικός και (εν πολλοίς) αδιαφοροποίητος όρος, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει μια ενιαία φασιστική ιδεολογία. Ακόμα και την «χρυσή» περίοδο του φασισμού, από το 1930 έως το τέλος του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, υπήρχαν αρκετές διαφορές μεταξύ των διαφόρων καθεστώτων ή κινημάτων που οροθετούνται ως φασιστικά.
   Η χρήση της λέξης «κίνημα» αναφορικά με την πολιτική υπόσταση της φασιστικής ιδεολογίας δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο φασισμός ξεκίνησε και εν πολλοις παραμένει ακόμα ένα μαζικό κίνημα, δηλαδή μια ιδεολογία που δεν αναπτύχθηκε μόνο σε κύκλους διανοόυμενων ή ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις, αλλά και μέσα στις μάζες, δηλαδή τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτό τον βαθμό η πολιτική για τον φασισμό ποτέ δεν περιοριζόταν στους διαδρόμους των επίσημων θεσμών αλλά εμπεριείχε και τους δρόμους. Ο φασισμός, δηλαδή, είναι μια ακτιβίστικη ιδεολογία η οποία εκδηλώνεται και στο μοριακό επίπεδο της «βάσης».
   Όσον αφορά συγκεκριμένα την ταξική του σύνθεση, ή αλλιώς, την «κοινωνιο-λογία» του, ο φασισμός έχει θεωρηθεί αρκετές φορές, ειδικά από Μαρξιστές και αναρχικούς, ως μια «μικροαστική» ιδεολογία, ότι δηλαδή η βασική απεύθυνση όπως και πεδίο ανάδυσης του ήταν τα μικροαστικά ή γενικότερα αντιδραστικά κοινωνικά στρώματα (μικρό-αγρότες, λούμπεν περιθωριακοί κλπ). Αυτό ιστορικά έχει μερικές φορές αρκετή βάση, πχ. στην Ισπανία κατά την περίοδο του εμφύλιου πολέμου ή στην Λατινική Αμερική. Σε καταστάσεις κοινωνικής και πολιτικής αστάθειας, η οποία βάζει σε κίνδυνο την κοινωνική τους θέση και την όποια υλική τους ευμάρεια, οι μικροαστοί δείχνουν μια τάση να ταυτίζουν φαντασιακά το ατομικό τους συμφέρον με τις ιδέες του φασισμού περί  Τάξης και σωτηρίας του έθνους. Όμως, αυτή η κοινωνιολογική ανάλυση δεν είναι απόλυτα ακριβής και οι εύκολοι αναγωγισμοί καλό είναι να αποφεύγονται. Ο φασισμός πάντα προσπαθεί να προσεταιριστεί και να κινητοποιήσει για τους δικούς του σκοπούς τις μάζες γενικά, συμπεριλαμβανομένου  του προλεταριάτου. Ειδικά από την δεκαετία του 60 έως και σήμερα στις δυτικές μητροπόλεις, η φασιστική ιδεολογία βρίσκει ιδιαίτερη απήχηση στην εργατική τάξη, ειδικά σε περιοχές και περιόδους που η τελευταία βρίσκεται υπό παρακμή ή διάλυση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εδώ είναι η Θατσερική Αγγλία του 80΄.
   Αυτή η απήχηση στο προλεταριάτο, ειδικά στις απαρχές της φασιστικής ιδεολογίας, έχει να κάνει σε σημαντικό βαθμό και με το γεγονός πως ο φασισμός οικιοποίηθηκε πολλές από τις πρακτικές και σύμβολα των σοσιαλιστικών ιδεολογιών. Δεν είναι υπερβολικό να ειπωθεί πως ο φασισμός χρησιμοποιεί τις μορφές του επαναστατικού κινήματος (μαζικές κινητοποιήσεις, επαναστατική ρητορεία κλπ.), όχι όμως για να ανατρέψει την κοινωνική πραγματικότητα αλλά τελικά για να διατηρήσει την καθεστυκύια τάξη πραγμάτων. Είναι μέσα σε αυτό το πλαίσιο που και ο αντί-σημιτισμός ονομάστηκε την δεκαετία του 30΄ ως «σοσιαλισμός για ηλίθιους»: αναδύεται από το πρόβλημα της κοινωνικής εξαθλίωσης και εκμετάλλευσης αλλά το μεταθέτει και το ταυτίζει με μια συγκεκριμένη κοινωνική ή εθνική ομάδα την οποία και δαιμονοποιεί.
Ένας άλλος λόγος που ο φασισμός κατάφερε να έχει απήχηση στις μάζες, και συγχρόνως ένα καθοριστικό γνώρισμα του, είναι πως απευθύνεται πάνω από όλα στο συναίσθημα. Χρησιμοποιεί ισχυρά σύμβολα ή τελετουργικά (δεν είναι τυχαίο πως χρησιμοποίησε ευρέως θρησκευτικά σύμβολα και τελετουργικά) και αισθητικοποιεί την πολιτική προσπαθώντας αφενός να υπνωτίσει τα πλήθη και αφετέρου να διεγείρει τα πάθη. Ο φασισμός αναφέρεται και προσπαθεί να ανακινήσει τόσο το υψηλό (τόλμη, θάρρος, πνεύμα αυτοθυσίας) όσο και το ποταπό (αδιαλλαξία, επιβολή, υποταγή, δαιμονοποίηση). Μέσω του πολύπλοκου τελετουργικού και συμβολισμού του ο φασισμός επιζητεί από τις μάζες ταυτόχρονα την απόλυτη συναισθηματική υποταγή τους και την δραστηριοποίηση τους.

Πέρα από τον σοσιαλισμό, ο φασισμός είναι γενικά μια «συνκρετική» ιδεολογία, δηλαδή μια ιδεολογία που στοιχειοθετείται από την σύνθεση διαφόρων ιδεών. Αν και αυτή η σύνθεση δεν αποφεύγει τις αντιφάσεις και τα παράδοξα – το αντίθετο μάλιστα - επιτυγχάνει τον σκοπό της: να παρουσιάζεται ο φασισμός ως μια ολοκλήρωση και υπέρβαση των υπαρχουσών ιδεολογιών, κάτι που τον καθιστά πειστικό, ειδικά σε περιόδους κρίσεις όπου αναγκαστικά διέρχονται σε κατάσταση κρίσης και οι υπάρχουσες ιδέες για την κοινωνική πραγματικότητα. Έτσι ο φασισμός επιτυγχάνει στο ιδεολογικό πεδίο αυτό που υποστηρίζει ότι επιτυγχάνει και στο κοινωνικό: την αρμονική σύζευξη διαφόρων δυνάμεων σε μια ανώτερη σύνθεση. Εδώ μια διακήρυξη του Μπενέτο Μουσολίνι, ηγέτη του φασιστικού Ιταλικού κόμματος, είναι κατατοπιστική: 

«Ο φασισμός είναι μια σύνθεση και μια μονάδα όλων των αξιών. Κάτω από τα ερείπια των φιλελεύθερων, των σοσιαλιστικών και των δημοκρατικών δογμάτων, ο φασισμός απορροφά όλα τα στοιχεία που είναι ακόμα ζωτικά… Υπερβαίνει τον φιλελευθερισμό, υπερβαίνει τον σοσιαλισμό, δημιουργεί μια νέα σύνθεση… Ο άνθρωπος είναι ενιαίος, είναι πολιτικός, είναι οικονομικός, είναι θρησκευτικός, είναι πολεμιστής».  

 Όπως τονίστηκε όμως η αναγωγή  του φασισμού σε ένα συνονθύλευμα ιδεών, σ’ ένα «στυλ», που έχει καθαρά ψυχολογικά ερείσματα και λόγους εμφάνισης και που στερείται αυθεντικών ιδεών ή κοινωνικοπολιτικής ανάλυσης, είναι λανθασμένη. Όπως και για κάθε άλλη ιδεολογία, παρόλο που δεν υπάρχει μια ενιαία φασιστική ιδεολογία, ο φασισμός διέπεται από κάποιες βασικές ιδέες, των οποίων η παρουσία είναι καθοριστική για τον προσδιορισμό ενός κινήματος ή καθεστώτος ώς «φασιστικό». Τα ακόλουθα θεωρούνται ως τα πιο σημαντικά γνωρίσματα της φασιστικής ιδεολογίας:

Καταρχάς, σε συμφωνία με τον αντιδραστικό συντηρητισμό, ο φασισμός συλλαμβάνει την κοινότητα ως ένα πνευματικό δεσμό και όχι ως ένα εργαλειακό άθροισμα ατόμων όπως ο φιλελευθερισμός˙ για τον φασισμό δηλαδή η κοινότητα συλλαμβάνεται κατά τρόπο οργανικό, ως ένα ενιαίο σώμα και μια ενιαία ολότητα. Συγκεκριμένα ο θεμελιώδης πνευματικός δεσμός για τον φασισμό είναι ο εθνικός, το οποίο σημαίνει πως θεμελιώδης κοινότητα για τον φασισμό αποτελεί το έθνος. Το τελευταίο μπορεί να συλλαμβάνεται φυλετικά, ότι δηλαδή υπάρχει ένα εθνικό αίμα, ή πολιτισμικά, ότι δηλαδή υπάρχει μια κουλτούρα που ενώνει. Σε κάθε περίπτωση όμως όλες οι εκφάνσεις της φασιστικής ιδεολογίας, δίνουν στο έθνος τον χαρακτήρα μια υπέρτατης αξίας, για την οποία καμία θυσία δεν είναι αρκετή. Συνεπώς ο φασισμός είναι ουσιωδώς εθνικιστικός, ενσωματώνει δηλαδή και αναπτύσσει την εθνικιστική ιδεολογία. Και για αυτόν τον λόγο ο φασισμός είναι επίσης μια ρατσιστική ιδεολογία, δηλαδή βασίζεται και προωθεί τον ρατσισμό, είτε αυτός είναι φυλετικός (όπως στους Ναζί) είτε πολιτισμικός (όπως στην Ιταλία του 30΄και όπως σήμερα στα περισσότερα νέο-φασιστικά κόμματα).

Ως οργανικό σύνολο, η κοινότητα πρέπει να είναι αρμονική και να χαρακτηρίζεται από σταθερότητα. Αυτό συνδηλώνει την κεντρικότητα και την αξία της «τάξης». Φυσικά σε αντίθεση με τον συντηρητισμό, ο φασισμός δίνει, ως μια ακτιβίστικη ιδεο-λογία, κεντρική θέση στην κίνηση και δεν συλλαμβάνει την σταθερότητα με στατικούς όρους. Όπως αυτό δεν αλλάζει πως από τα βασικότερα ιδεώδη της φασιστικής γραμματεία είναι η διατήρηση της τάξης που εμποδίζει τον εκφυλισμό του κοινωνικού οργανισμού. 

Στο βαθμό που ο φασισμός αναγνωρίζει την ένταση που υπάρχει μέσα στα πλαίσια μια ταξικής κοινωνίας, η εμμονή στην αξία της τάξης συνδηλώνει επίσης τη ανάγκη και την αξία της ιεραρχίας και της ισχυρής εξουσίας. Η ενότητα και η αρμονία δεν επιτυγχάνεται από «τα κάτω» αλλά από «τα πάνω». Συνεπώς ο φασισμός είναι μια κατεξοχήν εξουσιαστική ιδεολογία. Η κεντρικότητα και η ανάγκη μιας ανώτερης αρχής παίρνει μια διττή μορφή.
   Καταρχάς η πολιτική ταυτίζεται με το κράτος ή αλλιώς σύμφωνα με την φασιστική ιδεολογία το κράτος αποτελεί την αναγκαία αρχή και θεσμό που επιβάλει την αρμονία, συνθέτει τις διάφορες ομάδες και συγχρόνως τσακίζει με την ισχυρή του μπότα τις δυνάμεις αστάθειας. Ο φασισμός δεν είναι απλά εξουσιαστικός αλλά έντονα κρατικιστικός. Επίσης, η λογική του κράτους-πατέρα/κράτους-προστάτη που ο φασισμός προωθεί επέτρεψε την άνθιση  του κορπορατισμού, ασχέτως αν οι διάφορες κοινωνικές ομάδες είχαν ή όχι  κάποια ουσιαστική επιρροή στην παραγωγή της πολιτικής.
   Ταυτόχρονα με το κράτος η φασιστική ιδεολογία δίνει μεγάλη βάση στην παρουσία ενός ηγέτη. Πέρα από τον κρατικό μηχανισμό χρειάζεται και μια ισχυρή προσωπικό-τητα η οποία θα εμπνεύσει και θα μεταδώσει στις μάζες την βούληση της για αλλαγή και αναγέννηση. Επιπλέον, αν και ο Ηγέτης είναι στην πυραμίδα του κρατικού σχηματισμού, τον υπερβαίνει καθώς απολαμβάνει μια άμεση και αμεσολάβητη σχέση με τις μάζες˙ ο ηγέτης είναι ο μεγάλος πατέρας και η υποστασιοποίηση του μεγαλείου του έθνους. Φυσικά, ο βαθμός που ο ηγέτης απολαμβάνει υπέρτατη εξουσία πάνω και πέρα από τον κρατικό μηχανισμό είναι αμφισβητήσιμη. Η «ηγετό-λατρεία» του φασισμού όμως έχει ένα τίμημα. Ότι η πτώση του ηγέτη πιθανότατα θα συμπαρασύρει όλο το κρατικό οικοδόμημα.

Πέρα από τις επίσημες ιδέες, πρέπει να τονιστεί ένα άλλο πολιτικό χαρακτηριστικό του φασισμού. Επειδή το κράτος οφείλει να καταστέλλει κάθε απειλή και αστάθεια, αλλά συγχρόνως να διατηρεί την πρόσοψη του εγγυητή της νομιμότητας, - κάτι που ισχύει εν πολλοίς και για τα φασιστικά κόμματα προτού ανέβουν στην εξουσία – ο φασισμός επιτρέπει και υποκινεί την άνθιση του παρακράτους, δηλαδή ομάδων και θεσμών που κινούνται πέρα από τα όρια της νομιμότητας ώστε να τσακίσουν κάθε πραγματική ή φανταστική απειλή.

Όσον αφορά τα οικονομικά δόγματα του φασισμού, τα πράγματα είναι αρκετά πολύ-πλοκα. Στον κλασικό φασισμό δεν υπάρχει μια ενιαία οικονομική θεωρία και οι οικονομικές πολιτικές που ακολούθησαν τα φασιστικά καθεστώτα δεν ήταν πανομοιότυπη. Πάντως οι ακόλουθες γενικεύσεις μπορούν να γίνουν. Ο κλασικός φασισμός είναι ιδιαίτερα κριτικός όσον αφορά τον καπιταλισμό. Όχι τυχαία το φασιστικό κόμμα της Γερμανίας ονομάστηκαν ‘εθνικοσοσιαλιστές.’. Από την άλλη όμως τα φασιστικά κόμματα όχι μόνο δεν απείλησαν τον καπιταλισμό αλλά υπηρέτησαν πιστά τα συμφέροντα του, τσακίζοντας πχ. κάθε μορφή αυτόνομου συνδικαλισμού. Για αυτό άλλωστε η πλειοψηφία του κεφαλαίου και της αστικής τάξης γενικά υποστήριξε τα φασιστικά καθεστώτα ως αναχώματα στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Λόγω αυτών των δεδομένων, ο φασισμός αναλύεται ως μια υπερδομή που οφείλεται στις κινήσεις και τις κρίσεις του κεφαλαίου και συνεπώς ως ένα πολιτικό κίνημα διαχείρισης απόλυτα ενσωματωμένο στα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατικής τάξης. Ιστορικά, όμως, τα πράγματα είναι αρκετά πιο πολύπλοκα και δεν πρέπει να υποβιβάζεται η αυτονομία της φασιστικής ιδεολογίας. Είναι όμως γεγονός πως ο φασισμός παρόλη την επαναστατική ρητορεία αποτέλεσε παράγοντα σωτηρίας των καταρρεόντων εθνικών καπιταλιστικών οικονομιών, συνεπώς μια διέξοδο όχι από αλλά για το κεφάλαιο.

Ένα άλλο καθοριστικό γνώρισμα του φασισμού είναι ο μιλιταρισμός του. Σε αντίθεση με τις άλλες ιδεολογίες ο φασισμός δεν θεωρεί το πόλεμο ένα δεινό ή ένα αναγκαίο κακό, αλλά μια αποτύπωση της δύναμης και βούλησης του έθνους, συνεπώς και ένα σημαντικό στοιχείο για την πρόοδο του. Γεωπολιτικά λοιπόν ο φασισμός πάντα στοχεύει την επέκταση, είναι δηλαδή μια επεκτατική ιδεολογία, αν και ο βαθμός επεκτατικότητας καθορίζεται από την πραγματική ισχύ του κράτους όπου η φασιστική ιδεολογία είχε επικρατήσει.  

Αν θέλουμε να κατανοήσουμε  πλήρως όμως τον φασισμό και το πώς όλες αυτές οι ιδέες συναρθρώνονται και αναδύονται πρέπει να εξετάσουμε την ανθρωπολογία του φασισμού. Ο κλασικός φασισμός ασπάστηκε τα ιδεολογήματα του κοινωνικού δαρβινισμού, κάτι που δείχνει πως ο φασισμός επουδενί δεν είναι σκοταδιστικός αλλά κάνει χρήση ενός επιστημονικού λόγου, άσχετα αν αυτός ο λόγος τώρα θεωρείται ψεύδο-επιστήμη. Το ότι μόνο οι ισχυροί επιβιώνουν είναι τόσο το ανθρωπολογικό μοντέλο όσο και το βασικό πολιτικό πρόταγμα της φασιστικής ιδεολογίας. Στην βάση λοιπόν του φασισμού, υπάρχει μια οντολογία της δύναμης και της βίας και συνεπώς μια πολιτική της επιβολής.
   Αυτή η πολιτική οντολογία σχετίζεται άμεσα και με το γεγονός πως ο φασισμός παρουσιάζεται ως μια δύναμη αναγέννησης, ως τον φορέα αυτής της απαραίτητης ζωτικής δύναμης που θα βγάλει το κράτος και το έθνος από την παρακμή. Αυτή η ρητορεία προφανώς συνδέεται με το ιστορικό γεγονός πως ο φασισμός  αναδύθηκε ως μια κριτική της προόδου μέσα σε μια περίοδο κοινωνικής παρακμής. Αλλά αυτή η ρητορεία αναγέννησης και δύναμης είναι που κάνει και τον φασισμό επίκαιρο σε κάθε περίοδο κρίσης.

Εδώ βρισκόμαστε και στην ουσία του φασιστικού φαινομένου. Ο φασισμός είναι ένας μεσσιανισμός, δηλαδή ένα πολιτικό κίνημα που αποζητά την λύτρωση. Έτσι, όπως και ο κομμουνισμός, επιζητά την άρση των αντιφάσεων και των κοινωνικών ανταγωνισμών και εντάσεων αλλά όχι στο επίπεδο των σχέσεων όσο σε αυτό του κράτους, δηλαδή ως εξουσιαστική επιβολή. Επίσης σε αντίθεση με τον κομμουνισμό δεν θεωρεί την λύτρωση ως οικουμενική υπόθεση αλλά την περιορίζει σε εθνικά όρια, ως αποτύπωση της βούλησης και ισχύς του έθνους-κράτους σε σχέση με άλλα έθνη. Δηλαδή σε αντίθεση με τον κομμουνισμό ή τον επαναστατικό σοσιαλισμό ο φασισμός ταυτίζει την λύτρωση με την εξουσία, την επιβολή, την κυριαρχία και τον αποκλεισμό. Ο φασισμός εν τέλει είναι ένας αντιδραστικός μεσσιανισμός.

Νεοφασισμός: κρατάει κάποιες βασικές θεματικές αλλά τις τροποποιεί και τις προσαρμόζει στο παρόν. Συνήθως παρουσιάζεται ως πιο δημοκρατικός, μάλιστα ως δύναμη σταθερότητας. Βασίζεται στον κυρίαρχο αντί-μεταναστευτικό λόγο και επίσης τον οξύνει. Ασπάζεται τον οικονομικό νεοφιλελευθερισμό αν και είναι έτοιμος να θέσει υποτίθεται εθνικούς περιορισμούς. Αυτά τα δυο στοιχεία εξηγούν μερικώς ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο. Ότι σε αρκετές περιπτώσεις προωθούνται πολύ από τα καθεστωτικά ΜΜΕ.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Michael Roskin et alΕισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 6
Andrew HeywoodΕισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 3
Γιώργος Σκουλάς, Πολιτική Επιστήμη και Ιδεολογίες, κεφ. 8 & 11.

Étienne Balibar, ‘Racism and Nationalism’, στο, Étienne Balibar και Immanuel WallersteinRaceNationClassAmbiguous Idenitites, Εκδόσεις Verso. (Το βιβλίο υπάρχει και σε ελληνική έκδοση).



 Πολιτική Επιστήμη Ι
Διάλεξη 5: Πολιτικές Ιδεολογίες ΙΙΙ
Σοσιαλισμός: δεν αποτελεί μια ενιαία ιδεολογία, αλλά ένα ποικιλόμορφο κίνημα και ρεύμα, που στους κόλπους του αναδύθηκαν διάφορες πολιτικές ιδεολογίες τον οποίων η σχέση μόνο αρμονική δεν ήταν (και συνεχίζει να μην είναι). Οι γενικές συνθήκες και το πλαίσιο ανάδυσης του σοσιαλισμού ως ένα οικουμενικό, πολύμορφο κίνημα και συγχρόνως ως ένα γενικό σύνολο αρχών είναι δύο: η Γαλλική επανάσταση που θέτει την ελευθερία και την ισότητα στο επίκεντρο της πολιτικής και γενικά της ανθρώπινης δραστηριότητας και η βιομηχανική επανάσταση, ή καλύτερα, η ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Κατ’ επέκταση ο σοσιαλισμός ως παράδοση και ως επιθετικός προσδιορισμός οργανωμένων κινημάτων και πολιτικών οργανώσεων είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την εργατική τάξη και τις συνθήκες ζωής της, δηλαδή την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης και της εξαθλίωσης που βίωνε στα πλαίσια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Υπό αυτήν την έννοια ένας καλός και συνεκτικός τρόπος να ιδωθεί ο σοσιαλισμός είναι ως απόκριση στην αποτυχία της Γαλλικής επανάστασης να πραγματώσει τα ιδεώδη της, μια αποτυχία η οποία αποτυπώνεται στην πραγματικότητα του καπιταλισμού. Αυτό ακριβώς είναι που δίνει και στον σοσιαλισμό το πλέον καθοριστικό του γνώρισμα: ότι αξιώνει την ανάγκη κοινωνικής δικαιοσύνης, την οποία κατά το μάλλον ή το ήττον ταυτίζει με την ισότητα. Ανεξαρτήτως των όποιων διαφορών, κάθε ιδεολογικό ρεύμα που αναδύθηκε εντός του σοσιαλιστικού στρατοπέδου χαρακτηρίζεται από αυτήν την βασική αρχή: την καταδίκη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο και την προσπάθεια αλλαγής (της οποίας το εύρος είναι μεταβλητό) των αντικειμενικών κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που την παράγουν και αναπαράγουν, πχ, την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο σοσιαλισμός συνεπώς, στην βάση του διέπεται από την ηθική αρχή ότι η αδικία είναι κοινωνική άρα θεραπεύσιμη κατάσταση.
Η σοσιαλιστική παράδοση διακλαδώνεται σε δυο γενικές τάσεις: τον επαναστατικό σοσιαλισμό και τον ρεφορμιστικό σοσιαλισμό. Όπως κάθε τυπική διάκριση έτσι και αυτή απλοποιεί τα πράγματα αρκετά αλλά παρόλα αυτά καταφέρνει να τυποποιήσει τις δυο βασικές κατευθύνσεις που πήρε ο σοσιαλισμός: μια που τόνιζε την αναγκαιότητα ολικής ανατροπής του καπιταλισμού μέσα από μια επαναστατική διαδικασία ρήξης. Σ’ αυτήν την μορφή ο σοσιαλισμός συνδέεται με τον κομμουνισμό, είτε υπό την μορφή σταδίων, είτε υπό την μορφή προσανατολισμού, είτε υπό την μορφή περιεχομένου. Από την άλλη η ρεφορμιστική τάση θεωρεί πως ο σοσιαλισμός μπορεί να έλθει μέσα από μια ειρηνική εξέλιξη, ή και ακόμα να πραγματωθεί εντός μιας καπιταλιστικής οικονομίας. Στο πολιτικό επίπεδο αυτή η ρεφορμιστική τάση, η οποία έφτασε να ταυτιστεί με τον σοσιαλισμό καθαυτόν, αποκρυσταλλώθηκε στην σοσιαλδημοκρατία. Αντίθετα η επαναστατική τάση, η οποία είναι ουσιαστικά πρώτη παρήγαγε δυο βασικές ιδεολογικές παραδόσεις, τον αναρχισμό και τον μαρξισμό. Στα ακόλουθα τμήματα διεξάγεται μια εκτενέστερη παρουσίαση των διάφορων εκδοχών του σοσιαλισμού.
Αναρχισμός
Στα εγχειρίδια πολιτικής επιστήμης υπάρχει η τάση ο αναρχισμός να υποτιμάται σε σχέση με άλλες ιδεολογίες. Αυτή όμως η υποτίμηση μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο μερικώς με ιστορικούς όρους, δηλαδή με όρους πραγματικής σημασίας και βαρύτητας. Συνήθως, είναι εξίσου δείγμα της προκατάληψης που κυριαρχεί στην πολιτική επιστήμη να ταυτίζεται λίγο ή πολύ η πολιτική με το κράτος, κάτι που κάνει δεδομένα τον αναρχισμό αθεράπευτα ουτοπικό ή ακόμα και αντιπολιτικό. Ασχέτως όμως πως αξιολογείται το αναρχικό πρόταγμα ο αναρχισμός είναι μια ιδεολογική παράδοση με παρουσία σε διάφορες σημαντικές στιγμές και καμπές της σύγχρονης ιστορίας.
Ο αναρχισμός πέρα από παλιά είναι μια αρκετά ποικιλόμορφη ιδεολογική παράδοση της οποίας μάλιστα κάποια παρακλάδια δεν χωράνε εύκολα στην ευρύτερη σοσιαλιστική παράδοση. Καταρχάς, υποτίθεται πως υπάρχει και μια μορφή ‘αναρχο-καπιταλισμού’, που αξιώνει πως η «οικονομία της αγοράς» μπορεί να λειτουργήσει χωρίς καμία απολύτως πολιτική ρύθμιση ή παρεμβολή. Φυσικά στο βαθμό που ο καπιταλισμός θεμελιώνεται στην νομική αναγνώριση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, άρα και στην κρατική προστασία, αυτή η ‘αναρχοκαπιταλιστική’ παράδοση είναι μάλλον μη-ρεαλιστική. Υπάρχει όμως μια γενικότερη ατομικιστική παράδοση αναρχισμού η οποία έχει ως επιφανέστερο θεωρητικό τον Max Stirner και το έργο του ο Μοναδικός και το Δικό του. Παρόλο όμως που όλοι οι αναρχικοί συμμερίζονται την απροθυμία του Στίρνερ να θυσιάζεται η ελευθερία του ατόμου, η βασικότερη αναρχική τάση, και αυτή που θα χρησιμοποιήσει τον όρο αναρχία ως θετικό αυτοπροσδιορισμό, αναδύεται εντός του κόλπου του σοσιαλισμού με κύριους θεωρητικούς εκφραστές τον Pierre-Joseph Prouhdon και τον Michael Bakunin και εξίσου κλασικούς θεωρητικούς των Piotr Kropotkin και τον Errico Malatesta.
Στις περισσότερες αναλύσεις του αναρχισμού είναι σύνηθες να θεωρείται καθήκον να απορριφθεί η ταύτιση του αναρχισμού με την καταστροφή. Είναι δεδομένο πως η δημοφιλής και κοινότοπη εικόνα που έχουν φτιάξει τα media για τον «αναρχικό» είναι ένα κακέκτυπο. Όμως, η επιθετική πολιτική, η οποία περιλαμβάνει και την αναγνώριση της βίας ως συστατικό και νόμιμο στοιχείο της δραστηριότητας του ανταγωνιστικού κινήματος, είναι σημαίνον μέρος του αναρχισμού, το οποίο χαρακτηρίζει τόσο του ρώσους μηδενιστές του 19ου αιώνα, όσο και τον αναρχο-συνδικαλισμό των αρχών του 20ου, όσο και τα (κυρίως) νεολαιίστικα κινήματα και συλλογικότητες των δυτικών μητροπόλεων του 21ου αιώνα. Φυσικά, υπάρχει και μια παράδοση στον αναρχισμό που απορρίπτει κάθε χρήση βίας, με επιφανέστερο εκπρόσωπο τον Leo Tolstoy, ο οποίος επηρέασε και τον Gandhi. Αυτή όμως η παράδοση είναι εν τέλει μειοψηφική, και δεν αλλάζει το γεγονός πως μια ορθή κατανόηση του αναρχισμού πρέπει να συμπεριλάβει αυτήν την αξίωση χρήσης βίαιων μεθόδων ως μορφές χειραφετικής πράξης.
Μια αρκετά δόκιμη περιγραφή του αναρχισμού είναι ως σύζευξη αφενός του μεσσιανικού πνεύματος λύτρωσης που αποτελούσε κινητήριο βίωμα των διάφορων πολιτικό-θρησκευτικών κινημάτων του μεσαίωνα και από την άλλη του πνεύματος του διαφωτισμού πως θεωρούσε πως αυτή η λύτρωση, οριζόμενη ως χειραφέτηση, μπορεί να έλθει μέσω της χρήσης των ανθρώπινων ικανοτήτων. Στην πραγματικότητα αυτή η σύζευξη είναι κοινή για ολόκληρη την επαναστατική σοσιαλιστική παράδοση, αλλά στον αναρχισμό το μεσσιανικό πνεύμα, το οποίο πολλές φορές παίρνει αποκαλυπτικές διαστάσεις, είναι ίσως πιο έκδηλο από ότι στον Μαρξισμό, ο οποίος, στην κυρίαρχη του μορφή τουλάχιστον, εγείρει θετικιστικές αξιώσεις επιστήμης και απορρίπτει κάθε υπόθεση μεσσιανισμού.
Όσον αφορά το επίπεδο των θεμελιακών αρχών ο αναρχισμός έχει αναμφίβολα ως καθοριστικό γνώρισμα την απόρριψη κάθε μορφής αυταρχικής εξουσίας και πιο συγκεκριμένα την ολοκληρωτική απόρριψη της πολιτικής μορφής του Κράτους. Θετικά αυτή η απόρριψη μεταφράζεται στην πεποίθηση πως είναι δυνατόν να οργανωθεί η κοινωνία χωρίς καμία θεσμοθετημένη μορφή ιεραρχίας και καταπίεσης, και ότι αντιθέτως η συλλογική ύπαρξη μπορεί να οργανωθεί στη βάση της ελεύθερης και εθελοντικής συνεύρεσης.
Ανθρωπολογικά αυτό σημαίνει πως προκρίνεται η δημιουργία και όχι η βία ως καθοριστικό γνώρισμα του ανθρώπινου όντος. Αυτή η θέση μπορεί να πάρει την μορφή μια θέσης περί φυσικής καλοσύνης του ανθρώπου η οποία διαφθείρεται από την δημιουργία εξουσιαστικών δομών. Μια τέτοια όμως υπόθεση δεν είναι απαραίτητη ούτε απαντάται σε όλους τους αναρχικούς. Αυτό που όντως απαντάται – με προεξέχοντα εδώ τον Κροπότκιν και μεταγενέστερα τον Murray Bookchin- είναι η προσπάθεια να καταδειχθεί πως αυτή η οντολογία της δημιουργίας και της συνεργασίας δεν είναι ευχολόγιο αλλά υπάρχει ήδη στον φυσικό κόσμο. Σε αντίθεση με όσους λένε πως στην φύση και στην κοινωνία ο κινητήριος μοχλός είναι ο ανταγωνισμός, συνεπώς και η βία, οι αναρχικοί τονίζουν πως εξίσου σημαντικό αν όχι σημαντικότερο είναι η αλληλοβοήθεια και η συλλογική δημιουργία. Έτσι, είναι δυνατόν καλλιεργώντας αυτές τις δυναμικές να δημιουργηθεί μια κοινωνική μορφή όπου η εξουσία, η εκμετάλλευση και η καταπίεση θα έχουν εξαλειφθεί, τουλάχιστον ως καθοριστικά θεσμικά γνωρίσματα.
Στο κοινωνικό επίπεδο, αυτή η δέσμευση στην ελευθερία και την ισότητα σημαίνει πως οι αναρχικοί συμφωνούν με τον Μαρξισμό πως πρέπει να καταργηθούν οι τάξεις και συγκεκριμένα πως δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ενώ όμως οι περισσότεροι αναρχικοί είναι πρόθυμοι να αναγνωρίσουν το δόκιμο της κριτικής του Μαρξ στον καπιταλισμό, διαφωνούν με την ηγεμονική Μαρξιστική παράδοση όσον αφορά τον «οικονομισμό» της και την συνεπαγόμενη εργαλειακή ανάλυση του κράτους. Το κράτος για τους αναρχικούς είναι ταυτόσημο με την καταπίεση και παρόλο που ιστορικά λειτουργεί ως όργανο για της άρχουσες τάξεις, δεν είναι απλά μια υπερδομή αλλά έχει την δική του αυτοτέλεια. Με άλλα λόγια, για τους αναρχικούς η κρατική εξουσία ασχέτως αν ιστορικά σχετίζεται με την ταξική κυριαρχία δεν μπορεί να αναχθεί σε αυτήν αλλά αποτελεί αυτοτελές πρόβλημα. Για αυτόν τον λόγο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τον σκοπό της χειραφέτησης, Αντίθετα είναι χρέος της επανάστασης να καταργήσει κάθε κρατική μορφή αμέσως, και να την αντικαταστήσει με τοπικές δομές αυτό-οργάνωσης οι οποίες θα συνδέονται συνομοσπονδιακά. Κατά τον ίδιο τρόπο, στον τομέα της παραγωγής δεν χρειάζεται κάποιος κεντρικός σχεδιασμός, αλλά μια δικτύωση αυτό-οργανωμένων παραγωγικών μονάδων. Αυτό συνεπώς που ο μαρξισμός ορίζει ως τέλος μιας μεταβατικής περιόδου, ο αναρχισμός το θέτει ως περιεχόμενο της ίδιας της επαναστατικής διαδικασίας.
Παρόλο που ο αναρχισμός έχει παράγει ένα πλούσιο θεωρητικό έργο, είναι γεγονός πως χαρακτηρίζεται ως ιδεολογία από την σημασία που αποδίδεται στην πράξη. Αυτή η κεντρικότητα της πράξης παίρνει δυο μορφές. Καταρχάς, αυτό που πλέον ονομάζεται προ-εικονιστική πολιτική, δηλαδή  συλλογικές δραστηριότητες που πραγματώνουν στο τώρα την κοινωνία που έρχεται. Κατά δεύτερο λόγο, αναδύεται η λογική της έμπρακτης προπαγάνδας, η οποία μπορεί να κυμαίνεται από πρακτικές σαμποτάζ ή επιθέσεων σε σύμβολα του κράτους έως και φυσικές δολοφονίες μελών του κρατικού θεσμού και της άρχουσας τάξης. Επίσης στην βάση αυτής της λογικής της έμπρακτης αμφισβήτησης του κράτους και των θεσμών του, ο αναρχισμός θα συνδεθεί με τον ιλλεγκαλισμό, δηλαδή με παραβατικές πράξεις ποινικού δικαίου οι οποίες όμως τοποθετούνται σε ένα πολιτικό πλαίσιο.
Ιστορικά ο αναρχισμός θα εξαπλωθεί μέσα στους κόλπους του εργατικού κινήματος, με τον αναρχοκομμουνισμό και τον αναρχοσυνδικαλισμό ως χαρακτηριστικότερες εκφράσεις της αναρχικής ιδεολογίας. Η μεγαλύτερη επιρροή του αναρχισμού ήταν στην Ισπανία, όπου υπήρξε κατά την διάρκεια του εμφυλίου αυτό που έχει ονομαστεί το «σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας», δηλαδή μια περίοδος που ορισμένες επαρχίες και ειδικά η Καταλονία είχαν οργανωθεί σε αναρχική βάση. Δίπλα όμως σε αυτήν την κυρίαρχη κατεύθυνση του αναρχισμού υπήρχαν, όπως σημειώθηκε, και άλλες πολλές εκφράσεις: από ομάδες που επιδίδονταν σε ένοπλες επιθέσεις ατομικής τρομοκρατίας μέχρι ομάδες που προσανατολίζονταν περισσότερο στην δημιουργία εναλλακτικών κοινοτήτων. Ακόμα και σήμερα αυτά αποτελούν βασικά ρεύματα της αναρχικής ιδεο-λογίας.  
Ο αναρχισμός γνώρισε μια μεγάλη κάμψη μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, κάτι που έχει να κάνει αφενός με τον ιστορικό συμβιβασμό στην Δύση και την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος. Η πλήρης αποστροφή του αναρχισμού προς την κοινό-βουλευτική διαδικασία και γενικά σε κάθε μορφή ρεφορμισμού ή νομιμότητας, σήμαινε πως θα έχανε την πειστικότητα του για ένα προλεταριάτο το οποίο άρχισε να απολαμβάνει κάποια βασικά πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες όπως και μια υλική ευμάρεια. Κατά δεύτερο λόγο, ο αναρχισμός υποχώρησε μπροστά στην ηγεμονία του Μαρξισμού-Λενινισμού, ο οποίος άρχισε να αποτελεί σιγά σιγά την κυρίαρχη ιδεολογία των διαφόρων επαναστατικών κινημάτων στον κόσμο. Αυτή η υποχώρηση φυσικά πολλές φορές πήρε και την μορφή έντονης καταστολής στους αναρχικούς, ειδικά στα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. 
Ο αναρχισμός γνωρίζει μια δεύτερη αναγέννηση στις δεκαετίες του 60 και του 70. Το αντιαυταρχικό πνεύμα των δεκαετιών αυτών, το οποίο επιτίθεται στις εξουσιαστικές δομές σε όλος το εύρος και βάθος της κοινωνικής πραγματικότητας, από το κράτος έως την οικογένεια, και από τους κομματικούς μηχανισμούς έως τις διαπροσωπικές σχέσεις, εμπνεύστηκε και ενέπνευσε την αναρχική ιδεολογία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο υπήρξε στο θεωρητικό επίπεδο μια γόνιμη συνεύρεση με θεωρητικά ρεύματα όπως ο μεταδομισμός, ενώ γενικότερα στο πολιτισμικό ο αναρχισμός συνδέθηκε με την «αντί-κουλτούρα», η οποία διεξήγαγε μια εμπράγματη κριτική των πολιτισμικών προτύπων που είχαν κυριαρχήσει ακόμα και στους κόλπους της εργατικής τάξης, με προεξέχοντα εχθρό τον κομφορμισμό.
Επίσης μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και την υποχώρηση της μαρξιστικής ηγεμονίας, ο αναρχισμός θα εμφανιστεί ιδιαίτερα δυναμικά στα νεώτερα κοινωνικά κινήματα όπως αυτό της «αντί-παγκοσμιοποίησης». Εκεί ο αναρχισμός δεν ήταν παρών μόνο σαν οργανωμένο κίνημα – το διαβόητο black block – αλλά όπως έχει υποστηριχθεί από αρκετούς και ως ηγεμονική ιδεολογία, στο βαθμό που η αυτό-οργάνωση από τα κάτω μέσω οριζόντιας δικτύωσης και η παράλληλη κριτική στην μορφή κόμμα ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα αυτού του κινήματος όπως και όλων σχεδόν που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια.
Κάποια βασικά προβλήματα: Δίνοντας υπέρμετρη σημασία στην βούληση και τον αυθορμητισμό ρέπει προς τον βολονταρισμό και υποτιμάει πολλές φορές την ανάγκη οργάνωσης και δημιουργίας δομών. Σε αυτό το πλαίσιο, υπάρχει η τάση η επανάσταση να παρουσιάζεται ως μια Μεγάλη Μέρα Κρίσης όπου ο παλιός κόσμος θα καταστραφεί δίνοντας θέση στον νέο κόσμο. Με άλλα λόγια, ο αναρχισμός δια-κατέχεται από ένα αποκαλυπτικό πνεύμα το οποίο πολλές φορές εμποδίζει τον πολιτικό ρεαλισμό και την ορθή εκτίμηση μιας κατάστασης. Έτσι, ενώ δεν έχει πρόβλημα να συμμετέχει σε εξεγέρσεις και επαναστάσεις, όπου πάντα στην αρχή υπάρχει το αυθόρμητο στοιχείο, μετά αρκετές φορές είναι αδύναμος να αντιταχθεί σε  πιο οργανωμένες προτάσεις εξουσίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο υπερτονισμός του αυθόρμητου μπορεί να οδηγήσει στον τυχοδιωκτισμό, δηλαδή στην ανάδυση πρακτικών που αψηφούν πλήρως την δεδομένη κοινωνική κατάσταση και δεν στηρίζονται σε πολιτικές εκτιμήσεις αλλά μόνο στον φετιχισμό της «άμεσης δράσης», η οποία αρχίζει και γίνεται αυτοσκοπός.
Μαρξισμός
Όπως και με κάθε άλλη ιδεολογία είναι ορθότερο να μιλάμε για «μαρξισμούς» αντί για έναν «μαρξισμό». Πράγματι, αυτό καθίσταται ακόμα πιο αναγκαίο λόγω της έντασης της αντιπαλότητας μεταξύ των διαφόρων μαρξιστικών ρευμάτων, ένταση που είναι σαφώς μεγαλύτερη από ότι σε άλλα ιδεολογικά ρεύματα. Πάντως, σε κάθε περίπτωση ο μαρξισμός καθόρισε την ιστορία του 20ου αιώνα απολαμβάνοντας το στάτους μιας επιστήμης και ενός επίσημου δόγματος για πολλά καθεστώτα, συμπεριλαμβανομένου ενός εκ των δύο υπερδυνάμεων, της Σοβιετικής Ένωσης.
Όπως υποδηλώνεται από το όνομα του ο μαρξισμός ως πολιτική ιδεολογία βρίσκει ως βασική αναφορά και συνεκτικό κρίκο το έργο του Karl Marx. Στο βαθμό που είναι δυνατό να περιγραφεί σε λίγες προτάσεις, το πλούσιο έργο που άφησε ο Μαρξ συγκροτείται από δυο βασικά στοιχεία:
(α) μια κριτική του καπιταλισμού η οποία προσπαθεί να καταδείξει πως η λεγόμενη «οικονομία της αγοράς» δεν αποτελεί ούτε φυσική εξέλιξη της ιστορίας, ούτε πραγμάτωση της ανθρώπινης αυτονομίας. Αντίθετα, είναι μια ιστορική κατασκευή της οποίας οι βασικές αρχές μπορούν να αμφισβητηθούν. Κατά τον ίδιο τρόπο, ο καπιταλισμός αποτελεί ένα τρόπο παραγωγής που, παρόλη την ιδιαιτερότητα του, παραμένει ταξικός, δηλαδή, καθοριζόμενος από την εκμετάλλευση και την κυριαρχία μιας κοινωνικής ομάδας πάνω σε άλλες.
(β) το έργο του Μαρξ πέρα από κοινωνικοπολιτική κριτική εμπεριέχει και ένα όραμα συνολικής λύτρωσης, δηλαδή προσανατολίζεται και διακηρύττει τον ερχομό μιας κοινωνικής μορφής που οι αντιφάσεις και οι ανταγωνισμοί των ταξικών κοινωνιών θα έχουν αρθεί και οι άνθρωποι θα μπορέσουν να αναπτύσσουν τις δυνατότητες τους ελεύθερα και αρμονικά. Αυτή η κοινωνική μορφή ορίζεται από τον Μαρξ ως κομμουνισμός.
Αυτό που χαρακτηρίζει το Μαρξιανό έργο είναι πως μέσω της διαλεκτικής, την οποία ο Μαρξ παίρνει από τον γερμανό φιλόσοφο Hegel, συνδέει αυτές τις δυο στιγμές – κριτική και λύτρωση – σε ένα ενιαίο θεωρητικό σύστημα. Χοντρικά, για τον Μαρξ, η χειραφέτηση δεν αποτελεί μεσσιανικό ερχομό αλλά παράγεται ιστορικά μέσα από τις αντιφάσεις του υπάρχοντος, οι οποίες αποτελούν σημεία γέννησης του μέλλοντος. Επίσης, ο Μαρξ βλέπει σε αυτήν την ιστορική διαλεκτική μια καταληπτή και έλλογη αλληλουχία της οποίας το τέλος είναι ο κομμουνισμός. Όπερ σημαίνει ότι η μαρξιανή διαλεκτική, σε όλο το έργο του Μαρξ, είναι τελεολογική και εσχατολογική, δηλαδή έχει ως καθοριστικό γνώρισμα την αντίληψη της ιστορίας ως μιας διαδικασίας που ολοκληρώνεται.
Παρόλο που ο Μαρξ, στην παράδοση της Γερμανικής φιλοσοφίας, παρήγαγε ένα σύστημα, το έργο του, όπως συμβαίνει με όλους τους σημαντικούς στοχαστές, χαρακτηρίζεται από ροπές οι οποίες δεν συγκλίνουν αλλά αποκλίνουν προς διαφορε-τικές κατευθύνσεις, οι οποίες θα αναπτυχθούν αργότερα από τους διάφορους μαρξισμούς. Υπάρχουν δυο βασικά δίπολα.
 (α) ανθρωπιστική ροπή ≠ θετικιστική ροπή:  
Από τα νεανικά γράμματα  προς τον πατέρα του, διαφαίνεται πως ο Μαρξ εμπνέεται από τα ουμανιστικά προτάγματα χειραφέτησης που χαρακτηρίζουν τον Διαφωτισμό. Στη σκέψη του συγκεκριμένα αυτή η ροπή χαρακτηρίζει ιδιαιτέρως το πρώιμο έργο του, του οποίου οι βασικές κατηγορίες, πχ. η αποξένωση, στηρίζονται στην υπόθεση μιας ανθρώπινης ουσίας που έχει φθαρεί και που ζητάει την πλήρωση. Παρόλο όμως που στο κατοπινό του έργο αυτές οι κατηγορίες θα εγκαταλειφτούν ως ιδεαλιστικές, το κανονιστικό πλαίσιο δεν θα εξαλειφθεί, αφού ακόμα και στο Κεφάλαιο, η ρητή δέσμευση είναι προς την χειραφέτηση των ανθρώπων από τα φαντάσματα και τις αλυσίδες που τους κρατάνε δέσμιους σε συνθήκες εκμετάλλευσης και καταπίεσης.
   Από την άλλη, ειδικά μετά την επεξεργασία της ιστορικής υλιστικής μεθόδου, όπως πραγματώνεται στην κριτική της πολιτικής οικονομίας, στα έργα του Μαρξ υπάρχει η ροπή προς μια θετικιστική ανάλυση η οποία αποκλείει υποτίθεται κάθε ηθική από το περιεχόμενο της. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας παρουσιάζεται ως μια επιστήμη η οποία ανακαλύπτει του αντικειμενικούς νόμους της ιστορίας, των οποίων η δομή δεν εξαρτάται καθόλου από την ανθρώπινη βούληση και υποκειμενικότητα. Η ιστορία κινείται από αντικειμενικές αλλαγές στο επίπεδο των δυνάμεων παραγωγής και οι σχέσεις που συνάπτονται από του ανθρώπους καθορίζονται από αυτές τις αντικειμενικές, οικονομικές δυνάμεις. Έπεται ότι ο κομμουνισμός και γενικά οι επαναστάσεις δεν πραγματώνουν κάποια ανθρώπινη, υποκειμενική επιθυμία για ελευθερία αλλά αντανακλούν εξελίξεις στο υλικό πεδίο.  

(β) οικονομική ροπή  ≠ πολιτική ροπή:
Μαζί με τον επιστημονισμό στα έργα του Μαρξ εμφανίζεται και μια τάση οικονομισμού, δηλαδή να τίθενται κάποιες καθαρές οικονομικές μορφές (αξία, χρήμα, εργασία) οι οποίες καθορίζουν απόλυτα τις άλλες εκφάνσεις της κοινωνικής ύπαρξης, και ιδιαίτερα της πολιτικής. Η πιο συνήθης εκφορά αυτής της αντίληψης, η οποία χρησιμοποιήθηκε από τους Μαρξιστές σε βαθμό κατάχρησης είναι η μεταφορά της «βάσης» και του «εποικοδομήματος», της «υποδομής» και της «υπερδομής». Τα ίδια έργα όμως επιτρέπουν και μια πιο «πολιτική» ανάγνωση, μια ανάγνωση δηλαδή όπου η πολιτική εγγράφεται μέσα στις οικονομικές κατηγορίες, έτσι ώστε η κοινωνική πραγματικότητα να ορίζεται όχι στην βάση του σχήματος ‘υποδομή-υπερδομή’ αλλά ως ένα εμμενές δίκτυο στρατηγικών εξουσίας.   

Ενώ στο έργο του Μαρξ αυτές οι αντίρροπες κατεύθυνσης στέκουν σε μια ισορροπία, όσο ασταθής και αν είναι αυτή, στους επιγόνους θα αποτελέσουν λίγο ή πολύ αυτό-τελή ρεύματα που θα καθορίσουν τις διαφορετικές εκφάνσεις του Μαρξισμού τόσο ως πολιτική ιδεολογία όσο και ως θεωρητικό παράδειγμα. Σχηματικά, οι βασικές μορφές του Μαρξισμού είναι οι ακόλουθες:
Ορθόδοξος Μαρξισμός
Ο μαρξισμός ως πολιτική ιδεολογία και ολική κοσμοαντίληψη θα παραχθεί μετά τον θάνατο του Μαρξ, και κυρίως μέσω των γραπτών του φίλου και συνεργάτη του Μαρξ τον Ένγκελς, όπως και από τους Karl Kautsky και Georgi Plekhanov. Αυτοί οι τρείς θεμελίωσαν τον Διαλεκτικό Υλισμό, έναν όρο που ο Μαρξ δεν χρησιμοποίησε ποτέ. Στο σχήμα του Ένγκελς και των άλλων επιγόνων, ο Μαρξισμός ως διαλεκτικός υλισμός είναι μια θεωρία που επεξηγεί την φυσική ιστορία στην ολότητα της, και την ιστορία του ανθρώπου ως αδιαφοροποίητο μέρος αυτής της ιστορίας. Η διαλεκτική δεν είναι απλά μια μέθοδος κατανόησης της κοινωνικής αλλαγής αλλά το περιεχόμενο της φυσικής εξέλιξης, Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια θεωρητική συστηματοποίηση των ντετερμινιστικών και επιστημονικίστικων ροπών της σκέψης του Μαρξ. Πολιτικά αυτό εκφράστηκε στην Δεύτερη Διεθνή και ειδικά στο γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD). Το αποτέλεσμα ήταν μια ιδιαίτερα συντηρητική πολιτική που θεωρούσε πως δεν υπάρχει νόημα να κάνεις την επανάσταση αφού αυτή καθορίζεται απόλυτα από ιστορικούς νόμους. Η ιδεολογική νομιμοποίηση και θεμελίωση ενός έντονου πολιτικού συντηρητισμού είχε το αποτέλεσμα το SPD να συνταχθεί τόσο με τις δυνάμεις του γερμανικού μιλιταρισμού στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο όσο και να υποσκάψει την γερμανική επανάσταση του 1918/9 (την λεγόμενη Novemberrevolutionσε βαθμό που επέτρεψε στις φασιστικές ομάδες κρούσης (τα διαβόητα friekorps) να εκτελέσουν της ηγετικές φιγούρες των σπαρτακιστών και γενικά των διάφορων ριζοσπαστικών ομάδων.
Απέναντι σε αυτήν την πολιτικά συντηρητική και θεωρητικά εξελικτική κατεύθυνση θα αντιταχθεί ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι. Όντας αντιμέτωπος με τη πραγματικότητα των Ρωσικών επαναστάσεων του 1905 και του Φεβρουαρίου του 1917, ο Λένιν αντιτίθεται στην μηχανιστική ανάγνωση του διαλεκτικού υλισμού, και τονίζει πως η επανάσταση δεν χρειάζεται να περάσει από συγκεκριμένα στάδια, αλλά μπορεί να επιτευχθεί και σε «υποανάπτυκτες» χώρες αρκεί να υπάρχει μια ισχυρή επαναστατική οργάνωση. Συνεπώς, ο Λένιν προσδίδει στον μαρξισμό μια ισχυρή δόση πολιτικού βολονταρισμού. Κατά αυτόν τον τρόπο συστηματοποιείται η φιγούρα του επαγγελμα-τία επαναστάτη ο οποίος ενσωματώνει την επαναστατική συνείδηση την οποία μετά ενσταλάζει και στις μάζες, οι οποίες από μόνες τους δεν μπορούν να αναπτύξουν. Συνεπώς αυτό που συστηματοποιείται είναι η μορφή της πολιτικής πρωτοπορίας. Ως εκ τούτου, το κόμμα γίνεται η βασική πολιτική μορφή το Μαρξισμού, δηλαδή η αναγκαία οργανωτική δομή για την επιτυχία και ολοκλήρωση μιας επανάστασης.
Στο θεωρητικό επίπεδο ο Λένιν εισήγαγε και την θεωρία του ιμπεριαλισμού ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, μια θεωρία που συνοδεύτηκε από την θεωρία του «αδύναμου κρίκου»: σε αντίθεση με τα δόγματα των Γερμανών σοσιαλιστών ο Λένιν τόνισε πως η επανάσταση και η ολική κατάρρευση του καπιταλισμού μπορεί να ξεκινήσει όχι από το κέντρο της καπιταλιστικής συσσώρευσης, στο οποίο οι εργάτες είναι πιο ενσωματωμένοι, αλλά στην περιφέρεια, όπου οι συνθήκες είναι πιο πρόσφορες για την ριζοσπαστικοποίηση του προλεταριάτου. Ό Λένιν όμως ποτέ δεν σταμάτησε να πιστεύει στην αναγκαιότητα της παγκόσμιας επανάστασης. Είναι ο διάδοχος του στην εξουσία, ο Στάλιν, που θεωρητικοποίησε την δυνατότητα του σοσιαλισμού σε μια χώρα. Σύμφωνα με αυτό το δόγμα, παρόλο που ο κομμουνισμός είναι ο ορίζοντας της ιστορίας, είναι δυνατόν ένα καθεστώς να αναπτυχθεί σοσιαλιστικά ακόμα και αν η παγκόσμια επανάσταση καθυστερήσει. Το κατά πόσο ο Στάλιν έκανε την ανάγκη φιλότιμο είναι ανοιχτό προς συζήτηση, όμως η ουσία είναι πως αυτή η «εθνική» συγκρότηση του σοσιαλισμού θα καθορίσει τις πολιτικές των μαρξιστικών κομμάτων και οργανώσεων για τις επόμενες δεκαετίες.
Παρόλη την πολιτική κριτική του στον ορθόδοξο Μαρξισμό, ο λενινισμός δεν απόρριψε της βασικές θεωρητικές-φιλοσοφικές υποθέσεις και προκείμενες του. Αντίθετα, ιδιαίτερα μετά την κατάληψη της εξουσίας και την ανάπτυξη μιας επίσημης ιδεολογίας, τις ενσωμάτωσε. Αυτό συνεχίστηκε σε ξεκάθαρη δογματική μορφή από τον Σταλινισμό, αν και στο πλαίσιο του τελευταίου οι αξιώσεις του επιστημονικού υλισμού συνδέθηκαν με την προσωπολατρία του μεγάλου ηγέτη και την δαιμονο-ποίηση των αντικαθεστωτικών, δύο πρακτικές ελάχιστα «επιστημονικές». Έτσι ο ορθόδοξος Μαρξισμός - μια φαινομενικά παράδοξη μίξη επιστημονισμού και βολο-νταρισμού - παγιώθηκε στις μορφές των αυτό-προσδιοριζόμενων ως κομμουνιστικών κομμάτων και καθεστώτων. Τα κανονιστικά κείμενα των «πατέρων» έγιναν συγχρόνως κριτήρια αλήθειας και μηχανισμοί εξουσίας ενώ η ερμηνεία τους μια σχολαστική λειτουργία.
«Ετερόδοξοι» Μαρξισμοί
Τροτσκισμός: Ένα από τα σημαντικότερα Μαρξιστικά ρεύματα που εμπνέεται από την φιγούρα και το έργο του Leo Trotsky μιας από τις ηγετικές φιγούρες της Οκτωβριανής επανάστασης που θα εκδιωχθεί και δολοφονηθεί από τον Στάλιν. Αν και καταδικάζει το σταλινισμό και την γραφειοκρατία, ο Τροτσκισμός κινείται μέσα στα πλαίσια του ορθόδοξου Μαρξισμού-Λενινισμού ειδικά όσον αφορά την σημασία του κόμματος ως κεντρική πολιτική μορφή και πρωτοπορία. Δηλαδή η βασική του πολιτική θέση είναι του λεγόμενου «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».  
Εγκελιανός Μαρξισμός: Με αυτόν τον όρο υποδηλώνονται διάφοροι στοχαστές όπως ο György Lukács οι θεωρητικοί της Σχολής της Φρανκφούρτης, και μέχρι ένα βαθμό ο Antonio Gramsci, οι οποίοι παρόλες τις σημαντικές τους διαφωνίες, κοίταξαν το έργο του Μαρξ μέσα από ένα εγελιανό πρίσμα, δηλαδή μια αναθεώρηση της αξίας του Χέγκελ. Κοινό γνώρισμα είναι η αντίθεση στον αντικειμενισμό και τον ντετερμινισμό του ορθόδοξου Μαρξισμού, και ο τονισμός της σημασίας της υποκειμενικής δραστηριότητας. Πρέπει να τονιστεί πως δεν έχουμε να κάνουμε με μια στροφή στον ιδεαλισμό αλλά με μια ραφιναρισμένη μορφή υλισμού, όπου η κοινωνική ύλη γίνεται κατανοητή ως ενσώματη υποκειμενικότητα, δηλαδή ως δομές και σχέσεις που παγιώνουν μορφές ανθρώπινης δραστηριότητας αλλά και που ως αποτέλεσμα μεταλλάσσονται από αυτήν. Αν και θεωρητικός, ο Εγκελιανός μαρξισμός θα επιφέρει μια αρκετά διαφορετική αντίληψη για την πολιτική από αυτή του ορθόδοξου Μαρξισμού. Ακόμα και αν η κατάληψη της εξουσίας είναι ένα ζητούμενο δίνεται μεγάλη σημασία στην ανθρώπινη δημιουργική πράξη, η οποία αφού θεωρείται πράξη ελευθερίας οδηγεί και στην αξίωση περισσότερο δημοκρατικών δομών αυτό-οργάνωσης.
Η υπέρ-αριστερά/ακροαριστερά: Εν μέρει επηρεαζόμενη από το εγελιανό Μαρξισμό αλλά κυρίως ακολουθώντας την δική της πορεία στις παρυφές του ορθόδοξου Μαρξισμού, θα αναπτυχθεί μια ακροαριστερή παράδοση, η οποία καλύπτει τους Γερμανούς συμβουλιακούς κομμουνιστές, τους Γάλλους Καταστασιακούς, την Ιταλική αυτονομία και φτάνει μέχρι τις διάφορες ομάδες του σήμερα. Αν και πρόκειται για ένα φοβερά ποικιλόμορφο ρεύμα κεντρικό γνώρισμα είναι η κριτική στην γραφειοκρατία και στον κρατισμό του ορθόδοξου Μαρξισμού ως παραμόρφωση της επανάστασης. Για αυτόν τον λόγο αυτή η παράδοση της ακροαριστεράς σε αρκετά σημεία είναι κοντά στο αναρχισμό.
Μαρξισμός του Τρίτου Κόσμου: Πατώντας πάνω στις θεωρίες του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και τον αδύναμο κρίκο, θα αναπτυχθούν στις λεγόμενες χώρες του τρίτου κόσμου πολλά επαναστατικά κινήματα και οργανώσεις που θα προσπαθήσουν να επικαιροποιήσουν την Μαρξιστική ιδεολογία με βάση την εμπειρία της αποικιο-κρατίας. Η πλέον εξέχουσα μορφή είναι ο Μαοϊσμός ενώ εξίσου σημαντική καινοτομία είναι η θεωρητική συστηματοποίηση του ένοπλου αντάρτικου ως δόκιμης μορφής σοσιαλιστικού αγώνα. Άλλες σημαίνουσες συνεισφορές είναι η θεωρία για τον δυνάμει επαναστατικό χαρακτήρα της αγροτιάς όπως και η σύνδεση του μαρξισμού με το πρόταγμα για εθνική ανεξαρτησία και με τον εθνικισμό.
Ευρωκομουνισμός: Αυτό το όνομα δόθηκε στην πολιτική αναθεώρηση του μαρξισμού που συντελέστηκε στην Ευρώπη στην βάση της κριτικής του σταλινισμού και γενικά του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της Σοβιετικής Ένωσης. Ως εναλλακτική τέθηκε ένας άλλος πιο δημοκρατικός δρόμος ο οποίος θα ήταν πιο συμβατός με κάποιες θεμελιώδεις δημοκρατικές αξίες. Ανεξαρτήτως πάντως από το δόκιμο της κριτικής στον σταλινισμό ή ότι ήταν η βάση της δημιουργίας της «Νέας Αριστεράς» η οποία ανανέωσε την μαρξιστική πρακτική και θεωρία ανακαλύπτοντας και τις πιο ριζοσπαστικές εκφάνσεις της που ο ορθόδοξος Μαρξισμός είχε σκεπάσει, είναι γεγονός πως ο ευρωκομουνισμός όχι απλά απέτυχε να φέρει τον πολυπόθητο «άλλο δρόμο» αλλά στο τέλος δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει από την δυτική σοσιαλ-δημοκρατία.
Κοινοί τόποι της Μαρξιστικής Ιδεολογίας
Παρόλες τις σημαντικές διαφορές υπάρχουν κάποιοι βασικά γνωρίσματα που λίγο ή πολύ απαντώνται σε κάθε εκδοχή του Μαρξισμού:
  • Υλιστική οντολογία: με τον ένα η τον άλλο τρόπο οι μαρξιστές θέτουν ως καθοριστικό γνώρισμα και ορίζον στοιχείο του ανθρώπου τη παραγωγή, δηλαδή την υλική συγκρότηση του κόσμου μέσω του οποίου διαφοροποιείται από την φύση και μέσα στον οποίο κοινωνικοποιείται. Φυσικά το πως ακριβώς ορίζεται η παραγωγή διαφέρει σημαντικά ανάμεσα στους Μαρξιστές. Για την ορθοδοξία είναι μια αντικειμενική δραστηριότητα που καθορίζει όλες τις άλλες εκφάνσεις της ζωής, μια πιο πραγματική πραγματικότητα. Για άλλα ρεύματα Μαρξισμού η παραγωγή εκτείνεται στην γλωσσική και συμβολική κατασκευή και είναι μια κατεξοχήν υποκειμενική δραστηριότητα.
  • Η ταξική πάλη ως ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας και βασικό αναλυτικό εργαλείο κατανόησης της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας.
  • Κεντρική θέση του προλεταριάτου, αν και αυτό μπορεί να μεταλλαχθεί ανάλογα με την συγκυρία και την κοινωνία. Πάντως σε κάθε περίπτωση ο Μαρξισμός προσπαθεί να βρει το επαναστατικό υποκείμενο με βάση μια ανάλυση της ταξικής σύνθεσης και των ταξικών συσχετισμών του εκάστοτε κοινωνικού σχηματισμού.
  • Αταξική κοινωνία (κομμουνισμός) ως ο στόχος και ορίζοντας της ταξικής πάλης.
Πολιτική Σκέψη: Όπως σημειώθηκε στον Μαρξισμό η πλέον σημαίνουσα πολιτική μορφή είναι το κόμμα και η βασική πολιτική κατηγορία/προσανατολισμός είναι η κατάληψη της εξουσίας. Στην βάση αυτή της προοπτικής υπάρχει η αντίληψη της πολιτικής ως διαμεσολάβηση και ως τυπική καταπίεση, δηλαδή εν τέλει η ταύτιση της πολιτικής με το κράτος. Όμως όπως επίσης παρατηρήθηκε αν και μειοψηφική, υπάρχει και μια άλλη «αντικρατική» παράδοση στον Μαρξισμό, όπου ορίζει την πολιτική ως καταστροφή της εξουσίας και ως συλλογική δραστηριότητα αυτό-καθορισμού και χειραφέτησης. Μερικές φορές αυτές οι δυο κατευθύνσεις επιχειρείται κάπως να συμβιβαστούν σε ένα κοινό πλαίσιο, (όπως στον Ιταλικό εργατισμό ή στα κινήματα της Λατινικής Αμερικής) αλλά συνήθως βρίσκονται κατά βάση σε ένταση και σύγκρουση μεταξύ τους. Ο κρατικός μαρξισμός κατηγορεί τον αντικρατικό για «αριστερισμό», ενώ ο τελευταίος κατηγορεί τον πρώτο για προδοσία, καθεστωτισμό και ρεφορμισμό.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως μαρξισμός ήταν μια από τις σημαντικότερες αν όχι η σημαντικότερη ιδεολογία του περασμένου αιώνα. Η ηγεμονία της δεν στηριζόταν τόσο σε κάποια θεωρητική υπεροχή, αλλά πάνω από όλα στις ιστορικές αναφορές: τον υπαρκτό σοσιαλισμό ως εμπράγματη απόδειξη νίκης, τα εθνικό-απελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου και το εργατικό κίνημα. Η κρίση αυτών των αναφορών ήταν αναμενόμενο πως θα βάλει σε κρίση και τον Μαρξισμό. Αν και πολλοί βιάστηκαν να αποχαιρετήσουν τον Μαρξισμό, είναι γεγονός πως αυτήν την στιγμή ως ιδεολογικό-πολιτικό πρόγραμμα ο Μαρξισμός δεν ασκεί καμία ηγεμονία στα διάφορα κινήματα που έχουν αναδυθεί. Αν αυτό είναι αρνητικό ή πρέπει ο ίδιος ο μαρξισμός να αναθεωρήσει κάποιες από τις βασικές του πεποιθήσεις περί πολιτικής αποτελεί ένα από τα βασικά ερωτήματα που άπτονται του ζητήματος.
Σοσιαλδημοκρατία
Η σοσιαλδημοκρατία αρχικά είναι η ονομασία της οργανωμένης μαρξιστικής ορθο-δοξίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας. Αρχίζει να διαφοροποιείται από τον μαρξισμό ως μια μορφή ρεβιζιονισμού, δηλαδή ως αναθεώρηση της μαρξιστικής ιδεολογίας. Εδώ σημαίνουσα θέση έχει ο Eduard Bernstein ο οποίος πρώτος ανέπτυξε την θέση περί μιας σιγανής εξελικτικής δημιουργίας του σοσιαλισμού μέσα από τον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού. Σιγά σιγά όμως η σοσιαλδημοκρατία θα γίνει μια αυτοτελή ιδεολογική παράδοση, ή τουλάχιστον μια αυτόνομη πολιτική δύναμη, η οποία θα είναι και η ηγεμονική μορφή σοσιαλισμού στην Δύση.
Σύμφωνα με την σοσιαλδημοκρατία ο σοσιαλισμός ως ηθική ιδέα περιλαμβάνει τα ακόλουθα αξιώματα:
  • Ισότητα, με την έννοια της μη-εκμετάλλευσης και της ίσης πρόσβασης στον κοινωνικό πλούτο και τα κοινωνικά αγαθά.
  • Αλληλεγγύη και όχι ο ανταγωνισμός ως ο βασικός φορέας ιστορικής και κοινωνικής προόδου.
  • Μη αναγκαιότητα της επανάστασης. Μάλιστα για πολλούς η επανάσταση δεν είναι ούτε καν επιθυμητή. Από αυτό έπεται:
  • Η αξία των πρακτικών μεταρρυθμίσεων αντί ολοκληρωτικών προγραμμάτων βίαιης μετατροπής.
  • Η κοινοβουλευτική Δημοκρατία ως νόμιμο πεδίο άσκησης σοσιαλιστικής πολιτικής, σοσιαλιστικών στρατηγικών και επιδιώξεων.
Στην παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, οι βασικές πολιτικές ήταν οι εθνικοποιήσεις/ κρατικοποιήσεις καίριων τομέων της παραγωγής, ένα εκτεταμένο κράτος πρόνοιας και γενικά κοινωνικών παροχών, ένα δίκτυο προστασίας και συμμετοχής της εργατικής τάξης και γενικά των λαϊκών στρωμάτων.
Αυτή η παραδοσιακή σοσιαλδημοκρατία, θα γνωρίσει την δόξα της την περίοδο μετά τον Β παγκόσμιο πόλεμο έως και τα τέλη του 60. Με κάποιες εξαιρέσεις η σοσιαλ-δημοκρατία θα αρχίσει να υποχωρεί από την δεκαετία του 70 και μετά. Με την άνοδο του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης, οι βασικές αξιώσεις και προγράμματα του σοσιαλισμού, και ειδικά η κρατικίστικη πολιτική του θα θεωρηθούν ζημιογόνα και παρωχημένα. Η σοσιαλδημοκρατία θα αναβιώσει ως «τρίτος δρόμος», το όνομα που δόθηκε από τον Antony Giddens στην θεωρητική έκφραση του «Nέoυ Εργατικού» κόμματος του Tony Blair. Κάποια χαρακτηριστικά αυτής της νέας μορφής σοσιαλδημοκρατία είναι:
Ελαστική ρύθμιση της αγοράς και άνοιγμα για επενδύσεις και ανάπτυξη. Διοχέτευση του πλούτου που δημιουργείται για κοινωφελείς σκοπούς, δημιουργία κινήτρων αντί για μόνιμες κοινωνικές παροχές, μετάθεση κρατικών υπηρεσιών στο επίπεδο της κοινότητας.
Είναι αναμφισβήτητο ότι ο «τρίτος-δρόμος», έδωσε στην σοσιαλδημοκρατία μια νέα πνοή ζωής, τόσο από άποψη θεωρητικής ανανέωσης όσο και πολιτικής ενδυνάμωσης. Όλο και περισσότερα κόμματα βρέθηκαν στην εξουσία και όλο και περισσότερο η δεξιά οικειοποιείτο τη συμβολική θέση ενός «κέντρου», το οποίο δανειζόταν από την σοσιαλδημοκρατία τόσο ένα κοινωνικό προφίλ όσο και την αξίωση υπέρβασης των παραδοσιακών ιδεολογικών και πολιτικών διαχωριστικών γραμμών. Στην ουσία όμως έχει καταστεί πέρα από κάποια ρητορικά σχήματα όλο και πιο δύσκολο να διακριθεί σε κάτι η σοσιαλδημοκρατία από «δεξιά», «συντηρητικά» η «φιλελεύθερα» κόμματα. Αυτό επικυρώθηκε πλήρως στην τρέχουσα κρίση, όπου η σοσιαλδημοκρατία σε όλες τις εκφάνσεις της, αδυνατεί να παράγει έναν στοιχειωδώς εναλλακτικό λόγο. Κατά πόσο αυτό είναι αντιστρέψιμο μένει να φανεί, πάντως για την ώρα είναι δεδομένο πως η σοσιαλδημοκρατία έχει ενσωματωθεί πλήρως στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό και συνεπώς πως δεν είναι διόλου «σοσιαλιστική», τουλάχιστον αν αυτός ο όρος έχει ακόμα κάποια νόημα. 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Michael Roskin et alΕισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 6
Andrew HeywoodΕισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 3
Γιώργος Σκουλάς, Πολιτική Επιστήμη και Ιδεολογίες, κεφ. 8 & 11
Επίσης τα σχετικά κεφάλαια στο Andrew HeywoodΠολιτικές Ιδεολογίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου