Σημειώσεις Α' Εξαμήνου (μέρος β)


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι

Διάλεξη 6η: Εξουσία και Κράτος

Πολιτική Εξουσία 

Είναι ένα γενικά αποδεκτό γεγονός πως η πολιτική και η εξουσία συνδέονται άμεσα. Μάλιστα, για την πλειοψηφία των πολιτικών επιστημόνων, η εξουσία δεν είναι απλά ένα από τα διάφορα φαινόμενα που συνδέονται με την πολιτική αλλά το πλέον καθο-ριστικό γνώρισμα της. Δηλαδή, επειδή η εξουσία αποτελεί πρόβλημα και ζητούμενο, και όχι κάτι που καθορίζεται αυτόματα, υπάρχει και η πολιτική ως διακριτός τομέας της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρόλο όμως που αποτελεί έναν τόσο κεντρικό δεδομένο της πολιτικής πραγματικότητας, η εξουσία αποτελεί μια από τις πλέον αμφιλεγόμενες έννοιες στην πολιτική επιστήμη. Τι σημαίνει ότι κάποιος έχει εξουσία; Ποια είναι τα θεμέλια και από που απορρέει η πολιτική εξουσία; Πόσες μορφές εξουσίας υπάρχουν; Είναι η (πολιτική) εξουσία ταυτόσημη με μια ιεραρχική μορφή σχέσεων; Αυτές είναι μερικές από τις ερωτήσεις που περιβάλουν την πολιτική ανάλυση του φαινόμενου της εξουσίας, και είναι αυτονόητο πως η απάντηση που δίνεται σε αυτά τα ερώτημα καθορίζουν εν τέλει την αξιολόγηση του εξουσιαστικού φαινόμενου. 

Μια από τις κλασικότερες τυπολογίες πολιτικής εξουσίας είναι αυτή που έχει προταθεί από τον Μαξ Βέμπερ, ο οποίος διακρίνει τρεις γενικούς τύπους εξουσίας:

  1. Παραδοσιακή: αυτή όπως δηλώνει και το όνομα της βασίζεται στην δύναμη της παράδοσης και τις διάφορες πεποιθήσεις και έθιμα που την συγκροτούν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ελέω θεού πολιτική εξουσία του βασιλιά.

  1. Ορθολογική: αυτή βασίζεται στην αποδοχή απρόσωπων κανόνων και θεσμών οι οποίοι θεωρούνται απαραίτητοι για την οργάνωση μιας κοινωνίας που έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο διαστρωμάτωσης και πολυπλοκότητας. Το πλέον χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας εξουσίας είναι η γραφειοκρατική.

  1. Χαρισματική: αυτή βασίζεται στην προσωπικότητα του ηγέτη και στην ικανότητα του να εγείρει δέος, σεβασμό και υποταγή.

Η τυπολογία του Βέμπερ είναι επί της ουσίας μια προσπάθεια κατανόησης των μορφών νομιμοποίησης της εκάστοτε εξουσίας. Βασική ιδέα λοιπόν είναι πως αυτό που διακρίνει την πολιτική εξουσία είναι η αξίωση νομιμότητας, δηλαδή το γεγονός πως αυτοί που την ασκούν και αυτοί που την υφίστανται αποδέχονται το ορθό της ύπαρξης της, έστω και στην οριακή μορφή του αναγκαίου κακού.   

Πάνω σ’αυτό το ερώτημα, δηλαδή της προέλευσης της εξουσίας όχι ως απλή επιβολή αλλά ως νόμιμα αναγνωρισμένη δομή και σχέση, ο Ροσκιν και συνεργάτες προτείνουν τα ακόλουθα επεξηγηματικά/ερμηνευτικά μοντέλα:

Βιολογική: Η εξουσία εκπορεύεται από την φύση του ανθρώπου ως κοινωνικό ζώο. Όπως στις αγέλες υπάρχουν ιεραρχίες και κάποια ζώα που οδηγούν, έτσι και στον άνθρωπο υπάρχει η έμφυτη τάση να δομεί την κοινωνική του ύπαρξη μέσω εξουσιαστικών μορφών, δηλαδή μέσω τις παγιώσεις ιεραρχικών σχέσεων που δίνουν σε κάποιους την δύναμη να ασκούν εξουσία. Με μια σαρκαστική διάθεση αυτή η άποψη έχει εκφραστεί καθαρά από τον Φρειδερίκο Νίτσε: «Εφόσον σε όλες τις εποχές, από τότε που υπήρξαν άνθρωποι, υπήρχαν και ανθρώπινες αγέλες, συσσωματώσεις φύλου, κοινότητες, φυλές, έθνη, εκκλησίες, κράτη) και πάντα ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων υπάκουαν σε ένα μικρό αριθμό αρχηγών. Αφού λοιπόν ως τώρα, η υπακοή ασκήθηκε και καλλιεργήθηκε καλύτερα και για περισσότερα χρόνο από οτιδήποτε άλλο ανάμεσα στους ανθρώπους, δικαιούται κανείς να υποθέσει, ότι  κατά γενικό κανόνα, αυτή η ανάγκη για υπακοή, είναι έμφυτη στον καθένα ως ένα είδος ρητής συνείδησης που επιτάσσει: ‘Οφείλεις οπωσδήποτε να κάνεις αυτό, να απέχεις οπωσδήποτε από το άλλο, κοντολογίς οφείλεις’». (Πέρα από το Καλό και το Κακό)

Ψυχολογική: σύμφωνα με αυτήν την ερμηνευτική προσέγγιση η εξουσία πηγάζει από ψυχικούς μηχανισμούς και ορμέμφυτα που ωθούν τους ανθρώπους να υπακούν, να ταυτίζονται μέχρι και να λατρεύουν όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας.

Πολιτισμική: σε αντίθεση με τις άλλες δύο προσεγγίσεις που λίγο ή πολύ εξηγούν την πολιτική εξουσία μέσω κάποιων προκοινωνικών ή εξωκοινωνικών παραγόντων, η πολιτισμική θεώρηση συνδέει την ύπαρξη πολιτικής εξουσίας με την κουλτούρα, δηλαδή με το σύνολο των πεποιθήσεων, παραδόσεων και πρακτικών που δημιουργούν μια συνεκτική αντίληψη για τον κόσμο και έναν ορισμένο τρόπο ζωής.  Σε αυτό το πρίσμα η πολιτική εξουσία δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο αλλά μια κοινωνική κατασκευή.

Ορθολογική: Αυτή η προσέγγιση τονίζει πως η αποδοχή και εμφάνιση κάποιας πολιτικής εξουσίας στηρίζεται κυρίως σε ορθολογικά κριτήρια, δηλαδή σε διαδικασίες έλλογης σκέψης που κάνει τους ανθρώπους να υπακούν σε διαταγές και γενικά να αποδέχονται την ύπαρξη εξουσιαστικών δομών και σχέσεων.

Ανορθολογική: σε αντίθεση με την προηγούμενη προσέγγιση αυτή εστιάζει σε μη-λογικούς παράγοντες, σε συναισθήματα και πάθη που κάνουν τους ανθρώπους να υποτάσσονται. Σε αυτήν την προσέγγιση η εξουσία στηρίζεται με τον ένα τρόπο ή τον άλλο σε κάποιους θεμελιακούς μύθους και στον χειρισμό συμβόλων.

Πέρα από τις συνθήκες ύπαρξης της εξουσίας, ένα εξίσου θεμελιώδες ερώτημα είναι το ποιός πρέπει να ασκεί πολιτική εξουσία όπως και τα όρια που πρέπει να υπάρχουν. Εδώ κινούμαστε πέρα από ένα επεξηγηματικό πλαίσιο ανάλυσης σε ένα ξεκάθαρα κανονιστικό. Δηλαδή κέντρο του στοχασμού δεν είναι το γιατί αλλά το δέον και το πρέπον. Αναμενόμενα, και σε αυτήν την περίπτωση οι απαντήσεις που έχουν δοθεί ποικίλουν, αλλά οι διάφορες αντιλήψεις μπορουν λίγο ή πολύ να ταξινομηθούν σε δυο γενικές κατηγορίες:

  • (α) αυτές που προσεγγίζουν την εξουσία ως ένα θετικό φαινόμενο απαραίτητο για την ευταξία, δηλαδή για την ορθή οργάνωση ενός κοινωνικού συστήματος.
  • (β) αυτές που προσεγγίζουν την εξουσία ως κάτι αρνητικό που εμποδίζει την ανάπτυξη της ανθρώπινης αυτονομίας, και που ως εκ τούτου πρέπει να διατηρείται στο μίνιμουμ ή ακόμα και να εξαλειφθεί.

Από τις κλασικές πολιτικές ιδεολογίες που εξετάσαμε τις προηγούμενες εβδομάδες, ο συντηρητισμός, ο φασισμός και συνήθως ο εθνικισμός εμπίπτουν στην πρώτη κατη-γορία ενώ ο φιλελευθερισμός, ο Μαρξισμός και ο αναρχισμός εμπίπτουν στην δεύτερη.

Στην πολιτική επιστήμη άλλα σημαντικά θεωρητικά μοντέλα είναι του πλουραλισμού και του ελιτισμού. Το πρώτο, με επιφανή εκπρόσωπο το Robert Dahl, έχοντας ως μοντέλο το σύστημα των Ηνωμένων Πολιτειών (ΗΠΑ), υποστηρίζει μια μη συγκεντρωτική διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας που επιτρέπει σε διάφορες κοινωνικές ομάδες να έχουν πρόσβαση την λήψη αποφάσεων. Το πολιτικό σύστημα που στηρίζεται σε μια τέτοια πλουραλιστική κατανομή της πολιτικής εξουσίας ονομάζεται και πολυαρχικό. Η ελιτιστική άποψη, με κλασικούς εκφραστές στοχαστές όπως ο Vilfredo Pareto και ο Gaetano Mosca, υποστηρίζει ότι στην πραγματικότητα ακόμα και σε ένα δημοκρατικό καθεστώς η πολιτική εξουσία πάντα βρίσκεται στα χέρια κάποιων ιθυνουσών μειοψηφιών, οι οποίες αποτελούν την κοινωνική-πολιτική ελίτ.

Πέρα των όποιων πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων αυτών των θεωρητικών προσεγγίσεων, συνεπώς πέρα από την όποια ειδική αξιολόγηση, όλες έχουν ένα βασικό κοινό τόπο. Ότι συλλαμβάνουν την πολιτική εξουσία ως εξουσία πάνω, δηλαδή ως την δυνατότητα επιβολής ή επιρροής. Σε αυτό το σχήμα το ουσιώδες μοντέλο εξουσίας είναι αυτό της διαταγής-υποταγής. Συνεπώς, υπό αυτό το πρίσμα η ελευθερία ξεκινάει πάντα εκεί που τελειώνει η εξουσία.

Τις προηγούμενες δεκαετίες υπήρξαν σημαντικές αναλύσεις που πρότειναν μια εναλλακτική εννοιολόγηση της εξουσίας. Από αυτές διακρίνονται οι αναλύσεις της Hannah Arendt και του Michel Foucault:

Χάννα Άρεντ:

Εμπνεόμενη από την κλασική και ρεπουμπλικάνικη πολιτική παράδοση η Άρεντ πρώτα από όλα διαχωρίζει την πολιτική εξουσία από την αυταρχικότητα (authority), την ισχύ και την βία. Για την Άρεντ η εξουσία είναι μια δημιουργική δύναμη και αρχή που είναι εγγενής στις ανθρώπινες σχέσεις. Δεν είναι ‘εξουσία πάνω’ αλλά ‘εξουσία για’, δηλαδή η παραγωγική δύναμη να δημιουργείς έναν κόσμο κοινών. Υπό αυτό το πρίσμα η πολιτική εξουσία δεν είναι απαραίτητα ιεραρχική αλλά μπορεί να διαχέεται και να ασκείται οριζόντια. Δηλαδή η πολιτική εξουσία μπορεί να είναι όχι αντίθετη αλλά σύμφυτη της ισότητας και της ελευθερίας.

Μισέλ Φουκώ:

Ο Γάλλος φιλόσοφος πρότεινε μια ρηξικέλευθη ανάλυση της εξουσίας η οποία έχει επηρεάσει όσο λίγες κατοπινές έρευνες σε διάφορους τομείς. Τρία σημεία αξίζει να τονιστούν:
(α) Η εξουσία ως σχέση: η εξουσία δεν είναι κάτι που κάποιος κατέχει αλλά ένα φαινόμενο που αναδύεται και κυκλοφορεί στις ανθρώπινες σχέσεις. Συνεπώς η εξουσία είναι δυναμική και όχι στατική, εύθραυστη και όχι συμπαγής. Επίσης, το πεδίο ανάδυσης και άσκησης της πολιτικής εξουσίας δεν είναι πρωτίστως το κράτος αλλά το μοριακό πεδίο το κοινωνικών σχέσεων. Για αυτό το λόγο ο Φουκώ ονομάζει την ανάλυση που προτείνει μικρό-φυσική της εξουσίας.
(β) Ενάντια στην «νομικό-δικαϊκή» αντίληψη της εξουσίας ως κυριαρχία και απαγόρευση ο Φουκώ τονίζει ότι η εξουσία είναι παραγωγική. Αυτό, χοντρικά, σημαίνει ότι οι σχέσεις εξουσίας όπως παράγονται και αναπαράγονται μέσα σε συγκεκριμένους θεσμούς (φυλακές, πανεπιστήμια, νοσοκομεία κλπ) είναι συστατικές στην ανάδυση συγκεκριμένων γνώσεων και ταυτοτήτων, πχ. ιατρική και οικονομική γνώση, ή υποκειμενικές φιγούρες όπως του παραβάτη και του ανώμαλου. Έπεται, για τον Φουκώ, ότι η εξουσία είναι συμβιωτική με την γνώση, δηλαδή ότι δεν υπάρχει εξουσία που να μην θεμελιώνεται σε μια ορισμένη γνώση όπως και δεν υπάρχει γνώση που να μην θεμελιώνεται και να μην παράγει συγκεκριμένες σχέσεις και αποτελέσματα εξουσίας. Για αυτόν τον λόγο όπως είπαμε και στην πρώτη διάλεξη (δες σημειώσεις) ο Φουκώ τονίζει και την στενή σχέση μεταξύ εξουσίας και αλήθειας.

(γ) Το θεμελιώδες συμπέρασμα εδώ είναι πως δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη γνώση όπως και καμία μορφή εξουσίας που να μην μπορεί να τεθεί προς αμφισβήτηση. Αν και αρκετοί σχολιαστές υποστηρίζουν πως ο Φουκώ κάνει την αντίσταση αδύνατη, ο ίδιος ο Φουκώ επέμενε ότι οι αναλύσεις του θέλουν να δείξουν ότι η αντίσταση είναι εμμενής στις σχέσεις εξουσίας συνεπώς πάντα δυνατή. Δηλαδή, για τον Φουκώ, καμία εξουσία δεν είναι απόλυτη, ακόμα και η πιο ολοκληρωτική.

Το Κράτος

Από όλες τις μορφές πολιτικής εξουσίας το κράτος είναι αναμφίβολα στο επίκεντρο της σύγχρονης πολιτικής σκέψης. Μάλιστα είναι τέτοια η σημασία και κεντρικότητα του κράτους που έχει οδηγήσει πολλούς στο να ταυτίζουν την κρατική μορφή με την πολιτική εν γένει. Όπως ο Γιώργος Σκουλάς παρατηρεί, «στην καθημερινή ζωή του πολίτη, η πολιτική γενικά κατανοείται ως μελέτη του πολιτικού θεσμού που λέγεται κράτος, αναλύοντας την θεσμική του οργάνωση και εκτιμώντας συγχρόνως την όποια επίδραση του στην κοινωνία».

Παρόλη όμως την κεντρικότητα του κράτους, ή μάλλον, ακριβώς λόγο αυτής, οι μορφές προσέγγισης και αξιολόγησης της κρατικής μορφής ποικίλουν, τόσο εντός της πολιτικής επιστήμης όσο γενικά και ανάμεσα στους ανθρώπους. Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα:

a)      Χέγκελ, Φιλοσοφία Δικαίου

«Το κράτος είναι η πραγματικότητα τις ηθικής Ιδέας. ... Το κράτος καθαυτό και δι’ αυτό είναι το ηθικό όλο, η πραγμάτωση της ελευθερίας, και είναι ως ένα απόλυτο τέλος του Λόγου που η ελευθερία πρέπει να είναι πραγματική. Το κράτος είναι το πνεύμα στην γη και συνειδητά πραγματοποιεί τον εαυτό του εκεί. ... Η κάθοδος του Θεού στον κόσμο, αυτό είναι το κράτος».

b)      Νίτσε, Τάδε Έφη Ζαρατούστρα

«Κράτος; Τι είναι αυτό; Ελάτε δα! Ανοίξτε τα αυτιά σας γιατί τώρα θα σας πω το λόγο μου για το θάνατο των λαών. Κράτος λέγεται το πιο παγερό από όλα τα παγερά τέρατα. Και επίσης παγερά ψεύδεται και τα ψέματα αυτά έρπουν από το στόμα του: ‘Εγώ το κράτος, είμαι ο λαός’. Αυτό είναι ψέμα! ... Όπου υπάρχει λαός, εκεί το κράτος δεν γίνεται κατανοητό, αλλά αντιμετωπίζεται με μίσος όπως το κακό μάτι και ως αμαρτία ενάντια στους νόμους και τα έθιμα. Σύγχυση της γλώσσας του καλού και του κακού, αυτό το σημάδι σας δίνω ως το σημάδι του κράτους».

Αυτές οι παραθέσεις, που προέρχονται από δυο από τους πιο σημαντικούς φιλόσοφους στην ιστορία, καταδεικνύουν τους πλήρως αντιθετικούς τρόπους που το κράτος έχει προσεγγιστεί. Από την μια, ως ένας θεσμός που είναι συστατικός της ηθικής ολοκλήρωσης της ανθρώπινης κοινωνίας και από την άλλη ως ένα σημάδι παρακμής, σήψης και υποδούλωσης.

Φυσικά, εντός της πολιτικής επιστήμης έχει ευδοκιμήσει η άποψη ότι μπορούμε να επικεντρωθούμε στα καθαρά λειτουργικά και οργανωτικά δεδομένα του κράτους – δηλαδή, στις αντικειμενικές δομές και θεσμούς που συναρθρώνουν το κράτος και στις λειτουργίες που επιτελούν - και να παραμερίσουμε ζητήματα κανονιστικής φύσεως. Όμως, όπως τονίστηκε από την πρώτη διάλεξη, μια τέτοια προσέγγιση, αν και ηγεμονική σε αρκετές χώρες, ιδιαίτερα τις Αγγλοσαξονικές, είναι ελάχιστα «επιστημονική», στο βαθμό που εννοούμε με αυτόν τον όρο έναν λόγο περί αλήθειας και όχι ένα κακέκτυπο των θετικών επιστημών. Κάθε κράτος έχει κανονιστικό περιεχόμενο, και οι όποιες λειτουργίες εκτελεί είναι άμεσα συνυφασμένες με αυτό το περιεχόμενο. Τουτέστιν, το πόσο κράτος και τι κράτος υπάρχει ενέχει πάντα μια αξιολόγηση, συνεπώς μια μελέτη του κράτους που δεν ασχολείται με αυτήν την διάσταση δεν είναι απλά ατελής ή τετριμμένη, αλλά κινδυνεύει να γίνει απολογητικός λόγος για τα υπάρχοντα κράτη.

Τι είναι όμως το κράτος; Τι πολιτικοί σχηματισμοί μετράνε ως «κρατικοί»; Τι είναι που διαχωρίζει μια κοινωνία δομημένη μέσω μιας κρατικής μορφής και τι μια κοινωνία που δεν χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός κράτους; Τι διαχωρίζει τα φεουδαρχικά κράτη του μεσαίωνα από τα σύγχρονα έθνη-κράτη. Ήταν η αρχαίο-ελληνική πόλις ένα κράτος. Τι θα σήμαινε η ύπαρξη ενός παγκόσμιου κράτους; Μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο; Αυτές είναι μερικές απ΄τις ερωτήσεις που άπτονται της μελέτης του κράτους

Μια τυπική διάκριση, που προτείνεται από τον Σκουλά, είναι μεταξύ οργανωμένης και μη-οργανωμένης κοινωνίας. Φυσικά, ο Σκούλας δεν ισχυρίζεται ότι η δεύτερη δεν έχει καμία τακτικότητα ή τάξη. Αντιθέτως η διαφορά έχει να κάνει με την ύπαρξη ή μη απρόσωπων και τυπικών κανόνων και διαδικασιών που δομούν έναν κοινωνικό σχηματισμό. Σε αυτό τον βαθμό όμως η έννοια της οργάνωσης δεν είναι δόκιμη, διότι τείνει να ταυτίζει την πολιτική οργάνωση με το κράτος. Ακόμα πιο σοβαρά, επειδή ορίζει τις μη-κρατικές κοινωνίες σε βάση μιας έλλειψης, ότι δηλαδή στις μη-κρατικές κοινωνίες κάτι λείπει. Αυτήν η στάση έχει τεθεί σε πειστική κριτική ανάμεσα σε άλλους από τον Γάλλο πολιτικό ανθρωπολόγο Pierre Clastres. Ο Κλαστρ, μέσα από τις έρευνες του δείχνει ότι η πολιτική εξουσία δεν μπορεί να ταυτιστεί με έναν καταναγκαστικό κρατικό οργανισμό, ούτε οι λεγόμενες πρωτόγονες κοινωνίες μπορούν να αναλυθούν βάση τι τους λείπει, γιατί αυτό είναι συμπτωματικό των δικών μας προκαταλήψεων. Οι πρωτόγονες κοινωνίες δεν έχουν κράτος έχουν όμως την δικιά τους θετική πολίτικη οργάνωση, και το ίδιο ακριβώς μπορεί να συμβαίνει με άλλους πολιτικούς μη-κρατικούς σχηματισμούς. Συνεπώς, όταν η πολιτική επιστήμη προσδιορίζει ως κριτήρια του κράτους έννοιες όπως οργάνωση και εξουσία εμπίπτει σε ένα κρατικιστικό λόγο, δηλαδή αναπαράγει την εικόνα που το κράτος έχει φτιάξει για τον εαυτό του, ως μια ανώτερη βαθμίδα πολίτικης οργάνωσης από τις μη-κρατικές. Αυτό όπως δεν είναι καθόλου αυταπόδεικτο, άρα δεν πρέπει να τίθεται στην αρχή των εννοιολογήσεων μας αλλά να αποδειχθεί.

Ο Κλάστρ προτείνει ως χαρακτηριστικό του κράτους την ύπαρξη καταναγκαστική εξουσίας. Εδώ, συμφωνεί με έναν από τους πιο κλασσικούς ορισμούς του κράτους, αυτό που διατυπώθηκε από τον Βέμπερ: «Το Κράτος είναι μια οντότητα που αξιώνει για τον εαυτό του το μονοπώλιο της νόμιμης βίας σε μια δεδομένη επικράτεια».

Ένας ανάλογος αλλά λίγο πιο λεπτομερής ορισμός, έχει προταθεί από τον Charles Tilly: «Τα κράτη είναι οργανωτικές δομές άσκησης καταπίεσης οι οποίες είναι διακριτές από οικίες ή ομάδες συγγένειας και έχουν ξεκάθαρη προτεραιότητα στην άσκηση κάποιων λειτουργιών, σε σχέση με άλλες οργανωτικές δομές μέσα σε γεωγραφικές περιοχές σημαντικού μεγέθους».

Ο κοινός τόπος και στους δυο ορισμούς είναι ότι σηματοδοτούν την βία ή την καταπίεση ως το καθοριστικό γνώρισμα του κράτους. Υπό αυτό το πρίσμα είναι ενδιαφέρον το ότι στα αρχαιοελληνικά, δηλαδή στο τόπο που αναπτύχθηκε η αφηρημένη πολιτική σκέψη, η αρχική σημασία της λέξης κράτος είναι ακριβώς η επιβολή. Αυτός είναι και ο λόγος που οι αρχαίοι Έλληνες δεν θα ονόμαζαν ποτέ τις πόλεις του «κράτη». Το πεδίο της πολιτικής ύπαρξης ήταν ακριβώς το πεδίο της ελευθερίας και της πειθούς και όχι της βίας και της επιβολής, και για αυτό το λόγο θεωρούσαν τις εξουσιαστικές δομές της κοινωνικής πραγματικότητας μη-πολιτικές. Κατά πόσο αυτή η διάκριση ευσταθεί είναι φυσικά ένα δόκιμο ερώτημα, αλλά σε κάθε περίπτωση το επίδικο για την ώρα είναι ο προσδιορισμός της βίας και της κατα-πίεσης ως καθοριστικά γνωρίσματα του κράτους ως πολιτική μορφή.
   Αυτό που πρέπει λοιπόν να καταστεί ξεκάθαρο είναι ότι ο Βέμπερ και ο Τίλλυ δεν ισχυρίζονται ότι το κράτος το μόνο που κάνει είναι να καταπιέζει. Η ουσία του ισχυρισμού είναι ότι η δυνατότητα άσκησης βίας, δηλαδή η δυνατότητα καταπίεσης και επιβολής, είναι το ουσιώδες γνώρισμα ενός κράτους, έτσι ώστε ακόμα και οι όποιες θετικές του λειτουργίες, όπως η πρόνοια, σχετίζονται και επαφίενται τελικά σε αυτήν την δυνατότητα επιβολής/καταπίεσης. Το κράτος όμως δεν ασκεί βία έτσι απλά, αλλά πάντα μια βία που την ορίζει ως νόμιμη, δηλαδή ορίζει την τάξη που δημιουργεί ως έννομη. Κάθε κράτος από τις αρχαϊκές αυτοκρατορίες της Αιγύπτου κα της Βαβυλώνας έως και τα σύγχρονα κράτη καθορίζονται από το ότι αξιώνουν ότι η βία που μπορούν να ασκήσουν δεν είναι αυθαίρετη αλλά νόμιμη, δηλαδή στηρίζεται σε κάποιους κανόνες απόδοσης που θεωρούνται ορθοί κα εύλογοι, ανεξαρτήτως ποια είναι η πηγή νομιμοποίησης τους. Αυτή η αρχή βρίσκει φυσικά την πιο καθαρή της έκφραση στο σύγχρονο Κράτος Δικαίου, το οποίο θεμελιώνεται στην αξίωση ότι η άσκηση εξουσίας, και εν τέλει επιβολής, πηγάζει από ορθολογικούς κανόνες απόδοσης. Παρόλα αυτά, το προκείμενο δεν αλλάζει. Κάθε κράτος στηρίζεται στην αρχή ότι η ύπαρξη του, συνεπώς και η δυνατότητα του να επιβάλει, είναι νόμιμη. Δηλαδή συναντάμε εδώ την βασική αρχή που διέπει κάθε σχέση πολιτικής εξουσίας. Εδώ είναι και το θεμέλιο της ιδέας του Αλτούσσερ ότι το κράτος είναι μια μηχανή παραγωγής νόμιμης εξουσίας.

Eδώ ακριβώς συναντάμε και μια ουσιώδη αντίφαση του κράτους, μια απορία που διαπερνά την θεμελιακή του διακήρυξη ότι αποτελεί μια μορφή νόμιμου καταναγκασμού. Όπως έχει δείξει ο Giorgio Agamben, κάθε κράτος ενέχει εντός του την αναγνώριση ότι σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης είναι δυνατόν να ανασταλεί η έννομη/συνταγματική τάξη ακριβώς όμως ώστε εν τέλει να σωθεί. Το κατά πόσο μια τέτοια κατάσταση εξαίρεσης πρέπει να υφίσταται είναι δευτερεύον. Το ουσιώδες είναι πως αυτή η εξαίρεση δείχνει καθαρά ότι τελικά στην βάση κάθε κράτους/ έννομης τάξης υπάρχει η βία, και ότι τελικός τρόπος διατήρησης του νόμου είναι ακριβώς η βία που τον αναστέλλει. Με άλλα λόγια, κάτι που και οι πρόσφατες πολιτικές εξελίξεις δείχνουν, το κράτος μπορεί να αναστείλει ή να μεταβιβάσει πολλές από τις λειτουργίες του. Αυτό όμως που δεν μπορεί να παρατήσει είναι η δυνατότητα βίας και καταναγκασμού.

Το γεγονός φυσικά ότι το κράτος τελικά θεμελιώνεται στην βία, ή ότι καθοριστικό του γνώρισμα είναι η άσκηση νόμιμης καταπίεσης επουδενί δεν σημαίνει ότι ο κρατικός μηχανισμός εξαντλείται στην άσκηση βίας. Αντίθετα, κάθε κράτος αποτελεί μια οργανωτική δομή που αποτελείται από διάφορους θεσμούς: στρατό, γραφειο-κρατία, κυβέρνηση κλπ. Φυσικά είναι στο σύγχρονο κράτος που η έκταση και η ένταση επιρροής του κράτους αυξάνεται και η πολυπλοκότητα της κρατικής μορφής συντελείται πιο καθαρά, αλλά στην πραγματικότητα κανένα κράτος δεν είναι ένα ενιαίο πολιτικό σώμα αλλά συγκροτείται από διάφορους θεσμούς. Επιπλέον, ακόμα και αν αυτοί οι επιμέρους θεσμοί έχουν κάποια αυτονομία, το κράτος δεν είναι απλά το άθροισμα αυτών των θεσμών αλλά τους ενοποιεί δίνοντας τους έτσι μια ορισμένη μορφή.
   Συνοπτικά λοιπόν το κράτος είναι μια απρόσωπη αρχή η οποία διαφοροποιείται από την κοινωνική πραγματικότητα και συγκεντρώνει/ενοποιεί διάφορες λειτουργίες, οι οποίες και αυτές, οριζόμενες ως κρατικές, διαφοροποιούνται από άλλες κοινωνικές πρακτικές. Συνεπώς αυτά τα δυο χαρακτηριστικά, που είναι τόσο υλικά όσο και συμβολικά, η απρόσωπη αρχή και η διαφοροποίηση, είναι που αποτελούν διακριτά γνωρίσματα ενός κράτους.

Το κράτος όμως, κάθε κράτος, δεν επιτελεί απλά οργανωτικές και διαχειριστικές λειτουργίες.  Υπάρχει συγχρόνως και μια εξίσου θεμελιακή λειτουργία: το κράτος αναπαριστά τα κοινωνικά υποκείμενα. Δηλαδή κάθε κράτος διέπεται από μια συμβολική τάξη μέσα στην οποία οι διάφορες κοινωνικές ομάδες έχουν μια ορισμένη ταυτότητα που υποδηλώνει και ένα ορισμένο ρόλο. Ελεύθεροι-δούλοι, νόμιμοι-παράνομοι κλπ. Κατά αυτόν τον τρόπο τo κράτος ως πολιτική μορφή αξιώνει ότι εκπροσωπεί το όλον, δηλαδή ότι εντός του προσμετρείται όλη η κοινωνία, χωρίς κανένα υπόλειμμα. Φυσικά πρέπει να φτάσουμε στο σύγχρονο κράτος ώστε η εκπροσώπηση να τίθεται καθαρά με όρους ισότητας του κάθε ατόμου, αλλά η ουσία είναι πως κάθε κράτος ισχυρίζεται ότι αναπαριστά και περικλείει όλα τα μέλη που ζουν στην επικράτεια του, ακόμα και αν αυτή η αναπαράσταση σηματοδοτεί έναν αποκλεισμό από την πολιτική σφαίρα, όπως συμβαίνει με τους «λαθρομετανάστες». Συνοπτικά λοιπόν, το κράτος αναπαριστά με το να κατανέμει έναν συμβολικό και υλικό ρόλο, έτσι ώστε να μην υπάρχει κάποιο υπόλοιπο. Όλοι έχουν τον ρόλο τους, συνεπώς το κράτος αποτελεί το όλον. Αυτή η λειτουργία του κράτους, συνεπάγεται και μια άλλη ουσιώδη διάσταση. Ότι το κράτος αν και έχει υλικότητα, συγκροτείται και στο επίπεδο του λόγου. Για να κατανοήσουμε δηλαδή ένα κράτος πρέπει να εξετάσουμε και τους λόγους (σύμβολα, αφηγήσεις, αναπαραστάσεις) που το συγκροτούν.

Το Σύγχρονο Κράτος

Όπως είπαμε, το σύγχρονο κράτος ξεχωρίζει καταρχάς λόγω της έκτασης του και της έντασης του. Στην σύγχρονη εποχή το κράτος είναι η κορυφαία πολιτική μορφή που επηρεάζει και διεισδύει σε όλες τις εκφάνσεις τις ζωής. Στην παιδεία, στον πολιτισμό, στην εργασία, στην οργάνωση, στην προστασία, στην αστυνόμευση, στον έλεγχο της ζωής. Παρόλη όμως την ποιοτική και ποσοτική διαφορά με τα προγενέστερα κράτη αυτό που διαχωρίζει το σύγχρονο κράτος πάνω από όλα είναι η διάκριση μεταξύ δημόσιας/ιδιωτικής-σφαίρας. Η δεύτερη ορίζεται ως το πεδίο ύπαρξης όπου οι άνθρωποι ως άτομα συνάπτουν διάφορες σχέσεις. Τουτέστιν, η ελευθερία ορίζεται ως καθοριστικό γνώρισμα της ιδιωτικής σφαίρας. Αντίθετα η δημόσια σφαίρα ορίζεται ως το πεδίο των υποχρεώσεων και του καταναγκασμού. Αλλά επίσης μέσω αυτής της διάκρισης το κράτος ορίζεται ως μια απολύτως διακριτή συνταγματική τάξη, η οποία είναι ουδέτερη σε σχέση με τις διάφορες κοινωνικές ομάδες. Αυτή η αξίωση ουδετερότητας είναι από τα πλέον σημαντικά γνωρίσματα του σύγχρονου κράτους, αλλά συγχρόνως και από τα πλέον αμφιλεγόμενα.

Άλλα βασικά γνωρίσματα του σύγχρονου κράτους είναι:

  • Επικράτεια: ότι έχει κάποια γεωγραφικά σύνορα τα οποία αποτελούν πολιτικές γραμμές διαχωρισμού.

  • Κυριαρχία: το κράτος μπορεί να επιβάλει κανόνες οι οποίοι είναι δεσμευτικοί και χωρίς να αποδίδονται σε κάποια άλλη αρχή. Συνεπώς το κράτος έχει και πολιτική εξουσία, δηλαδή τόσο την δυνατότητα να παράγει πολιτικά αποτελέσματα (‘εξουσία για’) όσο και δυνατότητα να διατάσει (‘εξουσία πάνω’).

  • Δημόσια υπηρεσία: το σύγχρονο κράτος επιτελεί λειτουργίες οι οποίες ορίζονται ως δημόσιες δηλαδή διακρινόμενες από τον ιδιωτικό τομέα. 

Ιστορικά η δημιουργία του σύγχρονου κράτους είναι μια πολύπλοκη διαδικασία που δεν είναι καθόλου ενιαία. Μπορούμε όμως να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές διαδικασίες.

·         Η μεταμόρφωση ανεξάρτητων πολιτικών βασιλείων σε κράτη.
·         Η ενοποίηση διαφόρων πολιτικών οντοτήτων
·         Η απόσχιση από μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες, όπως οι αυτοκρατορίες.

Είναι δεδομένο πως η κάθε διαδικασία έχει τις ιδιαιτερότητες της και είναι καθοριστική για την μετέπειτα ιστορία του εκάστοτε κράτους και την σχέση του με την κοινωνία. Δηλαδή, η ιστορική παραγωγή και οι ιδιαιτερότητες της είναι αναγκαστικά μια από τις παραμέτρους που μια συγκριτική μελέτη πρέπει να λάβει υπόψη.

Η περίοδος του σύγχρονου κράτους, είναι επίσης η περίοδος της ανάδυσης των πολιτικών ιδεολογιών που εξετάσαμε στα προηγούμενα μαθήματα. Παρόλο που αυτές οι ιδεολογικές προσεγγίσεις δεν εξαντλούν τις διάφορες θεωρίες για το κράτος, μάλιστα για κάποιους οι ιδεολογίες δεν αποτελούν καν θεωρητικές αποτιμήσεις, είναι γεγονός πως καθόρισαν το πλαίσιο που το κράτος έγινε αντικείμενο στοχασμού, αφού τελικά έχουν παίξει καθοριστικό ρόλο στην μορφή που το σύγχρονο κράτος έχει πάρει. Αυτή είναι μια σύνοψη των κλασικών ιδεολογικών αντιλήψεων για το κράτος.

Φιλελεύθερη: Το κράτος είναι μια τεχνητή κατασκευή που προστατεύει τα στέκει πάνω από και διαμεσολαβεί τα ανταγωνιστικά συμφέρονται των ατόμων, οι οποίοι είναι και η βασική μονάδα ανάλυσης του φιλελευθερισμού. Παρόλο που εντός του φιλελευθερισμού υπάρχει διαφωνία για το πόσο ακριβώς κράτος πρέπει να υπάρχει, ο κοινός τόπος είναι ότι το κράτος συλλαμβάνεται ως ένας μεσολαβητής που εκφράζει την αδυναμία των ανθρώπων να συνυπάρξουν χωρίς μια ανώτερη αρχή.
   
Φασιστική: Το κράτος ως ανώτατη αρχή και έκφραση του Λαού και του Έθνους. Το κράτος λοιπόν ως συστατικό στοιχείο για μια αρμονική κοινωνία.

Μαρξιστική: Το κράτος ως έκφραση κοινωνικών σχέσεων και συγκεκριμένα έκφραση της ύπαρξης τάξεων. Ανεξαρτήτως διαφορών αυτή η σύνδεση του κράτους με την ταξική πάλη, άρα και η πεποίθηση ότι το κράτος

Κάποιες σημαντικές μαρξιστικές αναλύσεις που αξίζει να προσεχθούν:
Γκράμσι – κράτος και ηγεμονία.
Αλτουσσέρ – το κράτος ως μηχανή. Διαχωρισμός, και παραγωγή της ταξικής βίας σε νόμιμη εξουσία.
Πουλαντζάς – το κράτος ως υλική συμπύκνωση ταξικών σχέσεων, συνεπώς στρατηγικό πεδίο διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

Αναρχική: Ο αναρχισμός συμφωνεί με τον Μαρξισμό ότι το κράτος είναι η τυπική έκφραση της καταπίεσης. Αλλά αποτελεί ένα καταπιεστικό μηχανισμό καθαυτό, συνεπώς δεν μπορει να χρησιμοποιηθεί ως όργανο χειραφέτησης σε μια μεταβατική περίοδο. Συγχρόνως με τον καπιταλισμό, δηλαδή την κοινωνική εκμετάλλευση, πρέπει να αναιρεθεί και κάθε μορφή κράτους, δηλαδή διαχωρισμένης πολιτικής κυριαρχίας και καταναγκασμού

Άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις για το κράτος μπορούν να συνοψιστούν στις ακόλουθες κατηγορίες:

Ιδεαλιστική: το κράτος ως πραγμάτωση ηθικών αρχών και ιδεών.

Λειτουργική: το κράτος ως ένα σύνολο διαδικασιών που υφίστανται για την αναπαραγωγή και σταθερότητα της κοινωνίας.

Οργανωτική: κράτος ως ένας οργανωτικός μηχανισμός που καθορίζεται από κάποιους βασικούς θεσμούς που έχουν την ευθύνη και την αρμοδιότητα οργάνωσης της κοινωνικής ύπαρξης. Αύξηση και μείωση του κράτους.

Το κράτος σήμερα:

Παρόλο που έχει λεχθεί πως το κράτος θα ξεπερνιόταν, μάλλον βλέπουμε την μετατροπή του. Καταρχάς το κράτος αποδίδει όλο και περισσότερες λειτουργίες του στο Κεφάλαιο, αποκτώντας ως βασικό ρόλο την καταστολή. Υπό αυτήν την έννοια έχουμε μια επιστροφή στην πρωταρχική μορφή του σύγχρονου κράτους. Αλλά αυτό είναι ατελές ως ανάλυση, έως και παραπλανητική. Διότι το κράτος δεν εκχωρεί απλά λειτουργίες στο κεφάλαιο αλλά αρχίζει και ενσωματώνεται από το Κεφάλαιο. Ο Αλτούσσερ έλεγε πως το κράτος πρέπει να είναι πάντα διαχωρισμένο. Αυτό μπορεί να ισχύει και σήμερα υπό την θεμελιακή έννοια ότι το κράτος αποτελεί την διαχωρισμένη σφαίρα του πολιτικού. Όμως πλέον το Κεφάλαιο αποκτά τον απευθείας έλεγχο και η πολιτική υπάγεται πλήρως στους ρυθμούς και τα κελεύσματα των αγορών. Κατά πόσο αυτό όντως αποτελεί ένα νέο παράδειγμα ή ένα παροδικό φαινόμενο μένει να φανεί.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

M. Roskin et al, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, σσ.41-53 & κεφ.3
A. Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 5
Γ. Σκουλάς, Πολιτική Επιστήμη και Ιδεολογίες, κεφ. 4
Michel Foucault, Εξουσία, Γνώση και Ηθική, Εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία.
P. Clastres, Η Κοινωνία ενάντια στο Κράτος, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, κεφ.1
L. Althusser, Γιατί το Κράτος είναι μια Μηχανή, Θέσεις,
http://www.theseis.com/index.php?option=com_content&task=view&id=1127&Itemid=29



ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι
Διάλεξη 7η: Πολιτικά Συστήματα και Δημοκρατία
Όσο υπάρχει πολιτική κοινωνία, δηλαδή οργανωμένες μορφές συνύπαρξης, υπάρχουν και διάφοροι τρόποι συγκρότησης της. Για να περιορίσουμε λίγο το εύρος του πεδίου ανάλυσης, στην Αρχαία Ελλάδα - όπου αναδύεται η αφηρημένη μορφή σκέψης περί του πολιτικού που ονομάζεται ‘πολιτική επιστήμη’ - μέσα στο πλαίσιο της πόλις, που θεωρείται το κατεξοχήν πεδίο άσκησης της πολιτικής, αναπτύσσονται όχι μόνο διαφορετικές αλλά και ανταγωνιστικές μεταξύ τους μορφές οργάνωσης, οι οποίες αποτελούν και την αφετηρία στον στοχασμό που θα διαπράξει η πολιτική επιστήμη για την ‘καλή κοινωνία’. Στο περίφημο του διάλογο για τα πολιτεύματα ο Ηρόδοτος διακρίνει τρία βασικούς τρόπους διακυβέρνησης: Δημοκρατία, Βασιλεία, Ολιγαρχία. Αυτή η δυνατότητα του ενός, των λίγων ή των πολλών να κυβερνήσουν αποτελεί και την βάση των κατηγοριοποιήσεων τόσο του Πλάτωνα όσο και του Αριστοτέλη. Ο τελευταίος, που μας έχει προσφέρει και την πιο συστηματική παρουσίαση των διάφορων πολιτευμάτων, τοποθετεί αυτές τις τρεις μορφές μέσα σε ένα κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο τίθενται ως ζεύγη καλής και κακής μορφής: βασιλεία-τυρρανία, αριστοκρατία-ολιγαρχία, δημοκρατία-πολιτεία.
Από την αρχαία Ελλάδα φυσικά τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ αλλά, όπως θα δούμε, στο κέντρο της ανάλυσης των πολιτικών συστημάτων παραμένει το φαινόμενο της εξουσίας.
Γενικά, με τον όρο πολιτικό σύστημα ορίζουμε, ένα δομημένο δίκτυο ομάδων και ατόμων των οποίων οι σχέσεις καθορίζουν, οργανώνουν και ερμηνεύουν τους κανόνες συμπεριφοράς της κοινωνίας. Με άλλα λογία, η έννοια του πολιτικού συστήματος υποδηλώνει ουσιωδώς μια μορφή οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής και αναπαραγωγής. Ως τέτοιο κάθε πολιτικό σύστημα έχει μια πραγματολογική και μια αξιολογική διάσταση, (μια διάκριση που, πρέπει να τονιστεί, είναι κατά βάση αναλυτική και όχι περιγραφική).
·         Πραγματολογική: οι διάφορες δομές, θεσμοί και διαδικασίες που συγκροτούν ένα δεδομένο πολιτικό σύστημα: πχ. κόμματα, κοινοβούλιο, εκλογές.
·         Αξιολογική: οι ιδέες, αξίες και αναπαραστάσεις μέσω των οποίων κάθε σύστημα προσδιορίζει και ερμηνεύει τον εαυτό του: πχ. ελευθερία, ισότητα, λαϊκή κυριαρχία, τάξη.
Τα πολιτικά συστήματα δεν είναι αυτοτελή αλλά αποτελούν υποσυστήματα τα οποία είναι συστατικά ενός γενικότερου κοινωνικού συστήματος. Υπό αυτό πρίσμα το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε στενή σχέση με άλλα συστήματα που συναποτελούν το κοινωνικό σύστημα, όπως το οικονομικό. Είναι σημαντικό όμως εδώ να τονίσουμε πως αυτές οι αναλυτικές διακρίσεις, αποκτούν αναφορική αξία ως πραγματικές και όχι αναλυτικές/τυπικές διαφοροποιήσεις, μόνο στο πλαίσιο της νεωτερικότητας και συγκεκριμένα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ο οποίος με το να διαφοροποιεί μια ‘οικονομική σφαίρα’, συγχρόνως οροθετεί και τις υπόλοιπες μορφές συλλογικής δραστηριότητας (‘πολιτική’, ‘θρησκεία’) ως διακριτές σφαίρες της κοινωνικής ύπαρξης.
Όπως και να έχει, ως γενική κατηγορία το πολιτικό σύστημα διαφοροποιείται σε ένα πλήθος πολιτικών μορφών/καθεστώτων. Μια γενική διάκριση που έχει προταθεί είναι αυτή μεταξύ δημοκρατικών και αυταρχικών καθεστώτων. Διαφαίνεται λοιπόν ότι όπως και στην αρχαία Ελλάδα βασικό εννοιολογικό κριτήριο ταξινόμησης παραμένει η εξουσία, η οποία όμως δεν περιορίζεται σε μία προβληματική κατοχής, δηλαδή, το ποιος την έχει και την νέμεται,  αλλά και στα πιο τεχνικά ζητήματα της οργανωτικής δομής και του τρόπου λειτουργίας.
Αυταρχικά Καθεστώτα:
Με αυτήν την έννοια κατηγοριοποιούνται όσα πολιτικά καθεστώτα έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό την υψηλή συγκέντρωση εξουσίας, δηλαδή το γεγονός ότι οι βασικές οργανωτικές δομές και ο τρόπος λειτουργίας τους είναι κατεξοχήν ιεραρχικές και κάθετες. Συνεπώς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα αυταρχικά καθεστώτα θέτουν στο επίκεντρο  πολιτικές αξίες όπως η ευταξία, η αυθεντία, η υπακοή στον νόμο και στις ηγεσίες, η αποτελεσματικότητα κλπ. Αλλά παρόλο που αυτά λίγο ή πολύ είναι κεντρικά γνωρίσματα κάθε αυταρχικού καθεστώτος, η πραγματικότητα είναι μερικές φορές πιο περίπλοκη, καθώς έχουν υπάρξει αυταρχικά καθεστώτα, και συγκεκριμένα τα καθεστώτα του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», τα οποία στο ιδεολογικό επίπεδο προέτασσαν αξίες όπως η ισότητα και η ελευθερία. Αυτό σημαίνει, πως μια ανάλυση ενός καθεστώτος δεν μπορεί να παραμείνει στο τυπικό-θεσμικό πεδίο, πχ. στην ανάλυση του συντάγματος και την περιγραφή τυπικών διαδικασιών, αλλά να εξετάσει τις πραγματικές δομές, λειτουργίες και σχέσεις που έχουν παραχθεί. Κατά αυτόν τον τρόπο μπορεί να καταδειχθεί ότι ακόμα και καθεστώτα που αυτό-ορίζονται ως ‘δημοκρατικά’ είναι ιδιαιτέρως αυταρχικά.
Επιπλέον, ως γενική κατηγορία πολιτικών συστημάτων ‘ο αυταρχισμός’ εμπεριέχει ένα πλήθος διαφορετικών καθεστώτων, τα οποία παρόλο που έχουν ως κοινό γνώρισμα την συγκεντρωτική εξουσία, εξού και ‘αυταρχικά’, έχουν και αρκετές διαφορές ώστε να αποτελούν διακριτά πολιτικά συστήματα. Μπορούμε να διακρίνουμε τους ακόλουθους τύπους:
Ολοκληρωτισμός: Ο όρος ολοκληρωτικό καθεστώς είναι αρκετά αμφιλεγόμενος, και αυτό σε σημαντικό βαθμό λόγω της πολεμικής χρήσης του στην περίοδο του ψυχρού πολέμου. Για αυτόν τον λόγο αρκετοί έχουν προτείνει πως πρέπει να παρατηθεί, ενώ άλλοι ακόμα υπερασπίζονται την αναλυτική του αξία ως όρο. Σε κάθε περίπτωση, τα κλασσικά καθεστώτα που θεωρούνται ολοκληρωτικά είναι τα φασιστικά (Γερμανία και Ιταλία) και η Σταλινική Σοβιετική Ένωση, αν και μερικοί διατηρούν τον όρο και για την μετά τον Στάλιν περίοδο. Τα βασικά χαρακτηριστικά που καθιστούν ένα καθεστώς «ολοκληρωτικό» είναι τα εξής:
·         Ισχυρός ρόλος ενός κόμματος και απαγόρευση ύπαρξης ή αποκλεισμός άλλων πολιτικών ομάδων
·         Ισχυρή ιδεολογία που αξιώνει το στάτους απόλυτης αλήθειας/δόγματος.
·         Εκτενής διεισδυτικότητα της (κρατικής) εξουσίας στον κοινωνικό ιστό.
·         Υψηλή καταστολή και κρατική αυθαιρεσία
·         Μη αυτονομία κοινωνικών ομάδων και υποσυστημάτων
 Με αυτά τα κριτήρια ένα «απόλυτα ολοκληρωτικό» καθεστώς, δεν έχει υπάρξει και ούτε μάλλον θα μπορέσει να υπάρξει όσο οι άνθρωποι μπορούν να πράττουν και να αντιστέκονται, και όσο η εξουσία όσο συγκεντρωτική να είναι δεν μπορεί να είναι ποτέ απόλυτα μονολιθική και ενιαία.
Δικτατορίες: Η κλασική έννοια της δικτατορίας ήταν ενός καθεστώτος όπου αυτός που βρίσκεται στην εξουσία έχει την δυνατότητα επιβολής έκτατων μέτρων. Αυτή είναι ο τρόπος που εννοεί και ο Μαρξ την δικτατορία του προλεταριάτου, και είναι μια εννοιολόγηση που δεν εμπεριέχει ως αναγκαία συνδήλωση την συγκέντρωση αυταρχικής εξουσίας σε μια ολιγαρχία, αν και σίγουρα υπάρχει αυταρχισμός με την πιο στενή έννοια του όρου, όπως επίσης μπορεί να υποστηριχθεί ότι και η ανάδυση εξουσιαστικών ολιγοπωλίων ελλοχεύει ως κίνδυνος. Όπως κα να έχει, στην σύγχρονη πολιτική ορολογία, η δικτατορία έχει πάρει πιο σαφείς υποδηλώσεις: Ως δικτατορία μπορεί να οριστεί ένα καθεστώς όπου η εξουσία έχει καταληφθεί με βίαια/μη νόμιμα μέσα και όπου υπάρχει αυξητική τάση υψηλής συγκέντρωσης της πολιτικής εξουσίας και παγίωσης ενός κοινωνικού αυταρχισμού. Είναι σαφές πως μερικά από τα κριτήρια που ορίστηκαν για τον ολοκληρωτισμό απαντώνται και σε μια δικτατορία. Ο μικρότερος βαθμός ύπαρξης και ανάπτυξης τους καθορίζει και τον βαθμό αυταρχικότητας ενός δικτατορικού καθεστώτος. 
Χούντες: Η χούντα ή στρατιωτική δικτατορία είναι η πλέον συνήθης μορφή δικτατορίας που αναπτύχθηκε στον 20 αιώνα, αν και πλέον βρίσκεται σε υποχώρηση. Βασικό χαρακτηριστικό είναι η αξίωση του στρατού, είτε μέσα από την ηγετική φυσιογνωμία ενός στρατηγού, είτε μέσα από μια πιο συντεταγμένη συνεννόηση των διαφόρων σωμάτων, να εισέλθουν στην κεντρική πολιτική σκηνή και να καταλάβουν την εξουσία. Ως βασικό κανόνα οι χούντες αναδύονται σε περιόδους κοινωνικής αστάθειας την οποία δηλώνουν πως θα διορθώσουν. Οι χούντες δηλαδή είναι μορφές διαχείρισης κοινωνικής κρίσης. Αυτό καθορίζει και το πλέον βασικό τους γνώρισμα: την υψηλή καταστολή αντιφρονούντων και γενικά πολιτικών και κοινωνικών ομάδων που θεωρούνται επικίνδυνες. Επίσης, ο έκτατος χαρακτήρας τους καθορίζει και την έλλειψη συγκροτημένης ιδεολογίας, πέρα από αναφορές στις «παραδοσιακές» αξίες (οικογένεια, θρησκεία, νόμος, τάξη) των οποίων και παρουσιάζονται ως προστάτες. Τέλος, το γεγονός πως οι χούντες αναδύονται σε περίοδο κοινωνικής αστάθειας ή ριζοσπαστικών μεταβολών  υποδεικνύει την στενή τους σχέση με τις οικονομικές ελίτ ή σε ορισμένες περιπτώσεις με τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, όπως ειδικά ήταν η περίπτωση στην Λατινική Αμερική, με τις διαβόητες «μπανανίες» που υπο-κινούσε η αμερικάνικη κυβέρνηση μέσω της CIA.
Μοναρχίες: Η μοναρχία είναι η πιο κλασική και συνήθως η πιο μετριοπαθής μορφή αυταρχισμού, αν και έχουν υπάρξει αρκετά αυταρχικές μοναρχίες, πχ. τα λεγόμενα απολυταρχικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Πάντως είναι ένα πολιτικό καθεστώς που στην αμιγή του μορφή δεν είναι πολύ σύνηθες πλέον αφού οι περισσότερες μοναρχίες έχουν εξελιχθεί σε βασιλευόμενες δημοκρατίες, και έτσι, τυπικά τουλάχιστον, σε μη αυταρχικά καθεστώτα.
Δημοκρατία
Τα δημοκρατικά καθεστώτα προφανώς βρίσκονται στον αντίποδα των αυταρχικών καθεστώτων έτσι ώστε μια δημοκρατία να μπορεί να καθοριστεί από την έλλειψη όλων αυτών των φαινομένων που εννοιολογήθηκαν ως κριτήρια ενός αυταρχικού καθεστώτος. Υπό αυτό το πρίσμα, όσο λιγότερα απαντώνται αυτά τόσο περισσότερο ανεβαίνει ένα καθεστώς στην δημοκρατική κλίμακα. Αν και αναλυτικά ορθό, αυτό το σχήμα έχει μια αρκετά φορμαλιστική αντίληψη της δημοκρατίας, και ειδικά μια που την ορίζει κυρίως αρνητικά, με το τι δεν έχει, και όχι θετικά, με βάση τις δικές της ποιότητες. Επίσης υπάρχει η σαφέστατη τάση το μοντέλο σε αυτό το συγκριτικό σχήμα να είναι η φιλελεύθερη δημοκρατία και τα χαρακτηριστικά της, πολύ-κομματισμός, «ελεύθερη» οικονομία κλπ. Αυτή η τάση μάλιστα είναι κυρίαρχη στις πολιτικές επιστήμες, με ένα πλήθος επιστημόνων να επαναλαμβάνουν σε διάφορους τόνους ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία είναι η μόνη ρεαλιστική ή υπαρκτή μορφή δημοκρατίας που έχουμε, παρόλο που είναι ατελής. Σε αυτόν τον ισχυρισμό υπάρχει μια ενδιαφέρουσα ρητορική στρατηγική η οποία έχει ένα πολύ απτό αποτέλεσμα: ο μελετητής ξεκινάει αναγνωρίζοντας ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία δεν είναι το μοναδικό μοντέλο δημοκρατίας που υπάρχει. Θεωρητικά υπάρχουν άλλα μοντέλα τα οποία μάλιστα είναι πιο δημοκρατικά, πχ. μια άμεση δημοκρατία. Μάλιστα, αναγνωρίζεται ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία έχει πολλές ατέλειες ή και ασχήμιες. Αλλά μετά τονίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέλεια δημοκρατία, το οποίο συνήθως σημαίνει επίσης πως δεν είναι δυνατόν στις τρέχουσες ιστορικές συνθήκες, οι οποίες για κάποιο λόγο τίθενται ως αναπόφευκτες, να υπάρξει μια άμεση δημοκρατία. Κατά αυτόν τον τρόπο η φιλελεύθερη δημοκρατία, τίθεται ως η μόνη εναλλακτική λύση αν θέλουμε να έχουμε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αυτό που κατά την διάρκεια αποσιωπάται και αποκλείεται είναι ότι μπορεί να υπάρξει μια άλλη δημοκρατία η οποία δεν είναι τέλεια αλλά καλύτερη από την φιλελεύθερη. Επίσης, αυτό που τελικά δεν επιχειρείται ποτέ είναι ένας στοχασμός πάνω στο τι είναι τελικά δημοκρατία, και αν μπορεί να περιοριστεί ο όρος σε ένα  πολιτικό σύστημα διακυβέρνησης. Εν ολίγοις στην πολιτική επιστήμη αυτήν την στιγμή έχουμε την ηγεμονία μιας ορισμένης μορφής σκέψης, της οποίας γνώρισμα είναι ότι αποτελεί απολογητική της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων. Για να ξεφύγει από αυτόν τον σκόπελο, μια ανάλυση της δημοκρατίας πρέπει να ξεκινήσει από μια πιο θεμελιακή βάση.
Η δημοκρατία σήμερα είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα απλό πολιτικό σύστημα, ή έστω το καλύτερο από όσα έχουν δοκιμαστεί σύμφωνα με την γνωστή φράση του Winston Churchill. Η δημοκρατία μετά την πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων έχει γίνει το βασικό κριτήριο μέτρησης και αξιολόγησης των πολιτικών συστημάτων ανά τον κόσμο, πράγματι, ένας λόγος εισβολής σε μια χώρα. Σε αυτό τον βαθμό δεν είναι υπερβολικό να πούμε, ότι τις τελευταίες δεκαετίες είναι σχεδόν απαγορευμένο να μην είσαι δημοκράτης. Παρόλο όμως που η δημοκρατία θεωρητικά θριάμβευσε, ο ορισμός της παραμένει εξαιρετικά δύσκολος, και αυτό γιατί, παρόλη την ηγεμονία του φιλελεύθερου μοντέλου δημοκρατίας, δεν υπάρχει μια κοινώς αποδεκτή αντίληψη για το τι στοιχειοθετεί ένα δημοκρατικό πολίτευμα.

Ήδη από την ετυμολογία η αμφισημία του όρου καθίσταται έκδηλη. Στην αρχαία Ελλάδα η λέξη υποδήλωνε την εξουσία του δήμου. Όμως ο όρος «δήμος» ήταν ιδιαίτερα διφορούμενος καθώς σήμαινε ταυτόχρονα όλους τους πολίτες αλλά και πιο συγκεκριμένα του φτωχούς. Ακόμα όμως και στην σύγχρονη εκφορά της δημοκρατίας ως κυριαρχία του Λαού, υπάρχει έντονη αμφισημία που πηγάζει από το αμφίσημο των δυο βασικών συστατικών όρων: ποιος είναι  λαός και πως πραγματώνεται η κυρίαρχη θέση του;
Ένας τρόπος ταξινόμησης και αναλυτικής κατανόησης που έχει επικρατήσει στην πολιτική επιστήμη είναι η κατασκευή μοντέλων δημοκρατίας.
Άμεση δημοκρατία: η εξουσία βρίσκεται και ασκείται άμεσα από τους πολίτες, μέσω συνελεύσεων που αποφασίζουν για όλα όσα αφορούν την κοινότητα. Οι όποιες εκτελεστικές θέσεις καθορίζονται με κλήρο κα τα πρόσωπα που τις καταλαμβάνουν είναι άμεσα ανακλητά. Στο βαθμό λοιπόν που η αρχή δεν διαφοροποιείται από το πολιτικό σώμα αλλά διαχέεται ως διαδικασία και συνεύρεση ίσων, η άμεση δημοκρατία είναι ουσιωδώς αντικρατική και αντιαυταρχική. Τουτέστιν, όσο περισσότερες αμεσοδημοκρατικές δομές υπάρχουν, τόσο λιγότερο κράτος υφίσταται. Το παραδοσιακό μοντέλο και συνεχή πηγή έμπνευσης είναι η αρχαιοελληνική δημο-κρατία και ειδικά η Αθήνα, όπου έχουμε και μια από τις πιο συμπαγείς εκφράσεις του αντί-εξουσιαστικού χαρακτήρα της άμεσης δημοκρατίας, την διακήρυξη που ο Ηρόδοτος βάζει στο στόμα του Οτάνη στον προαναφερθέντα ‘διάλογο των πολιτευμάτων’: ούτε γαρ αρχείν ούτε άρχεσθαι θέλω (διότι δεν θέλω ούτε να εξουσιάζω, ούτε να με εξουσιάζουν).
Αντιπροσωπευτική δημοκρατία: Η διακυβέρνηση διαμεσολαβείται και ασκείται από αντιπροσώπους, οι οποίοι επιλέγονται μέσα από την διαδικασία των εκλογών. Οι βασικές αρχές και θεσμικά χαρακτηριστικά μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι τα ακόλουθα:
·         Η αποδοχή ύπαρξης μιας πληθώρας συμφερόντων που πρέπει να εκφραστούν και να συμβιβαστούν ώστε να μη απειλείται η κοινωνική συνοχή και πολιτική σταθερότητα. Η πολιτική συνεπώς είναι η τέχνη του κυβερνάν και της διαμεσολάβησης.
·         Η ύπαρξη κομμάτων ως τους κεντρικούς θεσμούς που ανταγωνίζονται για την εξουσία και αρθρώνουν κυβερνητικά προγράμματα.
·         Διάκριση της κυβέρνησης από το πολιτικό σώμα και γενικά της πολιτικής από την κοινωνία. Συνεπώς η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι κρατικιστική, δηλαδή αποδέχεται και κάνει την δημοκρατική αρχή της πολιτικής ελευθερίας και ισότητας συμβατή (θεωρητικά τουλάχιστον) με την ύπαρξη μιας κρατικής μορφής.
Η επικρατούσα μορφή αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η φιλελεύθερη δημο-κρατία, την οποία έχουμε ήδη αναφέρει και η οποία μπορεί να ονομαστεί και αστική, στο βαθμό που εδραιώνεται στο πλαίσιο μιας κοινωνίας όπου ηγεμονεύει η αστική τάξη. Αν και υπάρχουν αρκετές και όχι αμελητέες διαφορές στις διάφορες φιλελεύθερες δημοκρατίες υπάρχουν κάποια καθοριστικά γνωρίσματα που άπτονται αυτού του τύπου δημοκρατίας εν γένει:
·         Πολιτική ισότητα, η οποία πραγματώνεται στην δυνατότητα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.
·         Θεσμική αναγνώριση της αντιπολίτευσης, άρα και δυνητικά εναλλαγή στην εξουσία.
·         Κράτος δικαίου, δηλαδή ύπαρξη τυπικών κανόνων νομής και απόδοσης που ισχύουν εξίσου για όλους.
·         Θεσμική αναγνώριση και προστασία των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων: ελευθερία λόγου, του συνέρχεσθαι κλπ. Σε αυτό εμπεριέχεται και η έννοια του κοινωνικού πλουραλισμού, δηλαδή της απρόσκοπτης επιδίωξης της ατομικής ευτυχίας και την ύπαρξης διαφόρων αντιλήψεων για την «καλή ζωή».
·         Ελευθερία του τύπου και της κυκλοφορίας της γνώσης.
·         Αποδοχή της οικονομίας της αγοράς ως αναπόσπαστο στοιχείο μιας ελεύθερης κοινωνίας, αν και ο βαθμός παρεμβατικότητας του κράτους διαφέρει ανά χώρα και περίοδο.
Η αστική δημοκρατία στην πράξη: ελιτισμός-πλουραλισμός.
Εντός της πολιτικής επιστήμης υπάρχει μια διαφωνία για το πώς η δημοκρατία λειτουργεί στην πράξη, δηλαδή ο βαθμός που μια κυβέρνηση είναι υπόλογη στον λαό, όπως και ο βαθμός πρόσβασης στην εξουσία που υπάρχει. Η ελιτίστικη τάση, υποστηρίζει πως ακόμα και σε μια δημοκρατία τελικά υπάρχει συγκέντρωση και άσκηση της εξουσίας από μια μικρή ιθύνουσα ελίτ. Ο λαός το καλύτερο που μπορεί να κάνει είναι να εκλέγει αλλά η κυβέρνηση ασκείται από μικρές ιθύνουσες ομάδες οι οποίες στην πραγματικότητα δεν είναι και τόσο υπόλογες για τα πεπραγμένα τους. Έπεται, ότι και η πρόσβαση στην εξουσία είναι εντελώς άνιση, με τις οικονομικές ελίτ να μπορούν να ασκούν πολύ μεγαλύτερη επιρροή. Σε κάποιους από τους σχολιαστές που υποστηρίζουν αυτήν την θέση, αύτη η κατάσταση αντιμετωπίζεται κανονιστικά, ως το πρέπον, ενώ σε άλλους κριτικά, ως ένα γεγονός που είναι μεν αναπόφευκτο άλλα όχι σωστό.
Ο πλουραλισμός αντίθετα υποστηρίζει πως υπάρχει μια μεγαλύτερη κατανομή και έλεγχος της εξουσίας. Έχοντας ως μοντέλο το αμερικάνικο πολίτευμα υποστηρίζουν πως υπάρχει μια πληθώρα ομάδων συμφερόντων, των οποίων η πρόσβαση στην εξουσία μπορεί να μην είναι ίση αλλά υπάρχει. Πάντως και στις δυο περιπτώσεις η δημοκρατία τίθεται ως ένα καθεστώς όπου υπάρχουν σαφείς διακριτοί ρόλοι μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνώμενων. Το επίδικο, δηλαδή είναι η σχέση μεταξύ τους και ο βαθμός συγκέντρωσης και πρόσβασης στην εξουσία. Το γεγονός πως η δημοκρατία μπορεί να είναι η άρνηση αυτής της διάκρισης ρόλων, ασχέτως αν αυτή η άρνηση μπορεί να παγιωθεί ως καθεστώς ή να έχει το παροδικό χαρακτήρα συλλογικών δράσεων, δεν τίθεται καν σαν προοπτική.
Αυτό ιστορικά βρίσκει την βάση του στην ίδια την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Η κοινή σοφία λέει πως αυτή αναδύθηκε λόγω αντικειμενικών παραγόντων, πάνω από όλα ύπαρξης μεγάλου πληθυσμού. Όπως ένας Άγγλος πολιτικός το έχει διατυπώσει «δεν χωράει όλος ο λαός στο κοινοβούλιο». Όμως τα πράγματα είναι σαφώς πιο περίπλοκα. Όπως έχουμε πει σε προηγούμενη διάλεξη, οι φιλελεύθεροι στοχαστές, οι οποίοι εκφράζουν σε σημαντικό βαθμό την αναδυόμενη αστική τάξη, ήταν ιδιαίτερα καχύποπτοι προς την δημοκρατία, μια καχυποψία που φτάνει στο βαθμό αντιπάθειας όταν αφορά την έννοια μιας άμεσης δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα στα πλαίσια της αστικής κοινωνίας, η δημοκρατία ως πολιτικό σύστημα γίνεται αποδεκτή μόνο μετά την εδραίωση ενός μοντέλου που προστάτευε τα συμφέροντα των ιδιοκτητριών τάξεων, δηλαδή του αντιπροσωπευτικού μοντέλου. Μέσα από τους κοινωνικούς αγώνες, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία κατάφερε να εκταθεί ώστε να ενσωματώνει και να αναγνωρίζει όλα τα κοινωνικά στρώματα και ομάδες, αν και οι λεγόμενοι «λαθρομετανάστες» δείχνουν τους πάντα υπαρκτούς περιορισμούς. Αυτό αν μη τι άλλο καταδεικνύει ότι η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν είναι μια μονολιθική μορφή δεσποτισμού των κυρίαρχων τάξεων άλλα ένα ελαστικό σύστημα με δυνατότητες βελτίωσης που μπορεί να εκφράζει και διαμεσολαβεί σε ένα βαθμό την ταξική πάλη και γενικά τον κοινωνικό ανταγωνισμό. Όμως, παραμένει γεγονός ότι στο αντιπροσωπευτικό μοντέλο, ποτέ δεν έχει υπάρξει ίση κατανομή εξουσίας, μάλλον ισορροπία δυνάμεων και συμβιβασμών οι οποίοι σχετίζονται με συγκεκριμένες ιστορικές συγκυρίες. Το κατά πόσο μια ίση κατανομή εξουσίας είναι εφικτή ή επιθυμητή είναι ένα ανοιχτό ερώτημα, αλλά αν αυτή η ύπαρξη θεωρηθεί καθοριστικό γνώρισμα για μια δημοκρατία, είναι σαφές πως ακόμα και στις καλύτερες περιόδους η φιλελεύθερη δημοκρατία θέτει σαφείς περιορισμούς στην πραγμάτωση του δημοκρατικού ιδεώδους.
Πάνω στην βάση της αναγνώρισης αυτών των περιορισμών, έχουν προταθεί πρόσφατα διάφορα άλλα μοντέλα δημοκρατίας, όπως η «διαβουλευτική δημοκρατία» και η «αγωνιστική δημοκρατία». Κοινό τους γνώρισμα είναι η προσπάθεια δημιουργίας διόδων μεγαλύτερης συμμετοχής, της οποίας φυσικά το περιεχόμενο καθορίζεται από τις θεωρητικές και αξιολογικές προκείμενες του εκάστοτε μοντέλου. 
Δυσανεξίες της σύγχρονης δημοκρατίας
- Συσσώρευση πλούτου και εξουσίας σε συγκεκριμένα κέντρα τα οποία καθορίζουν σε τεράστιο βαθμό την πολιτική πραγματικότητα. Αυτό καταδείχτηκε επαρκώς στην τρέχουσα κρίση. Η ίδια η δομή του καπιταλιστικού συστήματος είναι τέτοια, ειδικά στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης που η οικονομική εξουσία όχι μόνο δεν μπορεί να ελεγχθεί δημοκρατικά αλλά καθορίζει τον ρυθμό και το περιεχόμενο της πολιτικής. Επίσης μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ αυτά τα κέντρα ελέγχουν όχι μόνο την ροή της πληροφορίας αλλά και παράγουν πρότυπα συμπεριφοράς που βοηθούν στην αναπαραγωγή της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
- Σε σχέση με αυτό υπάρχει και η εδραίωση του καταναλωτισμού και του ατομισμού, δηλαδή ανθρωπολογικών μορφών που είναι στον αντίποδα της ενεργής συμμετοχής και του πάθους για τα κοινά. Αυτό όπως έχουμε πει εκφράζεται στην ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού.   
- Παρόλο που θεωρητικά όλοι είναι ίσοι στον κοινοβουλευτικό αγώνα, στην πραγματικότητα υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ της δυνατότητας του εκλέγεσθαι και της δυνατότητας να κερδίσεις τις εκλογές. Στην πορεία των δεκαετιών έχουν παγιωθεί ισχυροί κομματικοί μηχανισμοί των οποίων η σχέση με άλλα κέντρα εξουσίας τους δίνει σαφέστατο προβάδισμα και υπεροχή. Επίσης, κάθε φορά που εμφανίζεται μια πολιτική δύναμη η οποία είναι ετερογενής στο πολιτικό σύστημα και επικίνδυνη για τις κοινωνικές ελίτ, ένας ολόκληρος μηχανισμός κινητοποιείται που δυσχεραίνει ιδιαιτέρως την δυνατότητα αυτής της δύναμης να κερδίσει τις εκλογές. Μάλιστα αν κάτι η ιστορία δείχνει είναι ότι ακόμα και αν κάτι τέτοιο γίνει, η πίεση που θα ασκηθεί και η υπόσκαψη της νέας κυβέρνησης θα είναι τεράστια. Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό που μόνο μέσω της σχέσης με τις δραστήριες μάζες, δηλαδή μιας πολιτικής αρχής έξω από το κοινοβουλευτικό παιχνίδι, θα είναι δυνατό να κρατήσει την νέα δύναμη στην εξουσία, όπως συμβαίνει στην Λατινική Αμερική. Στο βαθμό όμως που τελικά ο κοινοβουλευτισμός επιτρέπει μόνο δυνάμεις ομογενείς στο υπάρχον σύστημα να επικρατήσουν, η εκλογική διαδικασία είναι ουσιωδώς συντηρητική, δηλαδή συντελεί στην αναπαραγωγή του υπάρχοντος κοινωνικού συστήματος.
Επιπλέον, η ίδια η κοινοβουλευτική διαδικασία έχει παγιωθεί κατά τέτοιο τρόπο που η δυνατότητα επηρεασμού των όποιων αποφάσεων είναι πολύ μικρή. Στην πραγματικότητα όλες οι μεγάλες αποφάσεις τις τελευταίες δεκαετίες έχουν παρθεί έξω από το πλαίσιο της βουλής (ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγή εργασιακών σχέσεων, εκμετάλλευση του περιβάλλοντος) η οποία απλά τις επικυρώνει. Έχουμε λοιπόν μια μετατόπιση της πολιτικής προς ένα τεχνοκρατικό μοντέλο διαχείρισης. Με άλλα λόγια, η πολιτική πλέον αρθρώνεται από ομάδες ειδικών οι οποίες δεν είναι ούτε ελάχιστα υπόλογες.
Τελικά, οι όποιες φορές οι πολίτες έχουν καταφέρει να επηρεάσουν την πολιτική πραγματικότητα είναι όταν κινητοποιήθηκαν έξω από τα πλαίσια της κοινο-βουλευτικής διαδικασίας. Επίσης, οι όποιες φορές η πολιτική ελευθερία και η ισότητα πραγματώνονται ως ζώσες δυνάμεις και όχι απλά νομικές-τυπικές κατηγορίες είναι σε στιγμές ρήξης με τις ιστάμενες πολιτικές δομές, όπως γίνεται τώρα στα κινήματα που αναδύονται σε όλο τον κόσμο. Το οποίο τελικά σημαίνει ότι σήμερα η δημοκρατία πραγματώνεται πρωτίστως έξω και σε αντίθεση με τους υπάρχοντες επίσημους θεσμούς.
Μάλιστα για αρκετούς στοχαστές αυτές οι ρηξικέλευθες στιγμές είναι η ουσιώδης πραγματικότητα της δημοκρατίας, δηλαδή όχι ένα τυπικό καθεστώς αλλά μια μορφή συλλογικής δραστηριότητας που αμφισβητεί το γεγονός ότι η κοινωνία πρέπει να διαιρείται σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Υπό αυτό το πρίσμα η δημοκρατία είναι μια ρηξικέλευθη έννοια που δεν μπορεί ποτέ να παγιωθεί σε ένα τυπικό καθεστώς εκπροσώπησης    
Δημοκρατία και καπιταλισμός: Η σχέση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό είναι περίπλοκη. Για τις κυρίαρχες απόψεις δεν είναι απλά ζήτημα παράλληλης ύπαρξης, έστω και αναγκαίας, αλλά μιας αιτιώδους συνάφειας. Η ελεύθερη αγορά οδηγεί στην δημοκρατία, μια θέση που εκφράστηκε καθαρά στην λεγόμενη θεωρία εκσυγχρονισμού αλλά που γενικά είναι ηγεμονική.
Αν και υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις που μοιάζουν να δικαιώνουν αυτήν την άποψη, αυτή η θεωρία θετικής αιτιώδους σχέσης δεν μπορεί να αντέξει ούτε την θεωρητική κριτική, ούτε τα εμπειρικά δεδομένα. Καταρχάς, αυτό που δημιουργείται με την άνοδο μιας μεσαίας τάξης είναι η επιθυμία τυπικών δικαιωμάτων και μορφών που χαρακτηρίζουν την αστική δημοκρατία, κάτι που αντανακλά την ηγεμονία του δυτικού μοντέλου δημοκρατίας. Αλλά πιο σημαντικά αυτή η οικονομική ανάπτυξη γίνεται στην βάση εκτεταμένης εκμετάλλευσης σημαντικών κομματιών του πληθυσμού. Επίσης, η ιστορία δείχνει ότι ο καπιταλισμός και συγκεκριμένα η νεοφιλελεύθερη μορφή του που συνοδεύτηκε από την προσπάθεια απελευθέρωσης των αγορών και δομικής προσαρμογής των «αναπτυσσόμενων κρατών», επέβαλλε την δημιουργία αυταρχικών και ιδιαίτερα διεφθαρμένων καθεστώτων, είτε αυτά ήταν τυπικώς δημοκρατικά, είτε ρητώς δικτατορίες. Αυτό φυσικά αναγνωρίζεται, αλλά είναι η δικαιολόγηση που δείχνει τις αδυναμίες της εν λόγω θεωρίας. Ότι δηλαδή κάποιες κοινωνίες είναι «ανώριμες». Πέρα από ρατσιστικό, η ουσία έγκειται στο ποια τίθενται ως κριτήρια «ωριμότητας»: η οικονομική ανάπτυξη. Έχουμε λοιπόν μια κυκλική θεωρία της οποίας ρητή ή υπόρρητη αρχή είναι η εξής: το ποιος έχει δημοκρατία το αποφασίζουν «οι αγορές», δηλαδή το κεφάλαιο.
Εδώ βρισκόμαστε στην ριζική αντίφαση των φιλελεύθερων δημοκρατιών ή μάλλον στην δομική ένταση μεταξύ δημοκρατίας και καπιταλισμού: η δημοκρατία γίνεται αποδεκτή μόνο όσο υπάρχει συναίνεση, κοινωνική σταθερότητα, και γενικά η πλειο-ψηφία των μαζών δεν στέκεται ανταγωνιστικά στα κυρίαρχα συμφέροντα. Εκεί που υπάρχει αστάθεια ή κρίση η δημοκρατία θεωρείται πολυτέλεια. Πόσο δημοκρατικό όμως είναι ένα καθεστώς το οποίο σε κάθε δύσκολη στιγμή αυτοαναιρείται; Αυτή η ένταση εκφράζεται ιδεολογικά σε ένα φαινομενικά παράδοξο δεδομένο: ότι συγχρόνως με το ιδεολόγημα περί θριάμβου της δημοκρατίας έχει αναπτυχθεί ένας λόγος που στηλιτεύει την υπερβολική δημοκρατία, όπως αυτή πραγματώνεται στην υπέρμετρη κινητοποίηση των μαζών, στα υπερβολικά αιτήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων και ιδιαίτερα στα εργατικά αιτήματα. Δεν είναι τυχαίο φυσικά ότι στην τρέχουσα περίοδο κρίσης, μαζί με την υποχώρηση τυπικών δημοκρατικών δικαιωμάτων θα υπήρχε και μια όξυνση αυτού του «μίσους για την δημοκρατία»: μέσω της αναπαράστασης των άπληστων πολιτών και των συντεχνιακών μειοψηφιών αυτό που τελικά ξορκίζεται είναι ενεργή συμμετοχή και κινητοποίηση των πολιτών.
Εδώ τελικά βρισκόμαστε και στην ουσία του ζητήματος: όπως και να ορίσουμε την δημοκρατία, πάντα βρίσκεται σε στενή συνάφεια με την κοινωνική πραγματικότητα. Τουτέστιν, δεν μπορούμε να στοχαζόμαστε για την δημοκρατία επικεντρωμένοι σε ένα αφηρημένο πολιτικό πεδίο αλλά πρέπει να εξετάζουμε τον βαθμό εκδήλωσης και την δυνατότητα πραγμάτωσης των δημοκρατικών ιδεωδών με βάση τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές και σχέσεις.
Αν η δημοκρατία είναι να έχει κάποιο νόημα πέρα από ένα τυπικό σύστημα διακυβέρνησης που εξαρτάται από εξωτερικές συγκυρίες, μπορεί να νοηθεί μόνο ως μια διαδικασία. Σε αυτόν το βαθμό ο βαθμός δημοκρατίας ενός καθεστώτος μπορεί να μετρηθεί μόνο από τον βαθμό της ίσης συμμετοχής και του μοιράσματος της εξουσίας. Αυτό δεν είναι πανάκεια, και ούτε σημαίνει ότι επειδή κάτι αποφασίζεται δημοκρατικά είναι και σωστό. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η δημοκρατία πέρα από οτιδήποτε άλλο πρέπει να προσεγγίζεται ως ένα αέναο πρόβλημα: πως γίνεται οι άνθρωποι να μπορούν να ελέγχουν και να ορίζουν την κοινή τους ύπαρξη στην βάση της ελευθερίας και της ισότητας; Μέσα σε αυτήν την προβληματική θα μπορούν να αρθρωθούν και τα όρια της δημοκρατίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
M. Roskin et al, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ. 5
A. Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, κεφ.2 & 4
Γ. Σκουλάς, Πολιτική Επιστήμη και Ιδεολογίες, κεφ.2
J. Ranciere, Το Μίσος για την Δημοκρατία, Εκδόσεις Πεδίο
  ____, ‘Πρέπει ακόμα να μιλάμε για δημοκρατία;’, στο συλλογικό τόμο Η Κίνηση του Πλήθους στις Πλατείες, http://eagainst.com/articles
Κ. Καστοριάδης, ‘H Ελληνική Πόλις και η Δημιουργία της Δημοκρατίας’, Χώροι του Ανθρώπου, Εκδόσεις ύψιλον/βιβλία.
W. Gabardi, ‘Contemporary Models of Democracy’, Polity, 33:4, 2001. 


ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΗ Ι

Διάλεξη 8η:  Έθνος-κράτος

Το έθνος-κράτος σηματοδοτεί μια κρατική μορφή η οποία οργανώνεται στην βάση μιας εθνικής ταυτότητας, ή αλλιώς, που έχει ως κανονιστική βάση την εθνική αρχή. Ακόμα και σε περιπτώσεις που το έθνος εμφανίζεται ξεκάθαρα μαζί με τη δημιουργία του κράτους, όπως είναι η περίπτωση των ΗΠΑ, κάθε έθνος-κράτος συμβολίζει την εθνική αρχή ως υπερβατική σε σχέση με την πολιτική οργάνωση. Με άλλα λόγια, είναι ίδιον του έθνους-κράτους ότι κατανοεί την έννοια του έθνους ως μια πραγματικότητα που έχει αυταξία και που δεν εξαντλείται στην συγκυριακή πραγματικότητα των σχέσεων-εξουσίας που συγκροτούν κάθε κρατική μορφή. Μια ανάλυση λοιπόν του έθνους-κράτους είναι εύλογο να ξεκινάει με μια επισκόπηση της έννοιας του έθνους.

Ένας συνεκτικός ορισμός του έθνους είναι αυτός ενός συνόλου ανθρώπων που μοιράζονται μια κοινή γλώσσα, κοινές παραδόσεις, έθιμα, συνήθειες και αξίες. Αυτός ο ορισμός φανερώνει την σχέση του έθνους με δυο άλλα φαινόμενα:

α) την κουλτούρα: το έθνος δηλαδή είναι μια συγκεκριμένη πολιτισμική μορφή.

β) την κοινότητα: το έθνος δηλαδή είναι ένας συγκεκριμένος κοινοτικός δεσμός.

Για όσους ανήκουν σε ένα έθνος, το γεγονός της εθνικότητας μοιάζει ως κάτι αυταπόδεικτο. Το να είσαι Έλληνας, Άγγλος, Αμερικάνος κοκ., βιώνεται ως κάτι αντικειμενικό, ένα γεγονός ανάλογο με το γεγονός του να είσαι άνθρωπος. Από εδώ προκύπτει η αντίληψη πως το να «αρνηθείς» το έθνος σου είναι υψίστη προδοσία. Αναμφίβολα, το έθνος έχει «αντικειμενικότητα», δηλαδή μια υλική διάσταση που πραγματώνεται σε συγκεκριμένες σχέσεις, θεσμούς, σύμβολα κλπ. Όμως και μόνο το γεγονός ότι μιλάμε για το πως βιώνεται το έθνος, υποδεικνύει με σαφή τρόπο ότι το έθνος έχει μια ισχυρή υποκειμενική διάσταση. Για αυτούς που ζουν «μέσα» σε ένα έθνος, η εθνικότητα τους παίρνει την μορφή μια συμμετοχής σε ένα κοινό παρελθόν, σε ένα κοινό παρόν και τελικά σε ένα κοινό μέλλον. Κατά αυτόν τον τρόπο το έθνος αποτελεί έναν πνευματικό δεσμό, και μάλιστα συλλαμβάνεται ως ένας δεσμός που έχει ουσία, δηλαδή κάτι σταθερό και αναλλοίωτο.  Αυτό, έχει εκφραστεί με τα πλέον έντονα χρώματα από τον Ernest Renan:

«Το έθνος είναι μια ψυχή, μια πενυματική αρχή. Η μια κατοικεί στο παρελθόν, η άλλη στο παρόν. Η μία είναι η κοινή κατοχή μιας πλούσιας παρακαταθήκης μνήμων. Η άλλη, είναι μια συναίνεση στο παρόν, η επιθυμία να ζεις μαζί, η βούληση να διαιωνιστεί η κληρονομία που ένας παρέλαβε σε μια ατομική μορφή».
Εν ολίγοις, το έθνος είναι πάνω από όλα μια ταυτότητα, μια μορφή κοινής αυτό-αναγνώρισης και αυτό-τοποθέτησης. Ως ταυτοτική δομή το έθνος συγκροτείται και εμπεριέχει δυο βασικές αναφορές που έχουν ιδιαίτερο συμβολικό βάρος: τον χώρο και τον χρόνο.
Χώρος: Κάθε εθνική ταυτότητα, ακόμα και σε περιπτώσεις που δεν υπάρχει ένα ήδη υφιστάμενο κράτος, ταυτίζεται φαντασιακά με μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, με ένα χώρο ο οποίος φορτίζεται με διάφορες ιδιότητες και ποιότητες (πατρίδα, άγια χώματα, η γη των προγόνων κλπ). Ο χώρος αποτελεί το σύνορο που συμβολίζει αλλά και δίνει υλική υπόσταση στα όρια της εθνικής ταυτότητας, διαχωρίζει το εθνικό «εμείς» από τους «άλλους», το ντόπιο από το ξένο, λειτουργεί δηλαδή ως μια μορφή αποκλεισμού και διαφοροποίησης. Αυτό σημαίνει προφανώς ότι η έννοια του έθνους είναι δομικά αποκλείουσα, δηλαδή λειτουργεί μέσα από ένα αναγκαίο διαχωρισμό και αποκλεισμό. Όπως θα επαναλάβουμε, αυτό πολιτικά σημαίνει ότι ο χώρος απο-τελεί ένα πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού.
Χρόνος: ο χρόνος στα πλαίσια της εθνικής ταυτότητας παίρνει την μορφή της ιστορίας. Κάθε έθνος συγκροτείται μέσω της κατασκευής μιας κοινής μνήμης, δηλαδή μιας ιστορίας η οποία δημιουργεί την απαραίτητη αίσθηση συνέχειας. Μνημεία των οποίων η δημιουργία χάνεται στους αιώνες είναι δικά «μας» μνημεία, στο βαθμό που μοιραζόμαστε με αυτούς που τα κατασκεύασαν κάτι θεμελιακό. Εν ολίγοις, ένα από τα συστατικά στοιχεία της εθνικής ταυτότητας είναι η παραγωγή αφηγήσεων που συγκροτούν το έθνος ως υποκείμενο, ως πρωταγωνιστή μιας ιστορίας που μπορεί να έχει πολλά επεισόδια αλλά που είναι ενιαία. Επειδή όμως είναι δεδομένο πως τα ίδια γεγονότα και πράγματα εμπεριέχονται και επενδύονται σε πάνω από την μία «εθνικές» αφηγήσεις, ο χρόνος (δηλαδή η ιστορία) όχι λιγότερο από τον χώρο αποτελεί πεδίο πολιτικού ανταγωνισμού.
Στο πλαίσιο της κοινωνικής θεωρίας υπάρχουν τρεις βασικές σχολές σκέψεις όσον αφορά το έθνος.
Παραδοσιακή: Η μία η οποία χρονικά είναι παλιότερη και ταυτίζεται με την συγκρότηση της εθνικής ιδεολογίας που συνόδευσε την ανάδυση των έθνους-κράτους αντιλαμβάνεται το έθνος ως μια θεμελιακή ουσία η οποία είναι συνεχής και αναλλοίωτη. Το έθνος δηλαδή γίνεται αντιληπτό ως κάτι φυσικό. Έτσι, ακόμα και αν υπάρχουν διάφορες πολιτικές μορφές που συνοδεύουν και ταυτίζονται με το έθνος, (πχ. η πόλις, η βυζαντινή αυτοκρατορία, το σύγχρονο κράτος) το έθνος καθαυτό έχει κάτι αμετάβλητο και δεν υπόκειται στην οποιαδήποτε συγκυρία. Υπό αυτό το πρίσμα λόγοι που σηματοδοτούν το έθνος ως κάτι το πεπερασμένο και ενδεχομενικό γίνονται αντιληπτοί ως απειλές ενάντια στο έθνος, και εφόσον είναι εσωτερικές απειλές ως προδοσία. Η πιο ακραία μορφή αυτής της μορφής σκέψης είναι αυτή που ταυτίζει το έθνος με τον αίμα και την γη, που του προσδίδει δηλαδή βιολογικά χαρακτηριστικά. Εδώ το σύμπλεγμα φύση/πολιτισμός φτάνει σε ένα υψηλό βαθμό αδιακρισίας, καθώς πνεύμα και σώμα αναμειγνύονται συμβολικά με ένα τρόπο που το ένα διαχέεται και ταυτίζεται με το άλλο: ο εθνικός πνευματικός δεσμός πηγάζει από το αίμα, και το αίμα είναι μια πνευματική αρχή. Αυτή η μορφή σκέψης συνήθως συνοδεύεται από αντιλήψεις πεπρωμένου και μεγαλείου και είναι συνεπώς και η πιο έκδηλα ρατσιστική. Αλλά επειδή ακριβώς η έννοια της φυλής - δηλαδή η αναπαράσταση και η αναπαραγωγή του έθνους ως μια μορφή δεσμού που χαρακτηρίζεται από συγγένεια - είναι εμμενής στην συγκρότηση του έθνους, και επειδή κάθε έθνος εμφορείται από αφηγήσεις μεγαλείου, τελικά ο ρατσισμός εμπεριέχεται ως δυνατότητα στην ίδια τη πολιτική οργάνωση του έθνους, ασχέτως του βαθμού εκδήλωσης του ο οποίος είναι κατά βάση συγκυριακός.  
Μοντερνισμός/Κονστρουκτιβισμός: Για αυτό το ρεύμα σκέψης που είναι πλέον κυρίαρχο στους ακαδημαϊκούς κύκλους, τα έθνη γίνονται κατανοητά ως μορφές ταυτότητας που αναδύθηκαν μέσα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και συγκυρίες. Υπό αυτό το πρίσμα το έθνος δεν έχει τίποτα φυσικό αλλά είναι μια καθαρά φαντασιακή/πολιτισμική προβολή και κατασκευή, που εμπεριέχει την κατασκευή συμβόλων, πρακτικών, αφηγήσεων και την επινόηση μιας παράδοσης. Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι πως αυτή η προσέγγιση δεν υποστηρίζει πως το έθνος δεν είναι πραγματικό. Φαντασιακό δεν σημαίνει ψεύτικο. Απλά τονίζει ότι όπως και όλες οι ταυτοτικές δομές που συγκροτούν μορφές συλλογικής και ατομικής ύπαρξης δεν ανάγονται σε κάποια υπέρ-ιστορική φύση αλλά είναι ιστορικές κατασκευές, δηλαδή δημιουργούνται και παράγονται. Συνεπώς, το συμπέρασμα είναι πως τα έθνη αποτελούν ενδεχομενικές πραγματικότητες, οι οποίες όπως αναδυθήκανε μπορεί και να εξαφανιστούν.
Σε αυτό το ρεύμα σκέψης υπάρχουν διάφορα επίπεδα στα οποία η δημιουργία του έθνους μπορεί να προσεγγιστεί και συνήθως οι επιμέρους αναλύσεις επικεντρώνονται σε ένα από αυτά τα επίπεδα.  
α) Μακρό-επίπεδο: εξετάζει το πως τα έθνη κατασκευάζονται σε σχέση με μεγάλες κοινωνικές και ιστορικές διαδικασίες και το πως σχετίζονται με σημαντικά συμβάντα πχ. την ανάδυση του καπιταλισμού.
β) Μέσο-επίπεδο: εξετάζει τις διάφορες συλλογικές δραστηριότητες που παράγουν και αναπαράγουν την εθνική ταυτότητα: παρελάσεις, σύμβολα, αφηγήσεις, αθλητικές εκδηλώσεις κλπ.
γ) Μικρό-επίπεδο: Εξετάζει το πεδίο της ατομικής επιτέλεσης και αντίληψης.
Εθνο-συμβολισμός: Αυτό το ρεύμα σκέψης, που είναι το πιο πρόσφατο, αποτελεί ουσιαστικά ένα παρακλάδι του κονστρουκτιβισμού. Απλά θεωρεί πως αν και το έθνος είναι μια σχετικά πρόσφατη κατασκευή, η παραγωγή του έγινε στην βάση εθνοτικών ομάδων οι οποίες υπήρχαν ήδη.
Αυτό το ρεύμα λοιπόν λειτουργεί στην βάση μιας διάκρισης που είναι πλέον ευρέως αποδεκτή: αυτή μεταξύ έθνους και εθνότητας. Η τελευταία αναφέρεται σε ομάδες οι οποίες συνδέονται στην βάση καταγωγής και συγγένειας, κοινής γλώσσας και πολλές φορές θρησκείας. Συνεπώς ο δεσμός είναι κυρίως πολιτισμικός, πχ. οι Πομάκοι. Το έθνος αντίθετα υποδηλώνει μια πολιτική ταυτότητα η οποία μάλιστα μπορεί να εμπεριέχει διάφορες εθνοτικές ομάδες. Έτσι, το έθνος εγγράφει εντός του αξιώσεις εξουσίας, νομιμότητας, και κυριαρχίας. Φυσικά, όπως είπαμε πριν, το έθνος είναι δεδομένα και αυτό μια μορφή πολιτισμικού και κοινοτικού δεσμού, και μάλιστα ένος δεσμού ο οποίος παράγεται σε σημαντικό βαθμό από την δημιουργία μιας εθνικής γλώσσας, δηλαδή μιας γλωσσικής κοινότητας η οποία παράγει όρια και διακρίνει το ομοεθνές από το ξένο. Συνεπώς η διάκριση «έθνους-εθνότητας» δεν είναι πάντα εύκολο να διατηρηθεί. Πχ. οι Έλληνες πριν την δημιουργία του έθνους-κράτους ήταν έθνος ή εθνότητα; Οι Βάσκοι τώρα θεωρούνται εθνότητα, αλλά οι ίδιοι θεωρούν τους εαυτούς τους και θέλουν να συγκροτηθούν ως έθνος. Αλλά παρόλα αυτά η διάκριση υφίσταται: το έθνος ως κατηγορία έχει πολιτικές συνδηλώσεις, το οποίο σημαίνει ότι ως πολιτική έννοια συγκροτείται μόνο στα πλαίσια του κράτους, ασχέτως αν αυτό το κράτος υπάρχει ήδη ή αποτελεί σκοπό. Και αυτή η διαπίστωση μας οδηγεί στο έθνος-κράτος.
Καταρχάς είναι απαραίτητο να αποσαφηνιστεί ότι το έθνος και το κράτος δεν είναι ταυτόσημες έννοιες ούτε συνεπώς συνώνυμα. Υπάρχουν πολυεθνικά κράτη, τα οποία μπορεί να παίρνουν την μορφή ομοσπονδίας, όπως και υπάρχουν έθνη χωρίς κράτος όπως είναι οι Παλαιστίνιοι. Το γεγονός όμως πως αυτές οι δυο έννοιες μπορούν να υπάρξουν αυτόνομα, δεν αναιρεί το βαθύ δεσμό μεταξύ έθνους και κράτους, ένας δεσμός που έχει αποτυπωθεί τόσο ιστορικά, αφού τα έθνη απέκτησαν ύπαρξη μόνο μέσω τους έθνους-κράτους, όσο όμως και λογικά. Διότι για να υπάρξει το έθνος ως πολιτική κατηγορία πρέπει να εκφραστεί πολιτικά, και αφού το έθνος συλλαμβάνεται ως κάτι ενιαίο και ενικό τότε έπεται ότι πρέπει να εκφραστεί σε μια ενιαία πολιτική οντότητα, δηλαδή σε ένα κράτος. Συνεπώς ο ορίζοντας του έθνους είναι πάντα το κράτος, ακόμα και αν αυτό υφίσταται απλά ως επιδίωξη. Το οποίο φυσικά σημαίνει ότι στο βαθμό που το έθνος υφίσταται ως πολιτική κατηγορία, δηλαδή στο βαθμό που το έθνος αξιώνει να είναι η θεμελιακή αρχή μιας πολιτικής μορφής, πρόκειται για μια εγγενώς κρατικιστική έννοια.
Από αυτό συνεπάγονται και τα ακόλουθα καθοριστικά γνωρίσματα του έθνους κράτους:
Επικράτεια: Όπως είπαμε ο χώρος είναι συστατικός στο εθνικό φαντασιακό. Αυτό εκφράζεται πολιτικά στο γεγονός ότι το έθνος-κράτος πρέπει να υφίσταται στον χώρο ως διακριτή γεωγραφική οντότητα. Δηλαδή κάθε-έθνος κράτος έχει μια επικράτεια. Φυσικά, εδώ επιστρέφουμε στο σημείο που τονίστηκε πριν: επειδή δεν υπάρχει φυσική επικράτεια αλλά ο χώρος που καλύπτει ένα έθνος-κράτος είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων και διαδικασιών, ο χώρος αποτελεί πεδίο ανταγωνισμού. Επίσης, επειδή στο εθνικό φαντασιακό ο χώρος αποτελεί συστατικό της εθνικής ταυτότητας, γεννιούνται αλυτρωτισμοί, εδαφικές επιδιώξεις κλπ. Είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον λοιπόν να μην υπάρχει ένταση μεταξύ πολιτικών μορφών όσο το έθνος -κράτος αποτελεί την βασική πολιτική μονάδα.
Ανεξαρτησία: Επειδή το έθνος δομείται πολιτικά το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί παρά να είναι συστατικό στην ανάδυση του. Δηλαδή η δυνατότητα αυτό-καθορισμού και μη επέμβασης από εξωτερικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι η ιδέα του έθνους έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη επαναστατικών δυνάμεων κατά την εποχή των αυτοκρατοριών, της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.
Κυριαρχία: Όπως είπαμε το σύγχρονο κράτος αξιώνει ότι είναι κυρίαρχο, δηλαδή ότι μπορεί να επιβάλει κανόνες οι οποίοι είναι δεσμευτικοί χωρίς να αποδίδονται σε κάποια άλλη αρχή. Αυτό συνδέεται με την εθνική αρχή, και το αίτημα για εθνική ανεξαρτησία. Δηλαδή η κυριαρχία του κράτους είναι δεδομένα πολιτικό επίδικο και προϋπόθεση του προτάγματος για εθνική ανεξαρτησία.
Το έθνος-κράτος στην ιστορία:
Η ανάδυση του έθνους-κράτους είναι ιστορικά μια μακρά και πολύπλοκη διαδικασία. Μάλιστα όπως έχουμε πει σε προηγούμενο μάθημα δεν αποτελεί μια ομοιόμορφη διαδικασία καθώς η συγκρότηση του έθνους-κράτους παίρνει διάφορες μορφές ανάλογα με την συγκυρία. Είχαμε διακρίνει τρεις βασικές διαδικασίες:
·         Η μεταμόρφωση ανεξάρτητων πολιτικών βασιλείων σε κράτη (πχ. Αγγλία, Γαλλία).
·         Η ενοποίηση διαφόρων πολιτικών οντοτήτων (πχ. Ιταλία, Ισπανία).
·         Η απόσχιση από μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες, όπως οι αυτοκρατορίες (πχ. Ουγγαρία, Ελλάδα).

Φυσικά υπάρχει και το φαινόμενο της δημιουργίας έθνους μέσα από την κατάκτηση εδαφών όπου δεν υπήρχε κρατική οντότητα, όπως έγινε στην Αμερική. Επίσης όπως είχαμε πει, είναι δεδομένο πως η κάθε διαδικασία έχει τις ιδιαιτερότητες της και ότι είναι καθοριστική για την μετέπειτα ιστορία του εκάστοτε έθνους-κράτους. Πχ. δείχνει γιατί στην Ισπανία σε αντίθεση με την Ουγγαρία υπάρχουν έντονες αυτονομιστικές τάσεις, μεταξύ των διαφόρων εθνοτήτων.
Παρόλες όμως τις ιδιαιτερότητες των έθνος-κράτος υπάγεται σε μια γενική ιστορία η οποία χαρακτηρίζεται από τα ακόλουθα φαινόμενα. Έξω από αυτά είναι δύσκολο να φανταστούμε την ανάδυση του έθνους-κράτους.
(α) Η κατάλυση της Χριστιανιοσύνης, δηλαδή του χριστιανισμού ως ηγεμονικής πολιτισμικής και πολιτικής ταυτότητας στην Ευρώπη. Αυτή η κατάλυση άνοιξε τον δρόμο στην ανάδυση του εθικού δεσμού ως ηγεμονικού πολιτισμικού και πολιτικού δεσμού.   
(β) Η αυτονόμηση των επιμέρους μοναρχιών και η δημιουργία των απολυταρχιών, οι οποίες δημιούργησαν συγκεντρωτικές πολιτικές και οργανωτικές δομές οι οποίες έγιναν μετά η βάση του έθνους-κράτους.. 
(β) η άνοδος του καπιταλισμού. Αυτό ειδικά αποτελεί ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα ή μάλλον, το πλέον καθοριστικό φαινόμενο. Ο καπιταλισμός ως τρόπος οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας έχει κάποια βασικα΄χαρακτηριστικά, με ένα από αυτά να είανι η συγκρότητση της οικονομίας ως ένα αυτόνομο πεδίο της κοινωνικής ζωής. Αυτή η οικονομία πρέπει να εκφραστεί σε μια αγορά η οποία αναπτύσεται μέσα σε έναν ενιαίο γεωγραφικό χώρο και μέσα από ένα κοινό νόμισμα. Εξίσου σημαντικά η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς χρειαζόταν μιας κεντρική κρατική-διοικητική αρχής που θα επέβαλε ομοιόμορφους κανόνες συγκρότησης και πειθάρχησης της παραγωγικής διαδικασίας, όπως και ένα βασικό νομικό πλαίσιο προστασίας της ατομικής ιδιοκτησίας. Όλα αυτά τα πρόσφερε η πολιτική μορφή του κράτους. Επίσης, η εθνική αρχή ήταν πάντα συστατική, μέσα από την έννοια της εθνικής οικονομίας, ώστε να ενοποιήσει συμβολικά και πολιτικά τις κοινωνικές τάξεις, και να δημιου-ργήσει την αντίληψη ενός κοινού συμφέροντος, ή τουλάχιστον ενός κοινού πεδίου όπου οι ανταγωνισμοί μπορούν να επιλυθούν και να συμβιβαστούν. Μόνο τυχαίο δεν είναι λοιπόν πως η εθνική ιδεολογία αποτελεί πάντα βασική ρητορεία του κεφαλαίου σε περίοδο κρίσεων, όπως μας δείχνει η ιστορία από τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο μέχρι την τρέχουσα κρίση. Το σχήμα της χώρας και της εθνικής οικονομίας αποκρύβει και διαμεσολαβεί τον κοινωνικό ανταγωνισμό που είναι συστατικός σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. Από την άλλη όμως, είναι σημαντικό να μη πέσουμε σε ένα απλοϊκό σχήμα αιτιότητας. Ο καπιταλισμός δεν παράγει το έθνος με κάποιο μονοσήμαντο τρόπο, ούτε ήταν το έθνος η μόνη πολιτική μορφή που συνδέθηκε με τον καπιτα-λισμό. Η συνάφεια μεταξύ των δυο πρέπει να εξεταστεί ιστορικά, όχι ως μέρος μιας φυσικής εξέλιξης, αλλά ως ενδεχομενικό αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων, διαδικασιών και συγκρούσεων οι οποίες άπτονται της ανάδυσης και κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.
 (γ) η άνοδος της δημοκρατίας. Είναι σαφές πως η σύγχρονη δημοκρατία δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την εθνική αρχή, δηλαδή χωρίς το έθνος ως τον πνευματικό δεσμό που έδινε πραγματικό περιεχόμενο σε ένα δημοκρατικό σύστημα που κατά τα άλλα είναι πλήρως φορμαλιστικό. Επίσης είναι σαφές πως μέσα στο πλαίσιο ενός διεθνούς συστήματος που συγκροτείται από κράτη, χωρίς εθνική ανεξαρτησία δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατία σε οποιαδήποτε μορφή, είτε «άμεση» είτε «αντιπροσωπευτική» κλπ.
Παγκοσμιοποίηση και έθνος κράτος:
Η ιδέα της παγκοσμιοποίησης είναι αρκετά περίπλοκη ώστε να μπορεί να αναλυθεί σε μια παράγραφο. Γενικά όμως υποδηλώνει μια πραγματικότητα που δομείται από φαινόμενα που υποσκελίζουν και υπερσκελίζουν το διεθνές σύστημα που είχε ως βάση το έθνος- κράτος. Είτε μιλάμε, για το οικονομικό, το πολιτικό ή το πολιτισμικό πεδίο, η παγκοσμιοποίηση είναι μια διαδικασία όπου διάφορες γεωγραφικές περιοχές, ή για να ακρβολογούμε η οικουμένη, διακλαδώνονται μεταξύ τους κατά τέτοιο τρόπο που τα παραδοσιακά σύνορα υπερβαίνονται. Σε αυτό το πλαίσιο μια από τις βασικές πολιτικές προβληματικές είναι ότι η παγκοσμιοποίηση μοιραία θα οδηγήσει στην απονέκρωση του έθνους-κράτους, δηλαδή στην κατάλυση του πλέον καθοριστικού γνωρίσματος του: της κυριαρχίας σε μια οροθετημένη επικράτεια. Σε ένα πιο μετριο-παθές επίπεδο υπάρχουν στοχαστές που μιλάνε πως στην παρούσα κατάσταση η δημοκρατία δε μπορεί να υπάρξει σε εθνικό επίπεδο καθώς η εθνική κυριαρχία γίνεται μια αδυνατότητα. Πρέπει να υπάρξει λοιπόν μια «κοσμοπολίτικη δημοκρατία» που υπερβαίνει την εθνική αρχή.
Είναι αλήθεια πως στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης υπάρχουν σημαντικές μετατοπίσεις στο πεδίο των σχέσεων εξουσίας όπου έχουν κάνει την αρχή της εθνικής κυριαρχίας ιδιαίτερα εύθραυστη. Μέσα από την τρέχουσα κρίση αυτό έχει καταστεί ακόμα πιο σαφές. Όπως όμως το κράτος ως πολιτική μορφή δεν τέλειωσε ξαφνικά, αντίθετα ο κατασταλτικός του ρόλος έχει αυξηθεί σημαντικά, έτσι και η εθνική αρχή δεν έχει εξαφανιστεί. Αντίθετα επιτελεί ακόμα σημαντικές λειτουργίες, και πάνω από όλα συνεχίζει να είναι εξαιρετικά σημαντικό στην διαδικασία καταμερισμού, αξιο-ποίησης και πειθάρχησης της εργασίας. Το έθνος αποτελεί μια μορφή αστυνόμευσης που καθορίζει το όρια του ποιος περικλείεται και πιο αποκλείεται, όπως και το πως ακριβώς περικλείεται (πχ. σαν λαθρομετανάστης, δηλαδή εργάτης χωρίς δικαιώματα και πολιτική υπόσταση). Το ζητούμενο εδώ δεν είναι ότι το έθνος είναι μια αυταπάτη, ή ένα προπέτασμα καπνού που κρύβει την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Εν τέλει δηλαδή το ζήτημα δεν είναι ότι το έθνος είναι «λιγότερο» πραγματικό από άλλες ταυτότητες, μια «υπερδομή». Το θέμα είναι να καταλάβουμε το πως το έθνος λειτουργεί και αποκτάει την μορφή του μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά πλαίσια και τις σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης που καθορίζουν την ιστορική συγκυρία. Μόνο μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούμε τελικά να αξιολογήσουμε την σημασία του έθνους και του όποιου μέλλοντος έχει ή πρέπει να έχει.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
M. Roskin et al, Εισαγωγή στην Πολιτική Επιστήμη, κεφ.3 & κεφ.21 (σσ. 633-646)
A. Heywood, Εισαγωγή στην Πολιτική, κεφ. 6 & 8
Γ. Σκουλάς, Πολιτική Επιστήμη και Ιδεολογίες, κεφ. 11
Σ. Δημητρίου (επιμέλεια), Κριτική Διεπιστημονικότητα: Έθνος και Ταυτότητα. Πολιτισμικές Αντιστάσεις, τόμος 2,  Εκδόσεις Σαββάλας.
E. Balibar, ‘The Nation Form: History and Ideology’, στο E. Balibar and I. Wallerstein, Race, Nation, Class: Ambiguous Identities.





                                                                 Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Τμήμα Πολιτικών Επιστημών


                  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΘΗΜΑ

 ‘’ Κοινωνιολογία ‘’
(A΄Εξ.)


pasp-polsci-komotinis.blogspot.com



**Οι σημειώσεις δεν αντικαθιστούν το βιβλίο.



 ΛΗΨΗ ΗΘΙΚΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ
Η ιστορία του ανθρώπου είναι γεμάτη από προσπάθειες ανακάλυψης των κανόνων που οδηγούν σε απόλυτα δίκαιες πράξεις. Οι ηθικοί κανόνες που υπάρχουν είναι αποτέλεσμα 2.000 ετών σκέψης. Στο βαθμό που αυτοί οι κανόνες προσφέρουν ιδέες για την επίλυση ηθικών διλημμάτων τότε δεν είναι αόριστες θεωρίες αλλά χρήσιμοι οδηγοί συμπεριφοράς.
Η κατηγορική προστακτική
Η άποψη αυτή αναπτύχθηκε από τον Γερμανό φιλόσοφο Εμμανουήλ Κάντ. Για τον Κάντ, κανείς δεν πρέπει να υιοθετεί αρχές δράσης που δεν είναι οικουμενικές. Κάθε πράξη πρέπει να κρίνεται με το ερώτημα: Μπορεί αυτή η πράξη να μεταβληθεί σε οικουμενικό κώδικα συμπεριφοράς;
Η συμβατική ηθική
Κατά την άποψη αυτή, οι άνθρωποι μπορούν να πράττουν ότι εξυπηρετεί και προωθεί τα συμφέροντά τους εφόσον οι πράξεις τους δεν παραβιάζουν το νόμο. Η επιχείρηση, μπορεί να παρομοιασθεί με παιχνίδι, π.χ. πόκερ, όπου οι κανόνες είναι διαφορετικοί απ’ αυτούς που υιοθετούμε στην καθημερινή ζωή. Ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπλοφάρει (ευφημισμός για το ψέμα) και να εκμεταλλευτεί μ’ αυτόν τον τρόπο όλα τα διαθέσιμα «παραθυράκια», έθιμα ή πρακτικές. Π.χ. Ένας άνεργος πωλητής, με καλή προϋπηρεσία, που όμως είναι 58 ετών, φοβάται ότι θα γίνει θύμα διακρίσεων λόγω της ηλικίας του. Γι’ αυτό το λόγο βάφει τα μαλλιά του και δηλώνει στο βιογραφικό του ότι είναι 45.
Ο κανόνας της αποκάλυψης
Όταν κάποιος αντιμετωπίζει ένα ηθικό δίλημμα δεν έχει παρά να κάνει στον εαυτό του το ερώτημα: πως θα αισθανόταν αν έθετε την απόφασή του, όσον αφορά το συγκεκριμένο δίλημμα, σε κάποιο ακροατήριο; Αν και μετά την αποκάλυψή του αυτή, στο συγκεκριμένο ακροατήριο, που μπορεί να είναι συνάδελφοι, φίλοι ακόμα
και η οικογένεια του ατόμου, το άτομο αυτό αισθάνεται άνετα, τότε, πιθανότατα, έχει πάρει και τη σωστή απόφαση.
Το δόγμα του μέσου όρου
Αυτή η άποψη, που μερικές φορές αποκαλείται «ο χρυσός μέσος όρος», καλεί για αρετή μέσω μετριοπάθειας. Οι σωστές πράξεις βρίσκονται μεταξύ ακραίων συμπεριφορών, π.χ. μεταξύ του καλύτερου και του χειρότερου που μπορεί να πράξει κανείς. Το δόγμα του μέσου όρου έχει μάλλον ιστορική σημασία, αλλά η έννοια της μετριοπάθειας ως αρετής εξακολουθεί να έχει αξία.
Ο χρυσός κανόνας
Η άποψη αυτή αποτελεί οικουμενικό ιδεώδες και εμπεριέχεται σε κάθε θρησκεία. Με απλά λόγια ο κανόνας αυτός λεει: «Μην κάνεις στους άλλους ότι δεν θα ήθελες να κάνουν οι άλλοι σε σένα». Αυτό σημαίνει ότι κανένας δεν πρέπει, συνειδητά, να κάνει κακό στους άλλους. Για παράδειγμα, ένας διευθυντής για να λύσει κάποιο ηθικό πρόβλημα, τοποθετεί τον εαυτό του στη θέση του ατόμου που επηρεάζεται από τη συγκεκριμένη απόφαση και προσπαθεί να δει ποια ενέργεια είναι πιο δίκαιη για το συγκεκριμένο άτομο.
Η ηθική της διαίσθησης
Η άποψη αυτή, όπως ορίζεται από φιλοσόφους όπως ο G. E. Moore, λέει ότι το καλό δεν είναι δυνατόν να οριστεί. Απλά κατανοείται. Δηλαδή, οι άνθρωποι διαθέτουν ένα είδος διαίσθησης που τους βοηθά να καταλάβουν τι είναι σωστό και τι λάθος. Η λύση σε ηθικά προβλήματα βρίσκεται σ’ αυτό που αισθάνεσαι ή καταλαβαίνεις ότι είναι σωστό για μία δεδομένη κατάσταση.
Η ηθική της αγοράς
Η άποψη αυτή προωθήθηκε από τον Adam Smith. Στον κόσμο της αγοράς και του ανταγωνισμού οι εγωιστικές πράξεις είναι πράξεις αρετής γιατί συμβάλλουν στην αποτελεσματική λειτουργία της οικονομίας. Η αποτελεσματική αυτή λειτουργία είναι,
με τη σειρά της, υπεύθυνη για την πρόοδο και τη μέγιστη χρήση του πλούτου μιας κοινωνίας. Κατά συνέπεια, εάν τέτοιες πράξεις γίνονται για το καλό της οικονομίας τότε είναι ηθικές πράξεις.
Η ηθική των μέσων-σκοπών
Η αρχή αυτή συνδέεται με τη σκέψη του Ιταλού πολιτικού φιλοσόφου Niccolo Machiavelli. Ο Machiavelli έγραψε ότι οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα. Όταν οι σκοποί έχουν μεγάλη σημασία τότε είναι επιτρεπτά όλα ανεξαιρέτως τα μέσα που απαιτούνται για την υλοποίηση αυτών των σκοπών.
Η ηθική της οργάνωσης
Η σημερινή εποχή είναι η εποχή των μεγάλων οργανώσεων. Με απλά λόγια η ηθική αυτή λέει: «Να υπακούς την οργάνωση στην οποία ανήκεις». Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η υπακοή που οφείλουν σε κάποια οργάνωση είναι μεγαλύτερη από το ατομικό τους συμφέρον. Πολλοί άνθρωποι μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία τους ή να δουλέψουν χωρίς πληρωμή επειδή αισθάνονται ότι τα συμφέροντα του οργανισμού είναι πάνω από τα δικά τους συμφέροντα.
Η πρακτική προστακτική
Σχετική με την κατηγορηματική προστακτική είναι η πρακτική προστακτική που κι’ αυτή προτάθηκε από τον Κάντ. Σύμφωνα με την άποψη αυτή ο καθένας πρέπει να μεταχειρίζεται την ανθρωπότητα πάντα ως σκοπό και ποτέ ως μέσο. Με απλά λόγια, η αρχή αυτή ενθαρρύνει τον προϊστάμενο να μεταχειρίζεται τους ανθρώπους ως αυτοσκοπό και όχι ως μέσα για την εκπλήρωση κάποιου σκοπού ή ως αντικείμενα για εκμετάλλευση. Κανένας δεν θα πρέπει να εκμεταλλεύεται τους άλλους για τους δικούς του σκοπούς.
Η αρχή της ίσης ελευθερίας
Η άποψη αυτή διατυπώθηκε από το φιλόσοφο Herbert Spencer. Σύμφωνα με τη θέση αυτή κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να δρα όπως θέλει, εκτός και αν η δράση
του αυτή περιορίζει ή στερεί την ελευθερία άλλων ανθρώπων. Ο Spencer πίστευε ότι αυτή είναι η πιο σημαντική αρχή ηθικής δράσης στην κοινωνία. Πίστευε ότι κανείς δεν έχει το δικαίωμα να καταπατεί την ελευθερία του ατόμου και ότι όλη η ανθρώπινη πρόοδος στηρίζεται σ’ αυτή ακριβώς την ελευθερία.
Η ηθική της αναλογίας
Η αναλογία, μια έννοια που έχει τις ρίζες της στη Μεσαιωνική Καθολική θεολογία, είναι ένα ηθικό δόγμα που έχει σχεδιαστεί για να εκτιμήσει πράξεις που έχουν και καλές και άσχημες συνέπειες. Για παράδειγμα, στην περίπτωση που το αποτέλεσμα θα είναι και καλές και κακές συνέπειες, ο προϊστάμενος θα πράξει το σωστό αν: α) οι καλές συνέπειες είναι περισσότερες από τις άσχημες, β) η πρόθεση του προϊσταμένου είναι οι καλές συνέπειες, και γ) έπειτα από προσεκτική μελέτη δεν βρέθηκε καλύτερος τρόπος δράσης.
Η ηθική του επαγγελματισμού
Στην εποχή της εξειδίκευσης αυτή η ηθική αρχή έχει αποκτήσει περισσότερη σπουδαιότητα απ’ ότι είχε στο παρελθόν. Με απλά λόγια, η άποψη αυτή ισχυρίζεται ότι πρέπει κανείς να κάνει μόνο αυτό που είναι δυνατόν να εξηγηθεί ενώπιον επιτροπής συναδέλφων.
Η αρχή αυτή εφαρμόζεται από γιατρούς, μηχανικούς, αρχιτέκτονες, καθηγητές Πανεπιστημίου, δικηγόρους και διευθυντές επιχειρήσεων στις προσπάθειες που καταβάλλουν αυτοί οι άνθρωποι για να επιλύσουν τα προβλήματα του κλάδου τους.
Οι επιστήμονες-επαγγελματίες έχουν ισχυρούς προσωπικούς κώδικες ηθικής που καθοδηγούν τις πράξεις τους.
Η ηθική των δικαιωμάτων
Η ηθική των δικαιωμάτων στηρίζεται στο ότι οι άνθρωποι έχουν δικαιώματα. Τα ανθρώπινα δικαιώματα μπορούν να καταπατηθούν μόνο για πολύ σοβαρούς λόγους, π.χ. να τίθεται σε κίνδυνο η ίδια η κοινωνία. 



Τα πιο σημαντικά ανθρώπινα δικαιώματα είναι το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας, το δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας, κλπ.


Συγκεκριμένα, εάν η απόφαση κάποιου προϊσταμένου στερεί από τον εργαζόμενο βασικά ανθρώπινα δικαιώματα τότε η απόφαση αυτή δεν πρέπει να ληφθεί. Π.χ. η διεύθυνση μιας εταιρείας δεν θα πρέπει να επιτρέψει τη λειτουργία μιας μη ασφαλούς μηχανής όταν αυτή θέτει σε κίνδυνο τη ζωή των εργατών.


Η θεωρία της δικαιοσύνης
Σύμφωνα με την άποψη αυτή η δικαιοσύνη απαιτεί: α) ότι τα οφέλη και τα βάρη της οργανωσιακής ζωής μοιράζονται αμερόληπτα σε όλους, β) ότι υπάρχει ισότητα στην απόδοση αμοιβής και τιμωρίας, και γ) ότι οι νόμοι, οι κανόνες και οι διοικητικές διαδικασίες εφαρμόζονται χωρίς διάκριση σε όλους.
Η αρχή της χρησιμότητας
Με απλά λόγια, η αρχή αυτή μπορεί να διατυπωθεί ως «το μεγαλύτερο καλό για τον μεγαλύτερο αριθμό». Αν μια πράξη έχει ως αποτέλεσμα περισσότερο καλό απ’ ότι ζημία τότε αυτή η ενέργεια πρέπει να γίνει και όχι κάποια άλλη. Τα άτομα που είναι υπεύθυνα για τη λήψη αποφάσεων θα πρέπει να προσπαθούν προς τη μεγιστοποίηση της χαράς και τη μείωση του πόνου, όχι μόνο για τους εαυτούς τους αλλά και για κάθε άτομο ή ομάδα που επηρεάζεται από την απόφασή τους.
Χρήση ηθικών αρχών
Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να πάρει κανείς αποφάσεις. Μερικοί προϊστάμενοι δεν ενδιαφέρονται και πολύ για θέματα ηθικής. Άλλοι πάλι λαμβάνουν υπόψη τους την ηθική και παίρνουν αποφάσεις χρησιμοποιώντας απλά κριτήρια ηθικής συμπεριφοράς όπως: να είναι κανείς τίμιος, να βοηθάει τους άλλους, ν’ αποφεύγει να κάνει κακό στους άλλους, να λέει την αλήθεια, να είναι δίκαιος, να σέβεται τη ζωή και την περιουσία των άλλων. Η εφαρμογή ηθικών αρχών όπως αυτές που μόλις
αναφέρθηκαν επικουρεί σημαντικά την ικανότητα ενός διευθυντή στο να επιλύει πολύπλοκα ηθικά ζητήματα. Κι’ αυτό για δύο λόγους:
1) Η ηθική σοφία που στηρίζεται στην κοινή λογική μπορεί να προέρχεται από ευρύτερες ηθικές αρχές. Για παράδειγμα, η κατηγορηματική προστακτική υπαγορεύει ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να λένε την αλήθεια διότι το να λέει κανείς αλήθεια είναι κάτι που είναι παντού αποδεκτό. Αντίθετα, αν το ψέμα ήταν αποδεκτό σ’ όλο τον κόσμο τότε αυτό θα προξενούσε παντού χάος.
2) Η εφαρμογή ηθικών αρχών σε ηθικά πολύπλοκες αποφάσεις προωθεί αυστηρούς κανόνες και επιβάλλει την εκτίμηση παραγόντων που υπό άλλες συνθήκες δεν θα λαμβάνονταν υπόψη. Για παράδειγμα, ο ταμίας ενός καταστήματος κλέβει, στο τέλος κάθε ημέρας, 10.000 δραχμές. Ο προϊστάμενος του ταμία, επειδή πιστεύει ότι η κλοπή είναι σοβαρό παράπτωμα, απολύει το άτομο αυτό. Σ’ αυτή την περίπτωση, αυτό που απαιτείται δεν είναι τίποτε άλλο παρά ηθική που στηρίζεται στην κοινή λογική. Αλλά ας μελετήσουμε το ακόλουθο παράδειγμα:
Ο Γιώργος Μιχαηλίδης, που είναι διευθυντής σε εργοστάσιο
παραγωγής υποδημάτων, απεκάλυψε πρόσφατα στο προσωπικό του
ότι είναι υπερήφανος που είναι μέλος του κόμματος της Χρυσής
Αυγής. Αν και ο Μιχαηλίδης συνέχισε να κάνει τη δουλειά του σωστά,
εντούτοις, από τη στιγμή που έκανε αυτή την αποκάλυψη πολλοί
εργαζόμενοι διαπίστωσαν ότι ήταν πιο δύσκολο γι’ αυτούς να τον
έχουν προϊστάμενό τους. Κάποια στιγμή, η παραγωγικότητα έπεσε
κατά 15%. Ο Κώστας Πολυχρονόπουλος, υποδιευθυντής είναι
αγαπητός στο προσωπικό και αρκετά καλά εκπαιδευμένος. Έδειξε
πως ενδιαφέρεται για προαγωγή. Θα έπρεπε ν’ αντικατασταθεί ο
Μιχαηλίδης;
Αν η διοίκηση της εταιρείας δεν ενδιαφέρεται και πολύ για θέματα ηθικής και δει το πρόβλημα αυτό μόνο ως πρόβλημα παραγωγικότητας τότε θα έπρεπε ν’ αντικαταστήσει τον Μιχαηλίδη. Αλλά ας εφαρμόσουμε τρεις σημαντικές προσεγγίσεις για την περίπτωση Μιχαηλίδη: την αρχή της χρησιμότητας, την ηθική των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη θεωρία της δικαιοσύνης.
Από τη σκοπιά της χρησιμότητας, η διοίκηση πρέπει να υπολογίσει ποια τακτική θα έχει ως αποτέλεσμα το μεγαλύτερο καλό για το εργοστάσιο και τους εργάτες. Σ’
αυτή την περίπτωση θα ήταν λογικό ν’ αποφασισθεί η αντικατάσταση του Μιχαηλίδη κάτι που θ’ αυξήσει την παραγωγικότητα και θ’ ανεβάσει το ηθικό πολλών εργατών, ενώ θα κάνει κακό μόνο σ’ ένα άτομο, τον Μιχαηλίδη.
Από την πλευρά της ηθικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όμως, οι ιδιοκτήτες της εταιρείας πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι όλοι οι εργαζόμενοι είναι ελεύθεροι να πιστεύουν ότι θέλουν. Αν και ο Μιχαηλίδης ανακοίνωσε σε όλους ότι είναι μέλος της Χρυσής Αυγής, εντούτοις, δεν απεδείχθη ποτέ ότι οι πολιτικές του πεποιθήσεις επηρέασαν το έργο του ως διευθυντή.
Από τη σκοπιά της θεωρίας της δικαιοσύνης όλοι οι οργανισμοί πρέπει να μεταχειρίζονται τους εργαζομένους τους με δίκαιο τρόπο. Αν η διοίκηση μιας εταιρείας επιτρέπει στους εργαζομένους της ν’ ανήκουν σε διάφορα άλλα κόμματα, τότε το ίδιο πρέπει να πράξει και για τον Μιχαηλίδη.
Όλοι μας πρέπει να πάρουμε θέση στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αν το πρόβλημα της παραγωγικότητας θεωρείται ουσιώδες, τότε η διοίκηση της εταιρείας πρέπει να παρέμβει. Αλλά αν ληφθούν υπόψη οι ηθικές αρχές που έχουν σχέση με τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη δίκαιη μεταχείριση όλων, τότε η διοίκηση πρέπει να λάβει άλλα μέτρα όπως τη συμβολή ειδικών επιστημόνων εκτός εταιρείας ή ακόμα και την απόλυση ενός ή περισσοτέρων εργατών για ανυπακοή στον Μιχαηλίδη. Κάποια στιγμή, όμως, η διοίκηση μπορεί να χρειαστεί να κάνει χρήση της αρχής της χρησιμότητας και ν’ αναγκαστεί ν’ αντικαταστήσει τον Μιχαηλίδη αν αυτός δεν μπορεί να διοικήσει σωστά και αν η χαμηλή παραγωγικότητα θέσει σε κίνδυνο το γενικό συμφέρον της εταιρείας. Σ’ αυτή την περίπτωση τα δικαιώματα ενός ατόμου δεν μπορούν ν’ αφεθούν να θέσουν σε κίνδυνο τα οφέλη που η εταιρεία προσφέρει σε τόσους άλλους ανθρώπους.
Πρακτικές οδηγίες για τη λήψη ηθικών αποφάσεων
Η διαδικασία επίλυσης ηθικών διλημμάτων περιλαμβάνει διάφορα στάδια:
1) Μάθε να σκέφτεσαι με βάση ηθικές αρχές και κάνε χρήση εννοιών όπως οικουμενικότητα, χρησιμότητα, δικαιοσύνη κλπ. Οι αρχές αυτές είναι σημαντικά κριτήρια λήψης αποφάσεων και ισχυροποιούν τη δυνατότητά σου να ανακαλύψεις ή να δημιουργήσεις εναλλακτικές λύσεις που στηρίζονται σε ηθικές αρχές.
2) Συζήτησε με κάποιο μορφωμένο άτομο που έχει διαφορετική άποψη από σένα ή που μπορεί να σε βοηθήσει να εμβαθύνεις στις δικές σου απόψεις. Αναζήτησε στον οργανισμό που δουλεύεις κάποιο περισσότερο πεπειραμένο και ηθικά περισσότερο ευαίσθητο άτομο στο οποίο να μπορείς να στηριχτείς όταν χρειάζεσαι βοήθεια. Ως εναλλακτική λύση, γράψε μία εργασία υπέρ μιας συγκεκριμένης θέσης και μετά γράψε μία άλλη που να στηρίζει την αντίθετη άποψη.
3) Διαχώρισε τις οποιεσδήποτε ηθικές προτεραιότητες νωρίς, πριν αυτές αποτελέσουν πρακτικό δίλημμα. Μ’ αυτό τον τρόπο αποφεύγεις την επίλυση προβλημάτων υπό συνθήκες πίεσης.
4) Δήλωσε δημόσια τις ηθικές αρχές σου. Μελέτησε το εργασιακό σου περιβάλλον και εντόπισε τα προβλήματα που είναι πιθανό να εξελιχθούν σε ηθικά διλήμματα. Μετά γνωστοποίησε σε όλους τι προτίθεσαι να κάνεις όταν παρουσιαστούν προβλήματα, όπως κλοπή, ρατσισμός, καταστροφή του περιβάλλοντος. Έτσι, όταν το πρόβλημα έρθει στην επιφάνεια πολύ λίγοι θα σου ζητήσουν να παραβείς τις αρχές σου, ενώ οι δημόσιες δεσμεύσεις σου θα σε αναγκάσουν να σεβαστείς τις αρχές σου.
5) Γίνε ο ίδιος πρότυπο προς μίμηση από όλους. Ένας προϊστάμενος που πιστεύει σε ηθικές αρχές δημιουργεί θετικό κλίμα εργασίας για όλους. Αυτός που δεν έχει ηθικές αρχές μπορεί να έχει χρηματικά κέρδη αλλά δεν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης των υφισταμένων του. Όλοι θα φοβούνται μήπως κάποια στιγμή στραφείς εναντίον τους.
6) Έχε γνώση του εαυτού σου και εναντιώσου στους ηθικούς πειρασμούς στους οποίους είσαι περισσότερο ευάλωτος. Σε χαρακτηρίζει η δειλία, η προκατάληψη, ο σαδισμός; Προσπάθησε να ξεπεράσεις αυτά τα προβλήματα. Η ηθική συμπεριφορά καθορίζεται από την πρακτική.
7) Καλλιέργησε την ικανότητά σου στο να συμπαθείς και να φέρεσαι με φιλανθρωπία στους άλλους. Η πίστη σου σε ηθικές αρχές δεν σημαίνει ότι πρέπει να χάσεις την ικανότητά σου να συγχωρείς τον άλλο.
8) Μετέτρεψε τις σκέψεις σου σε δράση – δείξε θάρρος. Η γνώση και η πράξη είναι, βέβαια, διαφορετικά πράγματα. Είναι συχνά ευκολότερο να πάρεις αποφάσεις που στηρίζονται στην ηθική παρά να κάνεις τις αποφάσεις σου πράξη.
Λόγοι για τους οποίους οι ηθικές αποφάσεις είναι δύσκολες
Αν και υπάρχουν αρχές και μέθοδοι που καθοδηγούν τη συμπεριφορά, εντούτοις, οι ηθικές αποφάσεις είναι δύσκολη υπόθεση. Κι’ αυτό για τουλάχιστον έξι λόγους:
1) Οι προϊστάμενοι αντιμετωπίζουν πρόβλημα διαχωρισμού μεταξύ του τι είναι γεγονός και τι αξία. Το γεγονός αναφέρεται σ’ αυτό που είναι, και είναι δυνατόν και να παρατηρηθεί και να επιβεβαιωθεί. Οι αξίες, από την άλλη μεριά, αναφέρονται στις απόψεις που έχει κάποιος ως άτομο ανεξάρτητα από συγκεκριμένα γεγονότα. Για παράδειγμα, το 1989 η εταιρεία που παρήγαγε το AZT (το φάρμακο που επιβραδύνει την εξάπλωση του ιού του AIDS) πουλούσε το φάρμακο αυτό για $1.50 την κάψουλα, ενώ η τιμή κόστους ανά κάψουλα ήταν $0.30. Έτσι, ένας ασθενής που χρειαζόταν 12 κάψουλες την ημέρα ήθελε $8.000 το χρόνο. Η λιανική τιμή που χρέωσε η εταιρεία ήταν στυγνή εκμετάλλευση του αρρώστου ή ένας τρόπος κάλυψης των τεράστιων ποσών που ξοδεύτηκαν για έρευνα πριν παραχθεί το φάρμακο; Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα είναι υποκειμενική. Κάτι που θεωρείται γεγονός, όπως η τιμή του προϊόντος, δεν καθορίζει αυτόματα και τις απόψεις του καθενός γι’ αυτό το θέμα.
2) Συχνά το καλό και το κακό και συνυπάρχουν και είναι και αλληλένδετα. Το γάλα της NESTLE για βρέφη όταν πουλήθηκε σε υποανάπτυκτες χώρες όπως η Κένυα και η Ζάμπια οδήγησε στο θάνατο πολλών βρεφών επειδή αναμίχθηκε με δηλητηριασμένο νερό. Αλλά, άλλες έρευνες έχουν δείξει ότι η χρήση αυτού του προϊόντος έσωσε τη ζωή σε πολλά άλλα βρέφη ειδικά όταν η μητέρα δεν ήταν διαθέσιμη για να προσφέρει μητρικό γάλα στο παιδί ή όταν το βρέφος έπρεπε για ιατρικούς λόγους ν’ ακολουθήσει συγκεκριμένη δίαιτα.
3) Δεν είναι πάντα δυνατόν να προβλέψει κανείς τις συνέπειες μιας συγκεκριμένης απόφασης. Το 1977, για παράδειγμα, η General Motors τοποθέτησε μηχανές Chevrolet σε όλες τις μάρκες αυτοκινήτων που παρήγαγε με στόχο να ικανοποιήσει όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές. Δυστυχώς οι καταναλωτές ερμήνευσαν την προσπάθεια αυτή διαφορετικά: την είδαν ως προσπάθεια κλοπής από πολλούς του κοινωνικού κύρους που προσδίδει η κατοχή της Chevrolet – ηθική συνέπεια που ήταν εντελώς αντίθετη με τις προθέσεις της εταιρείας.
4) Όταν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικά ηθικά πρότυπα, η εφαρμογή ηθικών αρχών σε οποιοδήποτε επίπεδο δεν εγγυάται απαραίτητα και επίλυση του
συγκεκριμένου διλήμματος. Για παράδειγμα, και οι άνθρωποι και οι οργανώσεις θα έπρεπε να υπακούουν στους νόμους. Αλλά μία Αμερικανική οργάνωση που λειτουργεί σ’ ένα ρατσιστικό νομικό καθεστώς (όπως αυτό που υπήρχε στη Νότιο Αφρική) αντιμετωπίζει το ηθικό δίλημμα της παραβίασης βασικών και οικουμενικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων όταν υπακούει στους ρατσιστικούς νόμους του συγκεκριμένου καθεστώτος.
5) Πολλά ηθικά προβλήματα δημιουργούνται και από την πρόοδο της τεχνολογίας. Ο τραπεζικός ηλεκτρονικός υπολογιστής , για παράδειγμα, μπορεί να προσφέρει πολλές εξυπηρετήσεις στον άνθρωπο αλλά, ταυτόχρονα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για την παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής.
6) Τέλος, η ανάπτυξη των μεγάλων οργανώσεων στον 20ο αιώνα προσδίδει νέα σπουδαιότητα στα ηθικά ζητήματα. Για παράδειγμα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται από επιτροπές κρύβουν την ατομική υπευθυνότητα, ή την υπακοή στην οργάνωση σε σχέση με την υπακοή στο δημόσιο συμφέρον. Αυτά είναι πολύπλοκα ηθικά προβλήματα, ιδιόμορφα στους μεγάλους οργανισμούς, που οι σύγχρονοι διευθυντές και προϊστάμενοι πρέπει ν’ αντιμετωπίσουν.
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
Θεωρητικές προσεγγίσεις για την οικογένεια
Οι κυριότερες θεωρητικές προσεγγίσεις όσον αφορά την ανάλυση του θεσμού της οικογένειας είναι η λειτουργιστική και η Μαρξιστική.
Οι θέσεις των λειτουργιστών
Οι λειτουργιστές κοινωνιολόγοι έχουν παραδοσιακά τονίσει το θετικό ρόλο της οικογένειας στην κοινωνία. Το βασικό επιχείρημα των λειτουργιστών είναι ότι οι λειτουργίες που ασκεί η οικογένεια είναι τόσο σημαντικές ώστε ν’ αποτελούν τη σπονδυλική στήλη της κοινωνίας.
Οι λειτουργίες της οικογένειας
Σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες, η οικογένεια ασκεί τις ίδιες βασικές λειτουργίες: ρύθμιση σεξουαλικής δραστηριότητας, αναπαραγωγή, κοινωνικοποίηση, παροχή κοινωνικής τάξης και φυλής, παροχή γλωσσικής δομής, οικονομική συνεργασία και συναισθηματική ασφάλεια.
1. Ρύθμιση σεξουαλικής δραστηριότητας
Καμία κοινωνία δεν υποστηρίζει την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία. Ακόμα και οι κοινωνίες που ενθαρρύνουν προγαμιαίες και εξωγαμιαίες σεξουαλικές σχέσεις περιορίζουν και κατευθύνουν αυτές τις δραστηριότητες με στόχο τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Οι Τρομπριανοί του Ν. Ειρηνικού, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν τον προγαμιαίο έρωτα για να διαπιστώσουν αν μια γυναίκα μπορεί να κάνει παιδιά αλλά και για να προετοιμάσουν τους νέους για το γάμο. Στη Δύση, βέβαια, το σεξ επιτρέπεται, κατά παράδοση, μόνο με τον/την νόμιμο σύζυγο. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ελαχιστοποίηση του σεξουαλικού ανταγωνισμού συμβάλλει στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής.
2. Αναπαραγωγή
Για να επιβιώσει μια κοινωνία πρέπει να αντικαθιστά τα μέλη που πεθαίνουν, κάτι που στην πράξη επιτυγχάνεται μέσω της οικογένειας. Τόσο σημαντική θεωρείται αυτή η δραστηριότητα, ώστε σε μερικές παραδοσιακές κοινωνίες όπως στους Μπαγκάντα της Ουγκάντα, ο γάμος χωρίς παιδιά πρέπει να διαλυθεί.
3. Κοινωνικοποίηση
Εκτός από τη βιολογική της αναπαραγωγή κάθε κοινωνία πρέπει να φροντίσει για τη μετάδοση από γενιά σε γενιά των αξιών που θεωρεί σημαντικές. Η οικογένεια θεωρείται ο σημαντικότερος φορέας κοινωνικοποίησης.
4. Παροχή φυλετικής ομάδας και κοινωνικής τάξης
Η οικογένεια παρέχει προκαταβολικά τη φυλετική ομάδα και την κοινωνική τάξη, μέσα στις οποίες θα κοινωνικοποιηθεί το παιδί.
5. Οικονομική συνεργασία
Η οικογένεια ικανοποιεί τις φυσικές ανάγκες του παιδιού, π.χ. παροχή τροφής και στέγης. Η ικανοποίηση αυτών των αναγκών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για αποτελεσματική κοινωνικοποίηση. Επίσης, τα μέλη της οικογένειας συνεργάζονται οικονομικά. Η οικογένεια, επίσης, μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την οικονομική μοίρα του κάθε μέλους της.
6. Συναισθηματική στήριξη
Η οικογένεια αποτελεί το κέντρο της συναισθηματικής ζωής των μελών της. Η οικογένεια παρέχει συναισθηματική στήριξη για κάθε μέλος της, όποτε αυτό απαιτείται.
Κριτική
Η αλήθεια είναι ότι η λειτουργιστική ανάλυση επισημαίνει τις κυριότερες λειτουργίες της οικογένειας. Απ’ αυτή την άποψη, η κοινωνία όπως την ξέρουμε δεν θα υπήρχε αν δεν υπήρχαν οικογένειες.
Αλλά η προσέγγιση αυτή παραβλέπει την τεράστια ποικιλία που υπάρχει όσον αφορά οικογενειακή ζωή. Επιπλέον, δεν αναλύει σε βάθος πως άλλοι κοινωνικοί θεσμοί, π.χ. κυβέρνηση, υποκαθιστούν την οικογένεια σε μερικές, τουλάχιστον, βασικές λειτουργίες της. Τέλος, η προσέγγιση αυτή υποβαθμίζει τα προβλήματα της οικογενειακής ζωής, π.χ. βία στην οικογένεια.
Οι θέσεις των Μαρξιστών
Το κοινό σημείο των Μαρξιστών με τους λειτουργιστές είναι ότι κι’ αυτοί αναζητούν τις λειτουργίες που επιτελούνται από την οικογένεια όσον αφορά τη διατήρηση των καπιταλιστικών κοινωνιών. Η μεγάλη διαφορά όμως είναι ότι οι Μαρξιστές βλέπουν τη διαδικασία αυτή ως επιβλαβή και καταστρεπτική για τον άνθρωπο.
Οι Μαρξιστές ισχυρίζονται ότι η οικογένεια συμβάλλει στη διατήρηση και συνέχιση του καπιταλισμού με τους εξής δύο τρόπους:
1. Ιδεολογική αναπαραγωγή. Συγκεκριμένες καπιταλιστικές αξίες όπως πειθαρχία, σκληρή δουλειά, σεβασμός στην εξουσία, μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά κυρίως μέσω της μητέρας.
2. Βιολογική αναπαραγωγή. Η οικογένεια όχι μόνο παράγει αλλά και ανατρέφει την επόμενη γενιά εργατών. Αυτό συμφέρει οικονομικά τους καπιταλιστές μια και δεν είναι υποχρεωμένοι να επωμιστούν το κόστος της αναπαραγωγής του εργατικού δυναμικού. Ένας μισθός αρκεί για την επιβίωση ολόκληρης της οικογένειας (ο οικογενειακός μισθός).
Κριτική
Η Μαρξιστική προσέγγιση έχει δεχθεί κριτική σε αρκετά σημεία:
- παραλείπει κάθε συζήτηση για το θέμα της καταπίεσης των γυναικών
- δεν δέχεται ότι η οικογένεια μπορεί να επιτελέσει λειτουργίες με θετικά ή ευεργετικά αποτελέσματα για τα μέλη της

- η Μαρξιστική προσέγγιση ξεκινά με την υπόθεση ότι αν ο θεσμός της οικογένειας υπάρχει στην καπιταλιστική κοινωνία, τότε βρίσκεται εκεί για τη συνέχιση του καπιταλισμού και μόνο. Ως αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης, οι Μαρξιστές, στη συνέχεια, αναζητούν τις ακριβείς λειτουργίες της οικογένειας στην καπιταλιστική κοινωνία. Το τελικό αποτέλεσμα της «ανάλυσης», όμως, επηρεάζεται από την αρχική υπόθεση που από τη φύση της είναι αμφισβητήσιμη. 



ΔΙΑΖΥΓΙΟ


Το διαζύγιο εκτός από μορφή λύσης του γάμου αποτελεί και μορφή διάλυσης της οικογένειας γιατί προϋποθέτει όχι μόνο τη ρήξη των σχέσεων μεταξύ των δύο συζύγων αλλά και τη διάσπαση και χαλάρωση δεσμών και σχέσεων που συνδέουν και άλλα πρόσωπα, κυρίως τέκνα. Εκτός από το διαζύγιο, άλλες μορφές διάλυσης οικογενειών αποτελούν ο χωρισμός και οι περιπτώσεις της συμβατικής συνοίκησης των συζύγων.

Στην περίπτωση του χωρισμού οι δύο σύζυγοι ζουν χωριστά ο ένας από τον άλλο, χωρίς όμως να έχουν λύσει και τυπικά τον μεταξύ τους γάμο. Στη συμβατική συνοίκηση οι σύζυγοι συνεχίζουν να είναι μόνο τυπικά παντρεμένοι. Ο γάμος τους στερείται περιεχομένου μια και δεν υπάρχουν πλέον δεσμοί, συναισθηματικοί ή άλλοι, που να τους ενώνουν. Το φαινόμενο της διάλυσης της οικογένειας αναλύεται κυρίως με αναφορά στις περιπτώσεις διαζυγίου. Κι’ αυτό γιατί ο χωρισμός και η συμβατική συνοίκηση συνιστούν περιπτώσεις που δύσκολα μπορούν να εντοπιστούν.
Ο ολικός δείκτης διαζυγίων στην Ελλάδα από το 1961 μέχρι και το 2006 είχε αυξητικές τάσεις. Το 1961 ο ολικός δείκτης διαζυγίων ανά 100 γάμους ήταν 4, το 1971 5, το 1981 ανήλθε στο 9, το 1987 και το 1992 ήταν περίπου 13, το 1997 ξεπέρασε το 15 ενώ το 2006 ο δείκτης έφτασε στο 23.
Μερικά «αίτια» της αύξησης του ποσοστού διαζυγίων
Τα αίτια για την αύξηση των διαζυγίων ή μάλλον οι κοινωνικές εκείνες αλλαγές που συνοδεύουν την εκβιομηχάνιση μιας χώρας και οι οποίες πιθανόν να συνδέονται με την αύξηση των διαζυγίων μπορεί να είναι:
1. Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας

2. Η ύπαρξη ελαστικότερης νομοθεσίας
3. Η αύξηση της ανεξαρτησίας της γυναίκας
4. Η αστικοποίηση
5. Ο έλεγχος των γεννήσεων
6. Η αύξηση της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας
7. Η αύξηση της ανομοιογένειας του πληθυσμού
8. Η αύξηση των απαιτήσεων από τον/την σύζυγο
9. Η αύξηση του ατομισμού
10. Η εξασθένιση του ρομαντισμού
11. Η μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή του διαζυγίου
1. Η εκκοσμίκευση της κοινωνίας
Η αξία της θρησκείας έχει μειωθεί. Οι άνθρωποι σήμερα αναζητούν «ορθολογιστικές» ή «επιστημονικές» απαντήσεις στα προβλήματά τους παρά τις εξηγήσεις που παρέχει η θρησκεία.
2. Η ύπαρξη ελαστικότερης νομοθεσίας
Η νομοθεσία σήμερα είναι περισσότερο ελαστική όσον αφορά απόκτηση διαζυγίου. Παλαιότερα έπρεπε ν’ αποδείξεις μοιχεία ή χρήση βίας. Στο παρελθόν πολλά άτομα, αν και δυστυχισμένα με το γάμο τους, εντούτοις, για νομικούς λόγους, δεν μπορούσαν να χωρίσουν.
3. Η αύξηση της ανεξαρτησίας της γυναίκας
Σήμερα που η γυναίκα απολαμβάνει μεγαλύτερη οικονομική ανεξαρτησία απ’ ότι στο παρελθόν είναι ευκολότερο γι’ αυτήν ν’ αποχωρίσει από τα δεσμά του γάμου αν δεν είναι ευτυχισμένη.
4. Η αστικοποίηση
Στις πόλεις υπάρχει λιγότερος κοινωνικός έλεγχος γιατί τα άτομα ζουν ανάμεσα σε «ξένους».
5. Ο έλεγχος των γεννήσεων
Όσο πιο μικρό είναι το μέγεθος της οικογένειας τόσο πιο πολύ αυξάνεται η πιθανότητα διαζυγίου.
6. Η αύξηση της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας
Αύξηση γεωγραφικής κινητικότητας σημαίνει, για παράδειγμα, ότι οι άνθρωποι είναι πιθανόν να φύγουν από την περιοχή που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν. Αύξηση κοινωνικής κινητικότητας σημαίνει, για παράδειγμα, ότι ο γιός μιας οικογένειας που ανήκει στην εργατική τάξη είναι περισσότερο πιθανό σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν να εξασκήσει επάγγελμα μεσαίας τάξης, και να συναντήσει περισσότερα άτομα που ανήκουν στη μεσαία τάξη από τα οποία είναι πιθανό να επιλέξει τη σύζυγό του. Δύο είναι τα πιθανά αποτελέσματα αυτής της αυξημένης γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας: 1) Ένα άγαμο άτομο είναι σήμερα περισσότερο πιθανό να συναντήσει και να παντρευτεί κάποιο άτομο που γεννήθηκε και μεγάλωσε σε διαφορετική περιοχή ή που προέρχεται από διαφορετική κοινωνική τάξη, πράγματα, όμως, που μπορεί να οδηγήσουν σε σύγκρουση. 2) Η αυξημένη γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητα μειώνει την επιρροή του τοπικού και ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου. Αν κάποιος ζει ανάμεσα σε «ξένους» ανησυχεί λιγότερο για το τι θα σκεφτούν τα άτομα αυτά, π.χ. αν διαφωνούν με το διαζύγιο.
7. Η αύξηση της ανομοιογένειας του πληθυσμού
Η σημερινή κοινωνία είναι περισσότερο ανομοιογενής απ’ ότι στο παρελθόν, περιλαμβάνει δηλαδή και πολλά άτομα από άλλες χώρες που έχουν διαφορετική νοοτροπία από την κυρίαρχη ομάδα. Αυτό είναι δυνατό να οδηγήσει σε μικτούς γάμους που όμως είναι περισσότερο πιθανό να διαλυθούν λόγω ακριβώς της ύπαρξης αυτής της διαφορετικής νοοτροπίας.
8. Η αύξηση των απαιτήσεων από τον/την σύζυγο
Επειδή η σημερινή βιομηχανική κοινωνία είναι απρόσωπη η ζωή σ’ αυτή την κοινωνία μπορεί να εμπεριέχει περισσότερο άγχος. Έτσι, οι άνθρωποι μπορεί ν’ απαιτήσουν περισσότερα από το γάμο τους.
9. Η αύξηση του ατομισμού
Σήμερα, οι σύζυγοι ξοδεύουν λιγότερο χρόνο μεταξύ τους απ’ ότι στο παρελθόν. Οι άνθρωποι έχουν γίνει περισσότερο ατομιστές, ενδιαφέρονται δηλαδή περισσότερο για την προσωπική τους ευτυχία και επιτυχία παρά για το καλό της οικογένειάς τους και των παιδιών τους.
10. Η εξασθένιση του ρομαντισμού
Η κοινωνία μπορεί μεν να ενθαρρύνει τη ρομαντική αγάπη ως βάση του γάμου αλλά μ’ αυτό τον τρόπο κάνει τη γαμήλια ένωση ευάλωτη στη διάλυση όταν άλλα καθημερινά και πρακτικά προβλήματα παρουσιάζονται και δεν μπορούν να λυθούν.
11. Η μεγαλύτερη κοινωνική αποδοχή του διαζυγίου
Το διαζύγιο δεν είναι πια η στιγματική, αρνητική εμπειρία που ήταν κάποτε. Τα ζευγάρια που σκέπτονται να πάρουν διαζύγιο δεν πιέζονται πια από οικογένεια και φίλους, στο βαθμό που πιέζονταν στο παρελθόν, στο να μην πράξουν κάτι τέτοιο.
Ποιοι χωρίζουν;
Στις ομάδες υψηλού κινδύνου για διαζύγιο ανήκουν τα νεαρά ζευγάρια, ειδικά αυτά που παντρεύονται μετά από σύντομη σχέση, που στηρίζονται σε ασθενείς οικονομικές βάσεις, και που δεν έχουν ακόμα ωριμάσει συναισθηματικά. Περισσότερο πιθανό να χωρίσουν είναι επίσης άτομα χαμηλής κοινωνικής θέσης κυρίως, λόγω οικονομικών προβλημάτων. Σε όλες τις κοινωνικές βαθμίδες, ο κίνδυνος για διαζύγιο αυξάνεται αν το ζευγάρι παντρευτεί λόγω ανεπιθύμητης
εγκυμοσύνης, ή όταν ο ένας ή και οι δύο σύζυγοι είναι εθισμένοι στο αλκοόλ ή άλλες ναρκωτικές ουσίες.
Το διαζύγιο είναι, επίσης, περισσότερο συχνό σε ζευγάρια στα οποία οι γυναίκες έχουν επιτυχημένες καριέρες κυρίως γιατί οι οικονομικά ανεξάρτητες γυναίκες είναι λιγότερο διατεθειμένες να παραμείνουν σ’ ένα δυστυχισμένο γάμο. Τέλος, άνδρες και γυναίκες που χωρίζουν μία φορά είναι περισσότερο πιθανό να χωρίσουν ξανά, πιθανώς γιατί τα προβλήματα που είχαν στον προηγούμενο ή προηγούμενους γάμους μεταφέρονται και στον επόμενο γάμο.
Το διαζύγιο ως διαδικασία
Τα άτομα που χωρίζουν πρέπει να περάσουν από έξι διαφορετικά στάδια:
1. Δημιουργία συναισθηματικής απόστασης
2. Νομικό διαζύγιο
3. Ψυχική αναδιοργάνωση
4. Αναδιοργάνωση κοινωνικών σχέσεων
5. Οικονομική αναδιοργάνωση
6. Γονεακή αναδιοργάνωση

1. Δημιουργία συναισθηματικής απόστασης
Το να απομακρυνθεί κανείς συναισθηματικά από τον/την σύζυγό του είναι κάτι που συνήθως αρχίζει πριν από τον επίσημο χωρισμό. Τα συναισθήματα που επικρατούν στη φάση αυτή είναι απογοήτευση, αδιαφορία ή και εχθρότητα.
2. Νομικό διαζύγιο
Εφόσον η γαμήλια ένωση αποτελεί νομικό συμβόλαιο, το διαζύγιο εμπεριέχει μετάβαση από μία νομική κατάσταση σε μία άλλη. Συνήθως, η σημαντικότερη πλευρά της νομικής διάστασης του διαζυγίου είναι οι οικονομικές ρυθμίσεις.
3. Ψυχική αναδιοργάνωση
Πολλά διαζευγμένα άτομα αισθάνονται όχι μόνο μοναξιά αλλά και προσωπική αποτυχία.
4. Αναδιοργάνωση κοινωνικών σχέσεων
Το τέλος του γάμου απαιτεί και από τους δύο συζύγους την αναδιοργάνωση των κοινωνικών τους σχέσεων, π.χ. με φίλους, καθώς και την αναδιοργάνωση των σχέσεων τους με γονείς και συγγενείς που είχαν συνηθίσει να τους βλέπουν ως ζευγάρι.
5. Οικονομική αναδιοργάνωση
Πιθανή πώληση προσωπικής περιουσίας και διαχωρισμός οικονομικών πόρων. Συνήθως οι γυναίκες αντιμετωπίζουν σοβαρότερα οικονομικά προβλήματα μετά το διαζύγιο.
6. Γονεακή αναδιοργάνωση
Πολλά ζευγάρια που χωρίζουν αντιμετωπίζουν προβλήματα που συνδέονται με την κηδεμονία των παιδιών. Συνήθως οι γυναίκες είναι αυτές που επωμίζονται αυτό το βάρος.
ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΕΣ ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ
Γιατί ο φεμινισμός και το ζήτημα των δικαιωμάτων της γυναίκας αποτελούν αντικείμενο κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος;
Διότι:
1) Είμαστε όλοι αυτό που έχουμε μάθει να είμαστε.
2) Η γυναίκα είναι αυτό που έχει μάθει να είναι – μαθαίνει το ρόλο της από τη νηπιακή ηλικία και η καθημερινότητα ενισχύει συνεχώς την ορθότητα αυτού του ρόλου.
3) Ο ρόλος της γυναίκας κατασκευάζεται κοινωνικά και υποστηρίζεται από συγκεκριμένες ιδεολογίες.
4) Αυτές οι ιδεολογίες είναι είδος ισχύος, της ισχύος των ανδρών έναντι των γυναικών.
Κοινή λογική
Οι γυναίκες έχουν πετύχει να έχουν τα ίδια νομικά δικαιώματα με τους άνδρες, π.χ. στη διεκδίκηση διαζυγίου.
Πιθανή πραγματικότητα
Νομική ισότητα δεν σημαίνει ότι άνδρες και γυναίκες είναι ίσοι. Αν και οι γυναίκες μπορούν ισότιμα να διεκδικήσουν διαζύγιο στην ουσία αυτές θα είναι τα άτομα που θα φροντίσουν την οικογένεια μετά το διαζύγιο.
Κοινή λογική
Οι γυναίκες έχουν πετύχει ίσα πολιτικά δικαιώματα με τους άνδρες. Οι γυναίκες απέκτησαν για πρώτη φορά δικαίωμα ψήφου στη Γαλλία το 1918. Δικαίωμα ψήφου στις Ελληνίδες δόθηκε για πρώτη φορά το 1952.
Πιθανή πραγματικότητα
Όμως, ούτε και η πλειοψηφία των ανδρών είχε ψήφο κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Ο αριθμός των γυναικών στα Κοινοβούλια είναι ακόμη πολύ μικρός.
Κοινή λογική
Οι γυναίκες σημείωσαν επιτυχίες και στο χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ο αριθμός των γυναικών που εργάζεται έχει αυξηθεί.
Πιθανή πραγματικότητα
Όμως, έχουν οι γυναίκες την ίδια επαγγελματική εξέλιξη με τους άνδρες; Γίνεται διαχωρισμός μεταξύ ανδρικών και γυναικείων επαγγελμάτων. Πόσες γυναίκες είναι άνεργες; Τι εκπροσώπηση υπάρχει κατά τομέα παραγωγής και κατά θέση στο επάγγελμα;
Κοινή λογική
Παλαιότερα η ζωή της νοικοκυράς ήταν πολύ δύσκολη. Σήμερα με την εξέλιξη της τεχνολογίας έχει γίνει πιο εύκολη.
Πιθανή πραγματικότητα
Οι γυναίκες ακόμα ασχολούνται με τις δουλειές του σπιτιού. Η γυναίκα σήμερα περιποιείται το σύζυγο δωρεάν.
Γενικά, αν και οι γυναίκες έχουν ίσα δικαιώματα αυτό δεν σημαίνει και ισότητα στην πράξη.
Γιατί συνεχίζονται οι σεξουαλικές ανισότητες;
Οικογένεια
Οι γονείς περιμένουν διαφορετικά πράγματα από τ' αγόρια και διαφορετικά από τα κορίτσια. Υπάρχει διαφορά στη μεταχείριση όσον αφορά
-τη γλώσσα που χρησιμοποιούν όταν συνομιλούν μαζί τους
-τα ρούχα που τους φορούν
-τα παιχνίδια
Οι γονείς είναι πιο αυστηροί στις κόρες - καθορίζουν που πηγαίνουν και τι ώρα γυρίζουν σπίτι. Οι σύζυγοι, επίσης, περιμένουν συγκεκριμένα πράγματα από τις γυναίκες τους. Αν αυτές δεν συμπεριφέρονται όπως αναμένεται τότε οι σύζυγοι μπορεί να χρησιμοποιήσουν και βία και αυτό ως ένα βαθμό είναι αποδεκτό από την κοινωνία.
Έστω κι' αν ακόμα οι γονείς ενσυνείδητα προσπαθούν να πολεμήσουν τις προκαταλήψεις που υπάρχουν, αντιμετωπίζουν δυσκολίες είτε από συγγενείς είτε από την ευρύτερη κοινωνία.
Σχολείο
Σε μικτά σχολεία τα κορίτσια είναι λιγότερο πιθανό να επιτύχουν σε "ανδρικά" μαθήματα. Παράγοντες όπως η παρουσία αγοριών, η ύπαρξη ανδρών διευθυντών, η προηγούμενη κοινωνικοποίηση, τα σχολικά βιβλία που προβάλλουν τον άνδρα ως κυρίαρχο, ανεξάρτητο, ανταγωνιστικό ή επιθετικό αλλά και τα διάφορα μηνύματα ανισότητας που μεταφέρονται ασυνείδητα από το δάσκαλο/δασκάλα, είναι παράγοντες που συμβάλλουν στο να κάνουν τα κορίτσια να πιστεύουν ότι δεν έχουν ικανότητες και όχι ότι αποτυγχάνουν λόγω έλλειψης προσπάθειας. Από την άλλη μεριά, αν τα κορίτσια πετύχουν στον κόσμο των ανδρών θεωρούνται μη φυσιολογικά και μη ελκυστικά.
Συνομήλικοι
Τα αγόρια ασχολούνται με ομαδικά σπορ που είναι ανταγωνιστικά, επιθετικά, και που ξεχωρίζουν νικητές από χαμένους. Τα κορίτσια ασχολούνται με δραστηριότητες στις οποίες η νίκη δεν είναι ο απώτερος στόχος όπως κουβέντα, τραγούδι, σχοινάκι, χορό.
Μέσα μαζικής ενημέρωσης
Στην τηλεόραση οι άνδρες προβάλλονται ως πανέξυπνοι ντετέκτιβς, άφοβοι εξερευνητές και επιδέξιοι χειρουργοί, ενώ οι γυναίκες ως λιγότερα ικανά ή/και παθητικά άτομα.
Ευρύτερη κοινωνία
Οι γυναίκες φοβούνται να περπατούν μόνες στο δρόμο ή στα κέντρα διασκέδασης. Κατά συνέπεια, ζητούν τη συνοδεία των ανδρών πράγμα που δημιουργεί καταστάσεις εξάρτησης.
Ανάλυση της έννοιας της πατριαρχίας
Υπάρχουν τρία είδη πατριαρχίας: 1) η οικονομική πατριαρχία, 2) η πολιτιστική
πατριαρχία και 3) η ιδεολογική πατριαρχία.
1) Οικονομική πατριαρχία
α) Ο άνδρας έχει δικαίωμα να υπηρετείται στο σπίτι.
β) Η γυναίκα οδηγείται σε υποχρεωτική μητρότητα (αν και σήμερα η γυναίκα έχει περισσότερες επιλογές)
2) Πολιτιστική πατριαρχία
Υποτίμηση της εργασίας της γυναίκας και των επιτευγμάτων της.
3) Ιδεολογική πατριαρχία
Έμφαση στο βιολογικό παράγοντα.
Η κατ' οίκον εργασία της γυναίκας
1) Δεν θεωρείται εργασία
2) Δεν πληρώνεται
3) Έχει χαμηλό κοινωνικό κύρος
4) Πολλές ώρες εργασίας
5) Μονοτονία
6) Αντί η τεχνολογία να λύσει το πρόβλημα, στην ουσία αύξησε τις προσδοκίες των ανδρών από τις γυναίκες.
Φεμινισμός
Φεμινισμός είναι η προώθηση της κοινωνικής ισότητας των φύλων με στόχο την καταπολέμηση της πατριαρχίας και του σεξισμού.
Βασικές φεμινιστικές έννοιες

Ο φεμινισμός πιστεύει ότι: η αντίληψη που έχουμε για τους εαυτούς μας, το πως ενεργούμε και η κοινωνική θέση του φύλου που ανήκουμε είναι πράγματα που έχουν τις ρίζες τους στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας. 


Αν και διαφωνούν σε πολλά πράγματα, εντούτοις, οι περισσότεροι οπαδοί του φεμινισμού υποστηρίζουν πέντε βασικές αρχές:

1) Τη σπουδαιότητα της αλλαγής. Ο φεμινισμός είναι πολιτική. Συνδέει τις ιδέες με την πράξη. Ο φεμινισμός κατακρίνει το υπάρχον καθεστώς προωθώντας την κοινωνική ισότητα για άνδρες και γυναίκες.

2) Επέκταση ανθρώπινων επιλογών. Υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ του γυναικείου κόσμου του συναισθήματος και της συνεργασίας με τον ανδρικό κόσμο του ορθολογισμού και του ανταγωνισμού.
3) Καταπολέμηση της διαστρωμάτωσης των φύλων. Καταπολέμηση οποιασδήποτε νοοτροπίας και νομοθεσίας που περιορίζει τη μόρφωση και το εισόδημα των γυναικών.
4) Καταπολέμηση της σεξουαλικής βίας. Οι υπάρχουσες ανισότητες ενθαρρύνουν τη βία εναντίον των γυναικών που εκδηλώνεται μέσω του βιασμού, της χειροδικίας στο σπίτι, της σεξουαλικής κακοποίησης και της πορνογραφίας.
5) Προώθηση σεξουαλικής αυτονομίας. Οι γυναίκες πρέπει να είναι ελεύθερες να επιλέξουν μεταξύ εγκυμοσύνης ή όχι.
Είδη / σχολές φεμινισμού
1) Φιλελεύθερος φεμινισμός
Στηρίζεται στην κλασσική φιλελεύθερη σκέψη ότι όλοι οι άνθρωποι θα πρέπει να είναι ελεύθεροι ν' αναπτύξουν το ταλέντο τους και τα ενδιαφέροντά τους. Ο φιλελεύθερος φεμινισμός δέχεται κατά βάση την κοινωνία ως έχει αλλά επιδιώκει την επέκταση των δικαιωμάτων των γυναικών. Για παράδειγμα, υποστηρίζει:
α) μεγαλύτερη άδεια εγκυμοσύνης
β) ειδικές ρυθμίσεις ούτως ώστε οι γυναίκες να μη μένουν πίσω επαγγελματικά όταν έχουν παιδιά
Οι οπαδοί του φιλελεύθερου φεμινισμού πιστεύουν ότι αν η κοινωνία απέρριπτε τους υπάρχοντες νομικούς και κοινωνικούς φραγμούς όσον αφορά την ισότητα των φύλων, τότε, θα ήταν δυνατόν, και για τους άνδρες αλλά και τις γυναίκες να βελτιώσουν τη ζωή τους στην κοινωνία.
2) Σοσιαλιστικός φεμινισμός
Στηρίζεται στη Μαρξιστική σκέψη. Ο Ένγκελς υποστήριξε ότι η πατριαρχία έχει τις ρίζες της στην ατομική ιδιοκτησία. Έτσι ο καπιταλισμός εντείνει την πατριαρχία επικεντρώνοντας πλούτο και δύναμη στα χέρια μικρού αριθμού ανδρών. Η καπιταλιστική οικογένεια πρέπει να επαναδομηθεί ούτως ώστε να δημιουργηθεί κάποιος συλλογικός τρόπος για τη διεκπεραίωση της εργασίας στο σπίτι αλλά και της ανατροφής του σπιτιού. Το κλειδί είναι μία σοσιαλιστική οικονομία που ανταποκρίνεται στις ανάγκες όλων. Άνδρες και γυναίκες πρέπει να επιδιώξουν την ελευθερία τους μαζί και όχι ατομικά.
3) Ριζοσπαστικός φεμινισμός
Ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είναι εναντίον της φυσικής εγκυμοσύνης και της παραδοσιακής οικογένειας. Με τη σύγχρονη τεχνολογία μπορούν να απελευθερωθούν από την τυραννία της οικογένειας άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με άλλα λόγια, η επανάσταση που οραματίζεται ο ριζοσπαστικός φεμινισμός είναι πολύ πιο μεγάλη απ' αυτή του Μαρξ.
Επίλογος
Είναι αλήθεια ότι σημαντικά βήματα έχουν γίνει. Πολλές είναι οι γυναίκες που δουλεύουν σήμερα και, από πολλές απόψεις, η οικονομία πραγματικά χρειάζεται τις γυναίκες. Πολλοί παράγοντες έχουν συμβάλλει στη βελτίωση της θέσης της γυναίκας:
α) Βιομηχανοποίηση/τεχνολογία. Οι δουλειές που απαιτούσαν μυϊκή δύναμη και έδιναν ισχύ στους άνδρες δεν υπάρχουν πια. Τώρα χρειάζεται μυαλό και φαντασία.
β) Ιατρική τεχνολογία. Οι σύγχρονες μέθοδοι αντισύλληψης απελευθερώνουν τη γυναίκα.
Η σεξουαλική παρενόχληση είναι κάτι που τώρα παίρνεται πιο σοβαρά στον εργασιακό χώρο. Και όσο πιο πολλές γυναίκες κατακτούν θέσεις ισχύος τον 21ο αιώνα τόσο πιο μεγάλες αλλαγές ίσως έρθουν.
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν δυνάμεις που προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στο φεμινισμό. Ο ρόλος του άνδρα και της γυναίκας όπως τον ξέρουμε παραδοσιακά είναι ακόμα σημαντικός και σε ατομικό, και σε οικογενειακό, και σε κοινωνικό επίπεδο.
ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Υπάρχουν τρεις απόψεις για τη θρησκεία:
1. Marx: η θρησκεία υπάρχει για να ελέγχει την εργατική τάξη
2. Weber: η θρησκεία προωθεί την κοινωνική αλλαγή
3. Durkheim: η θρησκεία προωθεί την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα

1. Marx

Η θρησκεία ως παράγοντας ελέγχου
Η θρησκεία υπάρχει για να ελέγχει το προλεταριάτο. Οι καπιταλιστές για να μπορούν να εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη αλλά και για να αποτρέψουν την επανάσταση πρέπει να επιβάλλουν δύο είδη ελέγχου:
1) Βία ή απειλή βίας – Αστυνομία, στρατός. Η λύση αυτή δεν είναι ικανοποιητική γιατί δεν έχει νομιμότητα και γιατί μακροπρόθεσμα δεν εγγυάται τη διατήρηση της τάξεως. Η βία, συνήθως, εξασκείται ευκολότερα σε περιθωριοποιημένα άτομα, π.χ. τσιγγάνους.
2) Αξίες – έλεγχος των αξιών σημαίνει ότι αυτό που συμφέρει τους καπιταλιστές συμφέρει ολόκληρη την κοινωνία. Μηχανισμοί ελέγχου: οικογένεια, εκπαίδευση, θρησκεία, ΜΜΕ.

Γιατί η θρησκεία είναι χρήσιμη στον καπιταλισμό;
Η θρησκεία είναι χρήσιμη στον καπιταλισμό διότι:
1. Είναι παρηγοριά για τους ανθρώπους όσο δύσκολη κι’ αν είναι η ζωή τους. Η θρησκεία είναι το όπιο του λαού.
2. Περιεχόμενο θρησκείας: υποστήριξη του υπάρχοντος καθεστώτος προτείνοντας ότι ο κόσμος ως έχει δημιουργήθηκε από το θεό. Δηλαδή, οι ισχυροί υπάρχουν γιατί το θέλει ο θεός.


3. Οι θρησκείες συχνά δίνουν έμφαση στη φτώχεια και τη στέρηση, π.χ. Ιησούς Χριστός. Κατά συνέπεια, απαιτήσεις για περισσότερα υλικά αγαθά είναι λαιμαργία και όχι επιθυμία για κοινωνική δικαιοσύνη.
4. Η δικαιοσύνη και οι ανταμοιβές θα αποδοθούν στη μετά θάνατο ζωή και, κατά συνέπεια, το υπάρχον καθεστώς δεν πρέπει να διαταραχθεί.

Κριτική
Οι Μαρξιστές δεν εξηγούν το γεγονός ότι η θρησκεία υπερασπίζεται τους φτωχούς και τους καταπιεσμένους.
Thompson: η ανάπτυξη του Μεθοδισμού στην Αγγλία οργάνωσε και προώθησε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Πράγματι, το σημερινό Εργατικό κόμμα χρωστάει περισσότερα στο Μεθοδισμό παρά στο Μαρξισμό.
2. Weber

Θρησκεία και κοινωνική αλλαγή
Μαρξιστές: - η θρησκεία είναι δύναμη σταθερότητας και όχι δύναμη αλλαγής
- η θρησκεία είναι ένα είδος ψευδούς συνείδησης και δεν μπορεί να
οδηγήσει σε δίκαιες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές
Η θρησκεία προωθεί την κοινωνική αλλαγή
Ο Weber διαφώνησε με τη θέση του Marx ότι οι οικονομικοί παράγοντες είναι πιο σημαντικοί. Αντίθετα, οι ιδέες επηρεάζουν την οικονομία και όχι αντιστρόφως. Αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι οι άνθρωποι είναι αυτοί που ελέγχουν το μέλλον τους και όχι οι απρόσωπες δυνάμεις της οικονομίας. Κατά τον Weber ο καπιταλισμός προέρχεται από τις ιδέες του Καλβίνου.
Τα βασικά σημεία του Πουριτανισμού
Καλβίνος - Τα πάντα στη ζωή μας έχουν προαποφασιστεί και δεν μπορούν ν’ αλλάξουν. Το μέλλον μας έχει προαποφασισθεί από την ημέρα που γεννηθήκαμε.
Έχει ακόμα προαποφασισθεί για το αν θα πάμε στην κόλαση ή στον παράδεισο. Αυτούς που προορίζονται για τον παράδεισο ο Καλβίνος τους ονόμασε εκλεκτούς.
Όμως κανένας δεν ξέρει αν ανήκει στους εκλεκτούς. Γι’ αυτό ο καθένας πρέπει να ψάχνει για σημάδια. Τέτοια σημάδια είναι η υλική επιτυχία. Κατά συνέπεια, για να επιτύχουν υλικά, οι άνθρωποι πρέπει να εργάζονται σκληρά.
Η βιομηχανική επανάσταση ως συνέπεια του Καλβινισμού
Οι Πουριτανοί επένδυσαν τα χρήματά τους σε εφευρέτες και βιομηχανίες. Η βιομηχανία αναπτύχθηκε λόγω αυτής της τονωτικής ένεσης και έτσι η βιομηχανική επανάσταση ξεκίνησε.
Άλλες θρησκείες όπως ο Καθολικισμός στην Ευρώπη και ο Βουδισμός στην Ασία δεν δημιούργησαν τις κατάλληλες συνθήκες για επιχειρηματικό καπιταλισμό, και έτσι η εκβιομηχάνιση δεν προχώρησε. Στις Καθολικές χώρες Ισπανία και Ιταλία ο πλούτος ήταν στα χέρια των ευγενών κυρίως υπό την μορφήν γης. Οι ευγενείς στις χώρες αυτές ξόδευαν τα χρήματά τους για καλοπέραση και όχι για επενδύσεις.
Ο Βουδισμός κηρύττει ότι το άτομο δεν πρέπει να παίρνει πρωτοβουλίες για αλλαγές αλλά να δέχεται τον κόσμο όπως είναι και να επιδιώκει αρμονία μαζί του. Κι’ αυτή η θρησκεία δεν δημιουργεί προϋποθέσεις για πρόοδο μέσω ατομικής επιχειρηματικότητας.
Κριτική
Samuelson: Γιατί ο Καλβινισμός οδήγησε σε ανάπτυξη μόνο τη Βρετανία και όχι την Ελβετία απ’ όπου πραγματικά ξεκίνησε;
Επίσης, ο Weber αγνοεί τα τεράστια ποσά που ήρθαν στη Βρετανία από την αποικιοκρατία, την πειρατεία και το διεθνές εμπόριο. Κατά συνέπεια, η θρησκεία δεν είναι ο μόνος παράγοντας που στήριξε ή απέτρεψε την ανάπτυξη της εκβιομηχάνισης αλλά και άλλοι παράγοντες, π.χ. πόλεμος, αποικιοκρατία, κλπ.

3. Durkheim

Η θρησκεία προωθεί την κοινωνική συνοχή και σταθερότητα
1. Κάθε φορά που γίνεται μια τελετή, η ομάδα πιστοποιεί την πεποίθησή της σε κεντρικές αξίες.
2. Συνοχή – Το να συμμετέχουν όλοι στην ίδια δραστηριότητα είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους και ελαχιστοποιεί/εξαφανίζει τις διαφορές μεταξύ τους.
3. Στην πραγματικότητα κάθε τελετή είναι η εξάσκηση ισχύος της συλλογικότητας (της κοινωνίας) πάνω στο άτομο.
4. Οι τελετές σφραγίζουν το πέρασμα από μια κοινωνική θέση σε κάποια άλλη, π.χ. γάμος.
5. Η θρησκεία καθοδηγεί τους ανθρώπους στο πώς να βλέπουν και να αντιλαμβάνονται τον κόσμο.

Θρησκεία και κοινωνική αλλαγή
Ο Durkheim αναλύει τις λειτουργίες συνοχής της θρησκείας και βλέπει τη θρησκεία ως συντηρητική δύναμη και όχι ως δυναμικό παράγοντα. Η θρησκεία απλώς αντανακλά κοινωνικές αξίες. Κατά συνέπεια, η κοινωνία θ’ αλλάξει τη θρησκεία και όχι το αντίθετο. Ο Durkheim προέβλεψε τη μείωση της αξίας της θρησκείας αλλά ως αποτέλεσμα ευρύτερων κοινωνικών αλλαγών. Όμως, για τον Durkheim η θρησκεία είναι ευεργετική δύναμη ενώ για τον Marx είναι εργαλείο καταπίεσης.
Κριτική
Ο Durkheim κατηγορήθηκε για το ότι τόνισε το συντηρητισμό των θρησκειών αγνοώντας τη συμβολή τους σε κοινωνικές αλλαγές, π.χ. Ισλαμική επανάσταση στην Περσία.
Οι λειτουργίες της θρησκείας
Parsons
Συνεχίζοντας το έργο του Durkheim, ο Parsons εξετάζει τις θετικές πλευρές της θρησκείας για την κοινωνία. Προτείνει τις ακόλουθες λειτουργίες:
1. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις αποτελούν οδηγό για τις πράξεις του ανθρώπου.
2. Δημιουργώντας/ενισχύοντας αξίες η θρησκεία συμβάλλει στη διατήρηση της αρμονίας.
3. Η ζωή είναι γεμάτη αβεβαιότητα και ανησυχία. Η θρησκεία παρέχει εξηγήσεις για οτιδήποτε απρόβλεπτο μπορεί να συμβεί.
4. Η θρησκεία δίνει νόημα στη ζωή – γιατί είμαι εδώ;

ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ
Ο όρος εκκοσμίκευση αναφέρεται στη μείωση της σπουδαιότητας της θρησκείας στην κοινωνία όσον αφορά: α) συμμετοχή σε θρησκευτικούς οργανισμούς β) εκκλησιασμό γ) επιρροή στη συμπεριφορά των ατόμων.
Αίτια εκκοσμίκευσης
1. Η ταχεία ανάπτυξη της επιστήμης και της ορθολογιστικής σκέψης, μείωσε την πίστη στο υπερφυσικό.
2. Το χαλάρωμα των παραδοσιακών αξιών που θεωρούσαν τον εκκλησιασμό ως αναγκαία προϋπόθεση για να είναι κάποιος σεβαστός.
3. Το χαλάρωμα της οικογένειας που σημαίνει ότι τα παιδιά δεν ενθαρρύνονται να πηγαίνουν στην εκκλησία.
4. Η άνοδος των πολιτικών και κοινωνικών φιλοσοφιών οι οποίες εναντιώνονται (ή παρέχουν εναλλακτικές λύσεις) στις σημαντικότερες εκκλησίες.
5. Η άνοδος των υλιστικών αξιών σε σχέση με τις πνευματικές αξίες.

Όσο πιο κοσμικοί γίνονται οι θρησκευτικοί οργανισμοί τόσο λιγότερη προσοχή αποδίδουν σε θέματα εκτός του κόσμου τούτου. Ασχολούνται, δηλαδή, περισσότερο με καυτά θέματα της καθημερινής πραγματικότητας όπως παροχή στέγης σε
αστέγους και φαγητού στους πεινασμένους. Εκκοσμίκευση, επίσης, σημαίνει ότι οι λειτουργίες αυτές, ενώ παλαιότερα εκτελούνταν από την εκκλησία, π.χ. φιλανθρωπία, τώρα εκτελούνται από επιχειρήσεις και από την κυβέρνηση.
Η εκκοσμίκευση συνδέεται στενά με σύγχρονες, τεχνολογικά αναπτυγμένες κοινωνίες. Οι άνθρωποι σήμερα θεωρούν τη γέννηση, την αρρώστια και το θάνατο όχι τόσο ως αποτέλεσμα κάποιας θεϊκής δύναμης όσο ως φυσικά στάδια στη ζωή του ανθρώπου.
Η επιρροή της θρησκείας έχει ελαττωθεί: Η θρησκεία είναι για μερικούς hobby, για άλλους κομμάτι της εθνικής τους ταυτότητας, και για άλλους αισθητική ευχαρίστηση. Η θρησκεία αποτελεί προσωπικό σύστημα αξιών για όλο και λιγότερους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει ότι η θρησκεία θα εξαφανιστεί μια μέρα τελείως; Όχι. Η αλήθεια είναι ότι συγκριτικά με το 1850 οι εκκλησίες σήμερα έχουν πολύ περισσότερα μέλη.
Η εκκοσμίκευση, κατά συνέπεια, δεν αποτελεί οιωνό του θανάτου της θρησκείας. Μπορεί να μειώνεται η σπουδαιότητα της θρησκείας ως προς κάποιες διαστάσεις της, π.χ. πίστη στη μετά θάνατο ζωή, αλλά αυξάνεται η σπουδαιότητά της ως προς κάποιες άλλες, π.χ. αύξηση μελών.
Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο απόψεις για το αν η εκκοσμίκευση είναι κάτι καλό ή κακό. Τα συντηρητικά άτομα ταυτίζουν τη διάβρωση της θρησκείας με μια γενικότερη ηθική κατάπτωση. Οι προοδευτικοί, όμως, θεωρούν την εκκοσμίκευση ως απελευθέρωση από πολλές απόλυτες πεποιθήσεις του παρελθόντος. Τέλος, η εκκοσμίκευση έχει εξισώσει τις πρακτικές πολλών θρησκευτικών οργανισμών με τις σημερινές κυρίαρχες κοινωνικές αντιλήψεις.
Πολιτειακή θρησκεία
Η πολιτειακή θρησκεία είναι διάσταση της εκκοσμίκευσης. Αν και η θρησκευτικότητα μειώνεται το αίσθημα του πατριωτισμού αυξάνεται. Ο πατριωτισμός, δηλαδή, αποκτά πολλά θρησκευτικά στοιχεία. Τελετές πολιτειακής θρησκείας: εθνικός ύμνος σε αθλητικές εκδηλώσεις, τηλεοπτική παρακολούθηση παρελάσεων, η σημαία ως σύμβολο της εθνικής ταυτότητας μιας χώρας κλπ. Η πολιτειακή θρησκεία δεν αποτελεί συγκεκριμένο δόγμα. Όμως, ενσωματώνει πολλά στοιχεία της παραδοσιακής θρησκείας στο πολιτικό σύστημα της κοσμικής κοινωνίας.
ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Φυλή είναι ένα σύνολο ανθρώπων που μοιράζεται συγκεκριμένα βιολογικά χαρακτηριστικά. Τα βιολογικά χαρακτηριστικά σύμφωνα με τα οποία οι άνθρωποι ταξινομούνται σε φυλές μπορεί να είναι το χρώμα του δέρματος, τα χαρακτηριστικά του προσώπου, το σχήμα των μαλλιών κλπ.
Η φυλετική ποικιλομορφία είναι αποτέλεσμα κατοίκησης σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Σε περιοχές υψηλής θερμοκρασίας οι άνθρωποι ανέπτυξαν πιο σκούρο χρώμα δέρματος επειδή αυτό προσφέρει προστασία από τον ήλιο. Σε περιοχές χαμηλότερης θερμοκρασίας το χρώμα του δέρματος των ανθρώπων είναι λιγότερο σκούρο. Τέτοιες διαφορές, όμως, είναι επιφανειακές. Οι άνθρωποι είναι παντού άνθρωποι.
Σήμερα, οι κοινωνίες έχουν τόσο πολύ αναμειχθεί ώστε συγκεκριμένα γενετικά χαρακτηριστικά που κάποτε εντοπίζονταν σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές είναι τώρα κοινά σε όλα τα μέρη του κόσμου. Όμως, παρά την πραγματικότητα της βιολογικής αυτής μίξης οι άνθρωποι ταξινομούν ο ένας τον άλλο φυλετικά και ιεραρχούν τις κατηγορίες αυτές σε συστήματα κοινωνικής κινητικότητας. Για παράδειγμα, μπορεί να θεωρούν ότι αυτή η κατηγορία είναι ανώτερη σε σχέση με κάποια άλλη κλπ.
Εθνότητα είναι ένα σύνολο ατόμων που μοιράζονται μια συγκεκριμένη πολιτιστική κληρονομιά, π.χ. κοινούς προγόνους, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία.
Κατά συνέπεια, φυλή και εθνότητα είναι διαφορετικά πράγματα μια και η φυλή αναφέρεται σε βιολογικές διαφορές ενώ η εθνότητα σε πολιτιστικές. Σε τελική ανάλυση όμως η εθνότητα έχει περισσότερη ποικιλομορφία απ’ ότι η φυλή μια και οι άνθρωποι μπορεί να προέρχονται από περισσότερες από μία εθνότητες, π.χ. Γερμανός και Άγγλος. Επιπλέον, με το πέρασμα του χρόνου οι άνθρωποι μπορεί ενσυνείδητα να τροποποιήσουν την εθνότητά τους. Για παράδειγμα, μερικοί Πολωνοί μετανάστες στις ΗΠΑ μπορεί διαδοχικά να γίνουν λιγότερο Πολωνοί και περισσότερο Αμερικανοί, ενώ άλλοι μπορεί να επιδιώξουν μεγαλύτερη επιστροφή στις ρίζες τους, π.χ. ιθαγενείς Αμερικανοί.
Φυλετική ή εθνική μειονότητα είναι μία κατηγορία ανθρώπων που ξεχωρίζει με τα βιολογικά ή πολιτιστικά της χαρακτηριστικά και που μειονεκτεί κοινωνικά. Οι μειονότητες έχουν δύο κύρια χαρακτηριστικά:
1) Έχουν διαφορετική βιολογική ταυτότητα. Επειδή η φυλή είναι ορατή (είναι αδύνατον για κάποιο άτομο ν’ αλλάξει) τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες είναι πολύ ευαίσθητα όσον αφορά τις βιολογικές τους διαφορές με την κυρίαρχη ομάδα. Αντίθετα, οι άνθρωποι δεν είναι τόσο ευαίσθητοι όσον αφορά εθνότητα. Για παράδειγμα, μερικοί μπορεί να υποβαθμίσουν την εθνότητα από την οποία προέρχονται, ενώ άλλοι μπορεί να την αναβαθμίσουν.
2) Τα άτομα που ανήκουν σε μειονότητες έχουν, γενικά, χαμηλότερο εισόδημα, χαμηλότερο επαγγελματικό γόητρο ή λιγότερη μόρφωση σε σχέση με τα άτομα της κυρίαρχης ομάδας μιας δεδομένης κοινωνίας.

Προκατάληψη είναι πεποίθηση, γνώμη ή διάθεση που σχηματίζεται από τα πριν κατόπιν επηρεασμού. Η προκατάληψη αποτελεί ανελαστική γενίκευση για ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων. Δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της την αντικειμενικότητα, δηλαδή τα πραγματικά γεγονότα.
Οι άνθρωποι μπορεί να έχουν προκαταλήψεις για τα άτομα μιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης, ηλικίας, πολιτικής πεποίθησης, φυλής, εθνότητας ή φύλου. Οι προκαταλήψεις μπορεί να είναι θετικές ή αρνητικές. Θετικές προκαταλήψεις: να επαινούμε τις δικές μας αρετές. Αρνητικές προκαταλήψεις: να κατηγορούμε αυτούς που διαφέρουν από μας.
Θεωρίες προκατάληψης
Η θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή η προκατάληψη έχει τις ρίζες της στην απογοήτευση, π.χ. την απογοήτευση που αισθάνεται μια λευκή εργάτρια επειδή κερδίζει λίγα χρήματα. Επειδή το άτομο αυτό δεν μπορεί να δείξει αντιπάθεια στους εργοδότες της μεταφέρει την αντιπάθεια της σε συναδέλφους που ανήκουν σε κάποια μειονότητα. Η προκατάληψη αυτού του είδους δεν θα βελτιώσει την κατάσταση αυτής της γυναίκας αλλά θα της δημιουργήσει αισθήματα ανακούφισης επειδή θα αισθάνεται ότι τουλάχιστον είναι ανώτερη κάποιου. 

Ο αποδιοπομπαίος τράγος, κατά συνέπεια, είναι ένα άτομο (ή μια κατηγορία ατόμων), τυπικά με μικρή ισχύ, τον οποίο τα άτομα της κυρίαρχης ομάδας άδικα κατηγορούν ως υπαίτιο για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στη ζωή τους. Οι μειονότητες επειδή αποτελούν «ασφαλείς στόχους» χρησιμοποιούνται αρκετά συχνά ως αποδιοπομπαίοι τράγοι. Για παράδειγμα, οι Ναζί κατηγόρησαν την Εβραϊκή κοινότητα για όλα τα δεινά της Γερμανίας.

Η θεωρία της αυταρχικής προσωπικότητας. Θεμελιωτής της θεωρίας αυτής θεωρείται ο T. Adorno. Ο Adorno ισχυρίστηκε ότι η ακραία προκατάληψη είναι χαρακτηριστικό της προσωπικότητας συγκεκριμένων ατόμων. Άτομα που δείχνουν ακραία προκατάληψη για μία μειονότητα δείχνουν εχθρότητα για όλες τις μειονότητες. Τα άτομα αυτά υπακούουν τυφλά σε συμβατικές πολιτιστικές αξίες, έχουν απόλυτες απόψεις για το τι είναι σωστό και τι λάθος αλλά και για την ανωτερότητα της δικής τους κουλτούρας.

Άτομα με αυταρχικές προσωπικότητες βλέπουν την κοινωνία ως ανταγωνιστική και ιεραρχική με τους «καλύτερους» (τους εαυτούς τους) να κυριαρχούν έναντι των αδύναμων. Οι αυταρχικές προσωπικότητες αναπτύσσονται σε άτομα με χαμηλή εκπαίδευση και σκληρούς και απαιτητικούς γονείς.
Πολιτιστική θεωρία της προκατάληψης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή αν και η ακραία προκατάληψη είναι χαρακτηριστικό συγκεκριμένων ατόμων, εντούτοις, μερικές προκαταλήψεις είναι κοινές σε όλους μας επειδή πεποιθήσεις αυτού του είδους είναι βαθιά ριζωμένες στην κουλτούρα μας.
Έννοια κλειδί στην πολιτιστική θεωρία της προκατάληψης είναι η έννοια της κοινωνικής απόστασης, δηλαδή να βλέπουμε θετικά όλα τα άτομα της ίδιας φυλής με μας ενώ άτομα προερχόμενα από άλλες φυλές αρνητικά.
Συγκρουσιακή θεωρία της προκατάληψης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή ισχυρά άτομα χρησιμοποιούν την προκατάληψη ως αφορμή για την καταπίεση μειονοτήτων. Όσο η κοινή γνώμη έχει χαμηλή γνώμη για άτομα που ανήκουν σε μειονότητες οι εργοδότες θα πληρώνουν τα άτομα αυτά με χαμηλούς μισθούς. Επίσης, όσο διχάζονται οι εργαζόμενοι από τέτοιου είδους προκαταλήψεις τόσο αυτό εξυπηρετεί τους εργοδότες διότι εμποδίζει τη συσπείρωση των εργαζομένων στην προώθηση των κοινών τους συμφερόντων.
Η διάκριση είναι πράξη ή ενέργεια σύμφωνα με την οποία συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων αποτελούν αντικείμενο άνισης μεταχείρισης. Ενώ η προκατάληψη είναι γνώμη, πεποίθηση ή διάθεση, η διάκριση είναι θέμα έμπρακτης συμπεριφοράς.
Όπως η προκατάληψη, έτσι και η διάκριση μπορεί να είναι θετική (παροχή ειδικών προνομίων) ή αρνητική (δημιουργία εμποδίων για συγκεκριμένες κατηγορίες ανθρώπων). Η προκατάληψη και η διάκριση συχνά, αλλά όχι πάντα, πηγαίνουν χέρι-χέρι:
1. Ένας εργοδότης λόγω των προκαταλήψεων του μπορεί να αρνηθεί να προσφέρει εργασία σε συγκεκριμένα άτομα.
2. Κάποιος εργοδότης μπορεί μεν να είναι προκατειλημένος αλλά, παρά ταύτα, να προσφέρει εργασία σε άτομα που ανήκουν σε μειονότητες.
3. Άλλοι εργοδότες αν και ανεκτικοί έναντι μειονεκτούντων ατόμων, εντούτοις, υποκύπτοντας σε κοινωνικές πιέσεις, αρνούνται να τους προσφέρουν εργασία.
4. Άλλοι εργοδότες είναι τελείως απελευθερωμένοι και όσον αφορά προκατάληψη και όσον αφορά διάκριση.

Φυλετικές σχέσεις
Το ποσοστό προκατάληψης και διάκρισης ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. Υπάρχουν διαφορετικά είδη φυλετικών σχέσεων από ειρηνική συνύπαρξη μέχρι βίαιη σύγκρουση. Να δούμε με ποιους τρόπους η κυρίαρχη ομάδα της κοινωνίας δέχεται ή απορρίπτει μειονότητες.
Μορφές αποδοχής
Αν μια κοινωνία μεταχειρίζεται τις φυλετικές και εθνικές ομάδες της κατά τρόπο θετικό θ’ απονείμει σ’ αυτές δικαιώματα υπηκοότητας. Όμως, έστω κι’ αν γίνει αυτό η αποδοχή αυτών των ομάδων δεν είναι απαραίτητα πλήρης και άνευ όρων. Η κυρίαρχη ομάδα, για παράδειγμα, μπορεί να αναμένει από τις άλλες ομάδες να ξεχάσουν τη ταυτότητά τους και να δεχθούν την κυρίαρχη κουλτούρα.
Η αποδοχή μιας φυλετικής ή εθνικής ομάδας μπορεί να πάρει τις εξής μορφές: α) εξομοίωση, β) συγχώνευση, γ) πολιτιστικός πλουραλισμός.
Εξομοίωση. Η διαδικασία αποδοχής από μία μειονότητα της κουλτούρας της κυρίαρχης ομάδας ονομάζεται εξομοίωση και έχει τουλάχιστον δύο όψεις:
1. Συμπεριφερική εξομοίωση. Στην περίπτωση αυτή η μειονότητα υιοθετεί την κυρίαρχη κουλτούρα, π.χ. γλώσσα, αξίες. Η συμπεριφερική εξομοίωση όμως δεν εγγυάται και
2. Δομική εξομοίωση κατά την οποία μία μειονότητα παύει να είναι μειονότητα και γίνεται αποδεκτή από την υπόλοιπη κοινωνία με ίσους όρους. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, οι Γερμανοί-Αμερικανοί έχουν επιτύχει δομική εξομοίωση, αλλά οι Αφρικανοί-Αμερικανοί όχι.

Ισχύει η εξίσωση A+B+C=A όπου οι μειονότητες B και C χάνουν τα συγκεκριμένα τους χαρακτηριστικά και δεν διακρίνονται από την κυρίαρχη ομάδα.
Ομάδες που είναι πολύ διαφορετικές από την κυρίαρχη ομάδα είναι δύσκολο να μεταβούν από τη συμπεριφερική εξομοίωση στη δομική εξομοίωση. Π.χ. το χρώμα του δέρματος παίζει μεγάλο ρόλο. Είναι δυσκολότερο για ένα μαύρο Αμερικανό να επιτύχει δομική εξομοίωση απ’ ότι είναι για ένα λευκό Ρώσο μετανάστη που μιλάει σπαστά Αγγλικά.
Συγχώνευση. Η συνδιαλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες παράγει μια νέα κουλτούρα η οποία διαφέρει από οποιαδήποτε από τις ομάδες από τις οποίες δημιουργήθηκε.
Ισχύει η εξίσωση A+B+C=D όπου A, B και C αντιπροσωπεύουν διαφορετικές ομάδες και οι οποίες μαζί παράγουν μια νέα κουλτούρα D, π.χ. ΗΠΑ.
Πολιτιστικός πλουραλισμός. Η Ελβετία αποτελεί παράδειγμα ενός τρίτου τρόπου κατά τον οποίο διαφορετικές εθνότητες μπορούν να ζήσουν μαζί. Στην Ελβετία – Γερμανοί, Γάλλοι και Ιταλοί – χρησιμοποιούν τη δική τους γλώσσα ενώ ζουν μαζί ειρηνικά. Δεν υπάρχει ούτε εξομοίωση ούτε συγχώνευση. Απλά συνυπάρχουν ειρηνικά.
Ισχύει η εξίσωση A+B+C=A+B+C όπου οι διάφορες ομάδες διατηρούν την κουλτούρα τους ενώ συνυπάρχουν στην ίδια κοινωνία.
Μορφές απόρριψης
Υπάρχουν τρεις κύριες μορφές απόρριψης: α) απομόνωση, β) απέλαση, γ) εξολόθρευση.
Απομόνωση. Συγκεκριμένες μειονότητες επειδή θεωρούνται κατώτερες υποχρεώνονται να μένουν σε ξεχωριστές περιοχές απ’ ότι άτομα της κυρίαρχης ομάδας και υπό χειρότερες συνθήκες διαβίωσης. Π.χ. Στις ΗΠΑ η απομόνωση είναι επισήμως παράνομη αλλά παρ’ όλα αυτά συνεχίζει να υπάρχει.
Απέλαση. Αναγκαστική απομάκρυνση από συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές εντός της ίδιας χώρας αλλά και εντελώς από τη χώρα.
Κατά το 19ο αιώνα η Τσαρική Ρωσία απέλασε εκατομμύρια Εβραίων και η Αμερικανική κυβέρνηση υποχρέωσε τους Ινδιάνους Τσερόκι να ταξιδέψουν από την πατρική τους γη στη Γεωργία και Καρολίνα σε ειδικούς καταυλισμούς στη Οκλαχόμα. Γύρω στους 4.000 Τσερόκι πέθαναν στο «Μονοπάτι των Δακρύων». Τη δεκαετία του 1970 η Ουγκάντα απέλασε περισσότερους από 40.000 Ασιάτες – πολλοί απ’ αυτούς ήταν πολίτες της Ουγκάντα – και το Βιετνάμ υποχρέωσε 700.000 Κινέζους να φύγουν από τη χώρα.
Εξολόθρευση. Τελικά, η πιο δραστική ενέργεια εναντίον των μειονοτήτων είναι η εξολόθρευσή τους. Αυτό λέγεται γενοκτονία και έχει συμβεί σε πολλές χώρες. Κατά το 19ο αιώνα οι Ολλανδοί άποικοι στη Νότιο Αφρική εξολόθρευσαν πολλούς ντόπιους μαύρους. Λευκοί άποικοι στις ΗΠΑ σκότωσαν πολλούς ιθαγενείς Αμερικανούς. Στο νησί Τανζανία, κοντά στην Αυστραλία, οι Βρετανοί άποικοι σκότωσαν ολόκληρο τον ιθαγενή πληθυσμό του νησιού. Μεταξύ 1933 και 1945 οι Ναζί δολοφόνησαν συστηματικά 6 εκατομμύρια Εβραίους. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 20 Ινδιάνικες φυλές στη Βραζιλία εξολοθρεύτηκαν είτε μέσω χρήσης όπλων είτε μέσω δηλητηριασμένης τροφής ή δηλητηριασμένων ενδυμάτων.
ΜΕΣΑ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
Ως μέσα μαζικής ενημέρωσης (ΜΜΕ) θεωρούνται όλα τα μέσα με τα οποία δραστηριότητες μεταδίδονται και δημοσιεύονται για τη χρήση ή την απόλαυση του κοινού, π.χ. ραδιόφωνο, τηλεόραση, εφημερίδες κλπ.
Όσον αφορά την επιρροή των ΜΜΕ οι απόψεις ποικίλουν απ’ αυτούς που πιστεύουν ότι λόγω των ΜΜΕ διαπράττονται εγκλήματα μέχρι αυτούς που πιστεύουν ότι τα ΜΜΕ έχουν μικρή σχετικά επιρροή.
ΠΟΣΟ ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΤΩΝ ΜΜΕ ΕΠΗΡΕΑΖΟΥΝ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΩΝ ΜΜΕ
Τέσσερις κύριες προσεγγίσεις
1. Η παραδοσιακή Μαρξιστική προσέγγιση (άμεσος έλεγχος των ιδιοκτητών)
α) Οι ιδιοκτήτες λένε στους εκδότες ή παραγωγούς τι να συμπεριλάβουν ή τι να αποκλείσουν
β) Οι ιδιοκτήτες αποφασίζουν ποιους να προσλάβουν – δεξιούς ή αριστερούς κλπ.
γ) Οι ιδιοκτήτες αποφασίζουν που να επενδύσουν

Οι ιδιοκτήτες ως άμεσοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης έχουν ως στόχο τον έλεγχο της εργατικής τάξης. Δηλαδή, τα ΜΜΕ είναι το μεγάφωνο της άρχουσας τάξης.
Αυτή η προσέγγιση δίνει έμφαση στην προσωπική και συνωμοτική φύση της παραγωγής των ειδήσεων. Αγνοεί τις εμπορικές πιέσεις για πωλήσεις αλλά και τους πολλούς παράγοντες για τους οποίους συγκεκριμένες δραστηριότητες θεωρούνται ειδήσεις. Είναι σαν να προσπαθείς να κατανοήσεις τη φύση της κοινωνίας μέσα από τις δραστηριότητες λίγων ανθρώπων.

2. Η δομική ή Νέο-Μαρξιστική προσέγγιση (έμμεσος έλεγχος)

Τα ΜΜΕ αντανακλούν αυτό που είναι φυσιολογικό και λογικό. Κάθε αντίθετη άποψη θεωρείται ακραία. Έτσι τα ΜΜΕ προωθούν παραδοσιακές απόψεις για την οικονομία, το ρόλο των γυναικών, τη θέση των μαύρων στην κοινωνία. Δηλαδή, τα ΜΜΕ υποστηρίζουν το υπάρχον καθεστώς.
Ο έλεγχος των ΜΜΕ εξαρτάται από τους εργαζόμενους σ’ αυτά, στους οποίους δεν αρέσει κανενός είδους ακραία κατάσταση. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Η μέση όμως αντιπροσωπεύει τις αξίες του υπάρχοντος καθεστώτος οι οποίες βέβαια ευνοούν τον καπιταλισμό. Π.χ. έμφαση στην ατομική ιδιοκτησία, ελεθερία του ατόμου κλπ. Δηλαδή, όλοι συμφωνούμε με το τι είναι σωστό και τι λάθος;
3. Η πλουραλιστική προσέγγιση

Αν και η ατομική ιδιοκτησία και οι γενικότερες αξίες της κοινωνίας είναι σημαντικές, εντούτοις, κανένας παράγοντας δεν θεωρείται κυρίαρχος. Πολύ σημαντικοί θεωρούνται οι εξής παράγοντες:
- εμπορικές πιέσεις
- δημοσιογραφικές αξίες
- πολιτικές και νομικές πιέσεις
- πρακτορεία τύπου

Εμπορικές πιέσεις
Για να επιβιώσουν τα ΜΜΕ πρέπει να κερδίζουν χρήματα. Για να το πετύχουν αυτό πρέπει να προσελκύσουν ακροατήριο και διαφήμιση.
Δημοσιογραφικές αξίες
Παράγοντες που καθορίζουν ένα «καλό» δελτίο ειδήσεων:
Συχνότητα: η παρουσίαση της είδησης θα πρέπει να είναι μικρής διάρκειας
Σπουδαιότητα: εθνικές και όχι διεθνείς ειδήσεις
Δραματοποίηση: χρήση δραματικής, προκλητικής μουσικής
Απλότητα: οτιδήποτε προβάλλεται πρέπει να είναι κατανοητό από το ευρύ κοινό
Έκπληξη: πρέπει να υπάρχει κάτι που ο τηλεθεατής δεν περιμένει
Σύνθεση: μίγμα διαφορετικών ειδήσεων
Προσωποποίηση: έμφαση σε πρόσωπα και όχι σε γεγονότα ή προγράμματα
Πολιτικές και νομικές πιέσεις
Η κυβέρνηση μπορεί να απαγορεύσει στα ΜΜΕ να δημοσιοποιούν απόρρητες πληροφορίες.
Πρακτορεία τύπου
Η κυβέρνηση δίνει πληροφορίες στα ΜΜΕ αλλά δεν τους επιτρέπει να αποκαλύψουν επισήμως την πηγή πληροφόρησης τους.
4. Η δημοσιογραφική προσέγγιση

Η προσέγγιση αυτή χρησιμοποιείται από τους δημοσιογράφους. Το επιχείρημα εδώ είναι ότι τα ΜΜΕ παράγουν αυτό που θέλουν οι τηλεθεατές. Αν δεν τους αρέσει αυτό που βλέπουν αλλάζουν κανάλι. Δηλαδή, διοικεί η αγορά.
Κριτική
Οι εμπορικές πιέσεις, όμως, δεν παρουσιάζονται αρνητικά αλλά ως αντανάκλαση της ικανότητας των ΜΜΕ να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του κοινού.
Η ΕΠΙΡΡΟΗ ΤΩΝ ΜΜΕ
Πολύς λόγος γίνεται για το σεξ και τη βία στις τηλεοπτικές ταινίες. Το κυριότερο παράπονο είναι ότι αυτό επηρεάζει τους ανθρώπους στο να διαπράττουν εγκλήματα και στο να συμπεριφέρονται αντικοινωνικά. Οι οπαδοί του φεμινισμού
παραπονούνται για τον τρόπο που τα ΜΜΕ παρουσιάζουν τις γυναίκες και ότι αυτό επηρεάζει και τις ίδιες τις γυναίκες αλλά και τον τρόπο που τους συμπεριφέρονται οι άνδρες.
Δύο σημαντικά ερωτήματα:
1. Τα ΜΜΕ επηρεάζουν τους ανθρώπους;
2. Αν ναι, ως ποιο βαθμό και με ποιο τρόπο (-ους) εξασκείται αυτή η επιρροή;

Τέσσερις προσεγγίσεις:
1. Μπηχεβιορισμός
2. Περιβαλλοντολογική προσέγγιση
3. Επιλεκτική προσέγγιση
4. Πολιτιστική προσέγγιση

1. Η Μπηχεβιοριστική προσέγγιση

Προέρχεται από τον Μπηχεβιορισμό στην Ψυχολογία που πιστεύει ότι η συμπεριφορά μαθαίνεται μέσω ανταμοιβής και τιμωρίας, π.χ. αν συμπεριφέρεσαι σωστά ανταμείβεσαι. Εδώ τα ΜΜΕ θεωρείται ότι παρέχουν ένα μοντέλο συμπεριφοράς που επηρεάζει τους ανθρώπους πείθοντας τους ότι θα μπορούσαν να επιτύχουν τα ίδια αποτελέσματα με αυτά που επιτυγχάνονται σε μια ταινία. Αν η παρακολούθηση μιας σκηνής βιασμού ικανοποίησε σεξουαλικά ένα άτομο (ανταμοιβή), το επιχείρημα είναι ότι τα άτομα αυτά θα επιχειρήσουν το ίδιο και στην καθημερινή τους ζωή για να γευτούν την ίδια ικανοποίηση. Είναι αρκετά τα άτομα που υποστηρίζουν την Μπηχεβιοριστική προσέγγιση για τον απλό και μόνο λόγο ότι αποτελεί μια απλή απάντηση σε πολύπλοκα προβλήματα: η βία και το έγκλημα υπάρχουν λόγω των ΜΜΕ και όχι λόγω της αστικοποίησης, των κοινωνικών ανισοτήτων κλπ.
Κριτική
Η Μπηχεβιοριστική προσέγγιση βλέπει με αφέλεια την ανθρώπινη συμπεριφορά επειδή την υπεραπλουστεύει σε πολύ μεγάλο βαθμό. Απλά, οι άνθρωποι δεν αντιδρούν όπως τα ζώα: Οι αρχικές μελέτες βασίστηκαν σε έρευνες πάνω σε αρουραίους και πουλιά. Η διαφορά είναι ότι οι άνθρωποι διαθέτουν λογική και σκέψη.
Σχετικά πειράματα: 1) Πείραμα Bandura 2) Πείραμα Liebert και Baron. Όμως, τα πειράματα αυτά έχουν τα εξής μειονεκτήματα: 1) Είναι πειράματα μικρής κλίμακας 2) Κανείς δεν ξέρει τις διαθέσεις των υποκειμένων πριν το πείραμα 3) Αφού τα πειράματα αυτά είναι πλασματικά πως μπορούν να αναπαράγουν με ακρίβεια την πολυπλοκότητα του πραγματικού κόσμου;
2. Η Περιβαλλοντολογική προσέγγιση

Έμφαση στο κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο λαμβάνονται τα μηνύματα των ΜΜΕ. Οι Katz και Lazarsfeld μελέτησαν τη συμπεριφορά εκλογέων και βρήκαν ότι οι παράγοντες που είχαν μεγαλύτερη δύναμη όσον αφορά επιρροή δεν ήταν τα ΜΜΕ αλλά οι καθοδηγητές γνώμης, δηλαδή, συγκεκριμένα άτομα που μπορούσαν να κατευθύνουν την κοινή γνώμη, π.χ. γονείς, εκπαιδευτικοί, προϊστάμενοι στην εργασία, αρχηγοί εργατικών συνδικάτων κλπ. Τα ΜΜΕ, δηλαδή, έπρεπε πρώτα να επηρεάσουν αυτά τα άτομα τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν να επηρεάσουν όσους ήταν στο περιβάλλον τους.
Κριτική
Οι Katz και Lazarsfeld έχουν κατηγορηθεί ότι το μοντέλο που σχεδίασαν δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη για τους εξής λόγους:
1. Η σχέση μεταξύ των απόψεων των καθοδηγητών γνώμης με τα άτομα που μπορούν να επηρεάσουν είναι αρκετά πολύπλοκη.
2. Το μοντέλο δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα συγκεκριμένων ατόμων αλλά δεν λαμβάνει υπ’ όψιν ότι οι διαφημιστικές εταιρίες, οι επιχειρήσεις κλπ. έχουν τη δύναμη να προβάλλουν στους καθοδηγητές γνώμης μόνο συγκεκριμένες απόψεις.

Σχετική έρευνα
Το βιβλίο των Katz και Lazarsfeld Προσωπική Επιρροή το οποίο περιέχει συνεντεύξεις και ερωτηματολόγια για τον εντοπισμό των καθοδηγητών γνώμης αλλά και ανάλυση για το πώς τα άτομα αυτά επηρεάζουν τα άτομα του περιβάλλοντος τους. Οι καθοδηγητές γνώμης παραδέχθηκαν ότι παρακολουθούσαν την ενημέρωση που παρείχαν τα ΜΜΕ αλλά τόνισαν ότι ανέλυαν τα μηνύματα των ΜΜΕ και ότι η τελική τους γνώμη δεν συμπεριελάμβανε μόνο τις απόψεις των ΜΜΕ.
Μεθοδολογικά Θέματα
Οι μέθοδοι που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ερωτηματολόγια και συνεντεύξεις, τα μόνα πρακτικά ερευνητικά εργαλεία. Άλλοι μέθοδοι, π.χ. πειράματα, δεν μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν γιατί η επιρροή των αρχηγών ήταν κάτι που συνέβαινε στην καθημερινότητα.
3. Η επιλεκτική προσέγγιση

Η προσέγγιση αυτή προτείνει ότι το ακροατήριο των ΜΜΕ είναι ενεργό και όχι παθητικό. Το ακροατήριο είναι αυτό που επιλέγει ποιες ταινίες ή προγράμματα θα παρακολουθήσει ή ποιες εφημερίδες θ’ αγοράσει. Επίσης, το ακροατήριο ερμηνεύει και χρησιμοποιεί το ίδιο πρόγραμμα με διαφορετικούς τρόπους. Π.χ. η μουσική μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την καταπολέμηση της μοναξιάς ή ως κεντρική ψυχαγωγική απασχόληση.
Οι κύριοι σχεδιαστές αυτού του μοντέλου είναι οι Blummler και McQuail καθώς και οι Rosengren και Windahl οι οποίοι υποστηρίζουν ότι τα ΜΜΕ αποτελούν είδος συντροφιάς ή εναλλακτική λύση για να γνωρίσει κανείς άλλα άτομα.

Βέβαια, αυτό είναι αμφισβητήσιμο από την άποψη ότι αν τα ΜΜΕ δεν είχαν κάποια επιρροή δεν θα ξοδευόντουσαν εκατομμύρια στις διαφημίσεις.

Αυτό που έχει σημασία δεν είναι η όποια αλλαγή μικρής διάρκειας αλλά το τι επιτυγχάνουν τα ΜΜΕ προβάλλοντας συνεχώς μια όψη της πραγματικότητας στο ακροατήριο τους. Οι πεποιθήσεις/συμπεριφορά δεν αλλάζουν από τα ΜΜΕ αλλά απόψεις δημιουργούνται και ισχυροποιούνται καθημερινά μέσα από τα ΜΜΕ.
4. Η πολιτιστική προσέγγιση

Η προσέγγιση αυτή δεν ενδιαφέρεται για την όποια επιρροή έχουν τα ΜΜΕ στο άμεσο μέλλον, αλλά μακροπρόθεσμα, στο απώτερο μέλλον, π.χ. ανησυχίες οπαδών του φεμινισμού.
Για αυτούς που υποστηρίζουν την πολιτιστική προσέγγιση η προβολή ορισμένων καταστάσεων με συγκεκριμένους τρόπους αποτελεί τρόπο ελέγχου του πληθυσμού.
Κριτική
Αν και αυτή η προσέγγιση στηρίζεται στη λογική, εντούτοις, είναι δύσκολο ν’ αποδειχθεί στην πράξη.
Σχετική Έρευνα
Η πιο γνωστή έρευνα εδώ είναι αυτή ομάδας ερευνητών του Πανεπιστημίου της Γλασκώβης η οποία ανέλυσε δελτία ειδήσεων κατά το τέλος της δεκαετίας του 1970 και 1980. Τα αποτελέσματα της έρευνας, σύμφωνα με την παραπάνω ερευνητική ομάδα πάντα, ήταν ότι τα ΜΜΕ παρουσίαζαν τους εργάτες και τα συνδικάτα τους ως τους κύριους υπεύθυνους για τα προβλήματα στις βιομηχανικές σχέσεις και την οικονομία. Δηλαδή, τα ΜΜΕ προβάλλουν στο κοινό τις απόψεις των ισχυρών.
Μεθοδολογικά προβλήματα
Το κύριο μεθοδολογικό εργαλείο της προσέγγισης αυτής είναι η ανάλυση περιεχομένου. Γίνεται, δηλαδή, λεπτομερής ανάλυση της γλώσσας που χρησιμοποιείται και μέσω της ανάλυσης αυτής παράγονται αποδείξεις για το πώς
παρουσιάζονται συγκεκριμένα θέματα αλλά και για το ποια μηνύματα πρέπει να περάσουν στο κοινό. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι ο ερευνητής έχει μεγάλο ποσοστό ελευθερίας να ερμηνεύσει το υλικό με όποιο τρόπο θέλει.
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ: ΙΣΧΥΣ, ΕΞΟΥΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΑΤΟΣ
Πολιτική είναι η διαδικασία σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι παίρνουν συλλογικές αποφάσεις, π.χ. στην οικογένεια ή ακόμα και στη διεθνή κοινότητα.
Υπάρχουν πολλοί τρόποι λήψης πολιτικών αποφάσεων: βία, συζήτηση, έθιμο, παζάρι, ψηφοφορία.
Η μελέτη της πολιτικής δεν αφορά απαραίτητα συγκρούσεις. Αφορά και τη σπουδή των προϋποθέσεων κάτω από τις οποίες οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις ειρηνικά και αποτελεσματικά.
Κυβέρνηση - πρωθυπουργός και υπουργοί επικεφαλής συγκεκριμένων υπουργείων.
Κράτος - υπουργοί, δικαστές, νομοθέτες, γραφειοκράτες, στρατός, αστυνομία, κλπ.
Πολιτικό σύστημα - τα κόμματα, οι ψηφοφόροι και οι διάφορες ομάδες πίεσης δεν αποτελούν επίσημα κομμάτι του κράτους αλλά αποτελούν τμήμα του πολιτικού συστήματος.
Άπαντες στην κοινωνία, ομάδες, θεσμοί και άτομα, είναι κατά τη νομοθεσία υπήκοοι του κράτους. Το κράτος είναι ο ανώτατος άρχων. Το κράτος μονοπωλεί τη νόμιμη βία.
Ισχύς
Ισχύς - το να επιτυγχάνουμε τους στόχους που θέλουμε - η άσκηση ελέγχου πάνω σε άλλους ανθρώπους
Παραδείγματα ισχύος: α) να σε εξαναγκάζει κάποιος με πιστόλι να του δώσεις τα χρήματά σου, β) να πληρώνεις φόρους.
Υπάρχουν τρία είδη ισχύος: η χρήση βίας, η συμφωνία και η υποχρέωση.
Η χρήση βίας συνδέεται με θεσμούς εξαναγκασμού όπως ο στρατός και η αστυνομία. Αυτό το είδος ισχύος υπάρχει όταν ο Α λέει στον Β: "Θα κάνεις αυτό ή
αλλιώς..." Η χρήση βίας αποτελεί τη βάση της κρατικής ισχύος και αν και δεν χρησιμοποιείται συχνά, εντούτοις, υπάρχει πάντα ως απειλή εναντίον οποιουδήποτε αρνηθεί να συμμορφωθεί με τις επιταγές της πολιτείας. Π.χ. το κράτος θα προβεί σε προσωποκράτηση αν αρνηθούμε να πληρώσουμε τους φόρους μας.
Η συμφωνία ως είδος ισχύος είναι περισσότερο συχνή και περισσότερο αποτελεσματική απ' ότι η χρήση βίας. Υπάρχει όταν ο Α λέει στον Β: "Κάνε αυτό που θέλω και θ' ανταμειφθείς". Η χρήση βίας στηρίζεται στην απειλή της τιμωρίας ενώ η συμφωνία στην ανταμοιβή. Και τα δύο είναι είδη ισχύος γιατί είναι μέσα που
χρησιμοποιούνται από τον άνθρωπο για ν' αλλάξουν τη συμπεριφορά των άλλων. Η συμφωνία είναι πολύ σημαντική στην πολιτική. Το κράτος στηρίζεται περισσότερο σ' αυτό το είδος ισχύος παρά στη χρήση βίας. Π.χ. οι πολίτες πληρώνουν φόρους και το κράτος παρέχει υπηρεσίες όπως παιδεία, αστυνομία, κλπ.
Η υποχρέωση αναφέρεται στη δυνατότητα που έχει κάποιος στο να εμπνέει υπακοή, σεβασμό και αφοσίωση. Υπάρχει όταν ο Α λέει στον Β: "Θα κάνεις αυτό που θέλω γιατί μ' αγαπάς, με σέβεσαι". Όταν μιλάμε γι' αυτό το είδος ισχύος αναφερόμαστε συνήθως σε θεσμούς όπως η οικογένεια ή η θρησκεία. Συνήθως, το μυαλό μας δεν πάει στην πολιτική. Όμως, απ' όλα τα είδη ισχύος η δυνατότητα να εμπνέεις τους άλλους έχει πιθανότατα τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα. Π.χ. ο εθνικισμός και η θρησκεία έχουν στο παρελθόν κινητοποιήσει τους ανθρώπους κάνοντάς τους να προσφέρουν ακόμα και τη ζωή τους.
Η πολιτική ισχύς είναι συνήθως μίγμα και χρήσης βίας και συμφωνίας αλλά και υποχρέωσης. Π.χ. οι άνθρωποι πληρώνουν φόρους για τί φοβούνται τις κρατικές κυρώσεις, και για να έχουν υπηρεσίες υγείας αλλά και γι' αυτό που θα συνέβαινε αν ο κάθε άνθρωπος αρνούνταν να πληρώσει τους φόρους που του αναλογούν.
Ελιτιστικές θεωρίες
Σημαντικό ερώτημα για τους κοινωνικούς επιστήμονες αποτελεί το πως η
διανέμεται η ισχύς στις κοινωνίες. Αυτό, βέβαια, διαφέρει από πολιτικό σύστημα σε πολιτικό σύστημα. Όμως, για μερικούς αναλυτές, τους ελιτιστές, οι ελίτ κυριαρχούν σε όλες τις κοινωνίες, ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος.
Η έννοια της ελίτ (ολιγαρχία) συνδέεται με τρεις στοχαστές:
Vilfredo Pareto (1848-1923)
Gaetano Mosca (1858-1941)
Robert Michels (1876-1936)
Pareto
Ο Pareto είπε ότι η ισχύς κατανέμεται ανάμεσα σε τρεις ομάδες: α) την διοικούσα ελίτ, β) την μη διοικούσα ελίτ, π.χ. πλούσιοι, αριστοκρατία και γ) τη μάζα του πληθυσμού. Οι ελίτ με το πέρασμα του χρόνου αλλάζουν (ανακυκλώνονται) αλλά κάποια ελίτ θα είναι πάντα παρούσα.
Mosca
Ο Mosca είπε ότι η δύναμη της διοικούσας ελίτ διασφαλίζεται από την άριστη οργάνωση που διαθέτει: "η κυριαρχία μιας οργανωμένης μειονότητας έναντι μιας ανοργάνωτης πλειοψηφίας είναι αναπόφευκτη".
Michels
Ο Michels μελέτησε την ισχύ σε συγκεκριμένους οργανισμούς και όχι σ' ολόκληρη την κοινωνία. Ηταν αυτός που διατύπωσε τον περίφημο νόμο περί ολιγαρχίας: "Οργανισμός σημαίνει ολιγαρχία". Ακόμα και τα σοσιαλιστικά κόμματα είναι ολιγαρχικά.
Κατά τον Michels τρία είναι τα χαρακτηριστικά των οργανισμών:
1) Για να έχουν αποτελέσματα ακόμα και οι δημοκρατικοί οργανισμοί πρέπει να εναποθέτουν τη λήψη αποφάσεων σε λίγους μόνο αρχηγούς.
2) Λόγω της θέσης που κατέχουν οι αρχηγοί συσσωρεύουν δεξιότητες και γνώση που τους κάνουν αναντικατάστατους.
3) Οι απλοί άνθρωποι επειδή δεν έχουν ούτε τη γνώση αλλά ούτε και το χρόνο για ν' αποκτήσουν αυτή τη γνώση γίνονται απαθείς. Ετσι με το χρόνο ακόμα και οι δημοκρατίες υποκύπτουν στη διοίκηση των λίγων. Υπ' αυτήν την έννοια η πραγματική δημοκρατία δεν είναι εφικτή.
Πλουραλιστικές θεωρίες
Όπου ο ελιτισμός βλέπει διακυβέρνηση από μία και μόνο μειοψηφία, ο πλουραλισμός βλέπει διακυβέρνηση από μειονότητες.
Εξουσία
Η ισχύς που στηρίχεται στη βία και στον εξαναγκασμό είναι αναποτελεσματικός τρόπος διακυβέρνησης. Αυτοί που ζουν από το ξίφος συχνά πεθαίνουν απ' αυτό. Κατά συνέπεια, οι ηγέτες πρέπει να νομιμοποιήσουν τη θέση τους δηλαδή, πρέπει να μετατρέψουν την ισχύ που έχουν σε εξουσία. Αλλά τι είναι εξουσία;
Εξουσία είναι νόμιμη ισχύς, είναι το δικαίωμα να κυβερνάς. Υπάρχει όταν οι υφιστάμενοι αναγνωρίζουν το δικαίωμα των ανωτέρων τους να δίνουν εντολές. Ενας στρατηγός μπορεί να έχει ισχύ έναντι των αντιπάλων στρατιωτών, αλλά δεν έχει εξουσία πάνω τους. Εξουσία έχει μόνο όσον αφορά τις δικές του δυνάμεις.
Εξουσία σημαίνει ότι αναγνωρίζεις το δικαίωμα του ανωτέρου σου να παίρνει αποφάσεις και συ να τις υπακούς. Για παράδειγμα, μπορεί να μη συμφωνείς με την υπόδειξη του δασκάλου σου να διαβάσεις ένα συγκεκριμένο βιβλίο αλλά το πράττεις γιατί δέχεσαι την εξουσία που έχει ο δάσκαλος σου.
Ο Max Weber ξεχώρισε τρία είδη εξουσίας:
Παραδοσιακή εξουσία σημαίνει υπακοή σε κάποιους αρχηγούς επειδή αυτοί υπήρχαν πάντα, π.χ. βασιλείς, βασίλισσες, φεουδάρχες, φύλαρχοι. Η εξουσία τους βασίζεται στην παράδοση, σε παλιά έθιμα, η εξουσία τους μεταβιβάζεται από πατέρα σε γιό, από γενιά σε γενιά. Συχνά, η παροδοσιακή εξουσία στηρίζεται και από τη θρησκευτική παράδοση. Οι βασιλείς της Ευρώπης κατά το Μεσαίωνα ήταν rex gratia
rei (βασιλείς ελέω θεού).
Στη χαρισματική εξουσία οι ηγέτες υπακούονται επειδή εμπνέουν αυτούς που τους ακολουθούν. Οι άνθρωποι αποδίδουν στους ήρωες αυτούς εξαιρετικές ή, ακόμα, και υπεράνθρωπες ικανότητες. Οι χαρισματικοί ηγέτες είναι σωτήρες, έχουν το χάρισμα του θεού. Η χαρισματική εξουσία δεν μπορεί να μεταβιβαστεί σε κάποιο άλλο άτομο. Αν κάποιο πολιτικό σύστημα στηρίζεται σε χαρισματική εξουσία το σύστημα αυτό θα καταρρεύσει όταν εκλείψει ο αρχηγός του. Αλλιώς, θα δημιουργηθεί ένα είδος οργανωσιακής αφοσίωσης προς το πολιτικό σύστημα. Στην ουσία, δηλαδή, η χαρισματική εξουσία μεταμορφώνεται σε ορθολογιστική-νομική εξουσία, π.χ. το Ισλαμικό καθεστώς που δημιούργησε ο Ayatollah Khomeini στο Ιράν το 1979 συνέχισε να υπάρχει ακόμα και μετά το θάνατό του.
Οι χαρισματικοί ηγέτες δημιουργούνται, συνήθως, σε περιόδους κρίσης. Παραδείγματα χαρισματικών ηγετών: Ιησούς Χριστός, Mahatma Gandhi, Martin Luther King, Adolf Hitler, Μέγας Αλέξανδρος, Μέγας Ναπολέων, Ayatollah Khomeini, Ελευθέριος Βενιζέλος, Ανδρέας Παπανδρέου, Margaret Thatcher.
Η ορθολογιστική-νομική εξουσία είναι το αντίθετο της χαρισματικής εξουσίας. Σημαίνει ότι η υπακοή αποδίδεται όχι σε ένα άτομο αλλά σε ένα σύνολο αρχών, δηλαδή σε μία κυβέρνηση νόμων και όχι ατόμων. Ετσι, οι υφιστάμενοι σ' ένα οργανισμό πρέπει να υπακούουν τις νόμιμες εντολές των ανωτέρων τους άσχετα με το ποιός κατέχει τις θέσεις αυτές. Ο Weber είπε πως η νομική-ορθολογιστική εξουσία θα γινόταν ο κυρίαρχος τύπος εξουσίας στη σύγχρονη κοινωνία και είχε δίκιο.
Οι σύγχρονες γραφειοκρατίες είναι, ίσως, το καλύτερο παράδειγμα οργανισμών που στηρίζονται στη νομική-ορθολογιστική εξουσία. Υπακούουμε στους νόμους επειδή αισθανόμαστε ότι ο νόμος και η τάξη είναι πράγματα αναγκαία αλλά και επιθυμητά σε μία ορθολογιστική κοινωνία. Αναγνωρίζουμε την εξουσία του νόμου - όχι μόνο την ισχύ - αυτών που επιβάλλουν το νόμο.
Νομιμότητα
Η νομιμότητα είναι έννοια παρόμοια με αυτή της εξουσίας. Η διαφορά είναι ότι συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο νομιμότητα όταν αναφερόμαστε σε ολόκληρο το
σύστημα διακυβέρνησης, ενώ ο όρος εξουσία αναφέρεται σε συγκεκριμένες θέσεις μέσα σε μία κυβέρνηση.
Υπάρχει, επίσης, διαφορά μεταξύ νομιμότητας και των διαδικασιών δημιουργίας νόμων. Η νομιμότητα αναφέρεται στο αν οι άνθρωποι αποδέχονται την ισχύ του νόμου. Οι διαδικασίες δημιουργίας νόμων μπορεί να είναι άψογες αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι και η νομοθεσία που θα δημιουργηθεί θα είναι αποδεκτή. Για παράδειγμα, η πλειονότητα των μαύρων θεωρούσε ότι οι νόμοι του "apartheid" της Ν. Αφρικής στερούνταν νομιμότητας παρά το γεγονός ότι είχαν τηρηθεί οι διαδικασίες δημιουργίας της νομοθεσίας (σύμφωνα με το σύνταγμα της χώρας).
Η ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Γενικά, τα επιστημονικά επαγγέλματα χωρίζονται στα παλαιότερα και πλέον καθιερωμένα, π.χ. δικηγόροι και γιατροί, και στα νεώτερα, π.χ. δάσκαλοι, νοσηλευτές και κοινωνικοί λειτουργοί.
Η σύγχρονη ανάπτυξη των επιστημονικών επαγγελμάτων στηρίζεται στην τεράστια ανάπτυξη της πολιτείας και των υπηρεσιών που αυτή προσφέρει. Για παράδειγμα, τα εθνικά συστήματα υγείας, οι διάφορες κοινωνικές υπηρεσίες και η τοπική αυτοδιοίκηση δημιούργησαν νέες θέσεις εργασίας, θέσεις που απαιτούν εξειδικευμένη γνώση. Αυτές οι θέσεις δεν είναι απαραίτητα διευθυντικές, αλλά επειδή είναι θέσεις που απαιτούν γνώση, κρίση και υπευθυνότητα, οι θέσεις αυτές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υπαλληλικά επαγγέλματα. Οι νέοι επιστήμονες-επαγγελματίες έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1) ο κύριος εργοδότης τους είναι η πολιτεία
2) προσλαμβάνονται σε μεγάλους οργανισμούς
3) καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις στην ιεραρχία του οργανισμού

Αν και η ανάπτυξη των νέων αυτών επιστημονικών επαγγελμάτων είναι εντυπωσιακή, εντούτοις, τα επαγγέλματα αυτά δεν έχουν ακόμα εξισωθεί, όσον αφορά αποδοχές, εξουσία και κοινωνικό κύρος, με τα παλαιότερα και πλέον καθιερωμένα επιστημονικά επαγγέλματα.
Επιστημονικά επαγγέλματα και άλλοι εργαζόμενοι
Η σύγκριση μεταξύ επιστημονικών επαγγελμάτων και άλλων επαγγελμάτων αποκαλύπτουν διαφορές όσον αφορά το είδος της εργασίας, την αξία που έχει το επάγγελμα στην αγορά εργασίας αλλά και το κύρος που απολαμβάνει. Τη μεγαλύτερη ελευθερία και ανεξαρτησία προσφέρουν τα παλαιότερα επιστημονικά επαγγέλματα. Οι γιατροί και οι δικηγόροι, για παράδειγμα, προσφέρουν τις υπηρεσίες τους με αντάλλαγμα χρηματικές αμοιβές, και εργάζονται είτε ατομικά είτε συνεταιρικά με άλλους. Τα νεώτερα επιστημονικά επαγγέλματα, π.χ. δάσκαλοι και κοινωνικοί λειτουργοί, απολαμβάνουν περισσότερη ελευθερία, ευελιξία και ασφάλεια στα εργασιακά τους καθήκοντα απ’ ότι, για παράδειγμα, εργάτες που κάνουν χειρωνακτική δουλειά, αλλά όπως και άλλοι εργαζόμενοι, εργάζονται κι’ αυτοί για
ένα μισθό πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί κάποια στιγμή ν’ απολυθούν. Το έργο που επιτελούν, όμως, δεν εποπτεύεται τόσο στενά όσο αυτό των εργατών που επιτελούν χειρωνακτική εργασία. Επίσης, ελέγχουν περισσότερο τις καθημερινές τους λειτουργίες και πρακτικές και συχνά ασκούν επιρροή και παίρνουν αποφάσεις για τη ζωή άλλων ανθρώπων.
Οι επιστήμονες-επαγγελματίες αντλούν μεγαλύτερη ικανοποίηση από τη δουλειά τους – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η δουλειά τους είναι πιο εύκολη από κάποιες άλλες. Η επιστημονική δουλειά πολλές φορές απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο και ενέργεια απ’ ότι η χειρωνακτική εργασία. Εργάτες και υπάλληλοι μπορούν να ξεχνούν τα εργασιακά τους καθήκοντα όταν επιστρέφουν στο σπίτι αλλά οι επιστήμονες όχι. Οι επιστήμονες είναι συνήθως αφοσιωμένοι σ’ αυτό που κάνουν – για πολλούς λόγους – αλλά αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου. Ο τρόπος που γίνεται κάτι τέτοιο διαφέρει από επάγγελμα σε επάγγελμα. Για ένα επιχειρηματία μια δουλειά μπορεί να συμφωνηθεί κατά τη διάρκεια ενός γεύματος ή σε κάποια λέσχη. Πολλοί δάσκαλοι παίρνουν μέρος σε εξωσχολικές δραστηριότητες, π.χ. παρακολούθηση σεμιναρίων ή συνεδρίων. Οι κοινωνικοί λειτουργοί δεν ξεχνούν τους ανθρώπους που τους χρειάζονται όταν φεύγουν από το γραφείο. Αλλά αν οι απαιτήσεις των επαγγελμάτων αυτών είναι μεγάλες, άλλο τόσο είναι και οι ανταμοιβές. Οι επιστήμονες-επαγγελματίες δεν κάνουν βαρετή εργασία, μπορούν να χρησιμοποιήσουν την κρίση τους και έχουν υψηλότερους μισθούς απ’ ότι άλλοι εργαζόμενοι.
Επαγγελματικό και κοινωνικό κύρος
Όσο πιο πολύς σεβασμός αποδίδεται σε ένα επάγγελμα τόσο πιο μεγάλος θα είναι ο βαθμός επιρροής του επαγγέλματος αυτού, π.χ. γιατροί και δικηγόροι. Το πόσο, όμως, το κύρος και η επιρροή αυτών των επαγγελμάτων είναι αποτέλεσμα αναγνώρισης της κοινωνίας είναι κάτι που αμφισβητείται. Μερικοί υποστηρίζουν την άποψη ότι ο καθένας μπορεί να γίνει εργάτης αλλά πολύ λίγοι μπορούν να γίνουν δικηγόροι, αρχιτέκτονες ή λογιστές. Άλλοι πάλι ισχυρίζονται ότι τα επαγγέλματα αυτά θεωρούνται σημαντικά επειδή κάποιοι έχουν τη δύναμη να κάνουν την κοινωνία να πιστεύει ότι πράγματι είναι σημαντικά. Μπορεί στην πραγματικότητα να μην υπάρχει σημαντική διαφορά μεταξύ επιστημονικών επαγγελμάτων και άλλων
επαγγελμάτων: απλά, για κάποιους λόγους μερικά επαγγέλματα έχουν καθιερωθεί ως σημαντικότερα από κάποια άλλα.
Τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις για τη φύση και σπουδαιότητα των επιστημονικών επαγγελμάτων
Αν και οι κοινωνιολόγοι συμφωνούν όσον αφορά την ανάπτυξη που έχουν σημειώσει τα επιστημονικά επαγγέλματα, εντούτοις, διαφωνούν όσον αφορά τη φύση και σπουδαιότητα των επαγγελμάτων αυτών. Υπάρχουν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις όσον αφορά επαγγέλματα: η Μαρξιστική, η λειτουργιστική και η Βεμπεριανή.
Η Μαρξιστική προσέγγιση
Η Μαρξιστική προσέγγιση δίνει έμφαση στο πως τα διάφορα επαγγέλματα μπορούν να μελετηθούν μέσω της Μαρξιστικής θεωρίας για τις κοινωνικές τάξεις. Ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι υπάρχουν μόνο δύο τάξεις στην καπιταλιστική κοινωνία: οι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής (ή μπουρζουαζία) και αυτοί που πωλούν την εργασία τους σ΄ αυτούς (το προλεταριάτο). Ο Μαρξ παραδέχτηκε ότι υπάρχουν και άλλες τάξεις στην κοινωνία, οι μικροεπιχειρηματίες και το λούμπεν-προλεταριάτο (οι πλήρως εξαθλιωμένοι) αλλά οι τάξεις αυτές, είπε, τελικά θ’ απορροφηθούν από τη μπουρζουαζία και το προλεταριάτο. Η διαφορά κλειδί ανάμεσα στις τάξεις είναι η ιδιοκτησία ή όχι των μέσων παραγωγής.
Με την ανάπτυξη, τα τελευταία χρόνια, διαφόρων μεσαίου επιπέδου επαγγελμάτων, η ανάλυση του Μαρξ έχει δημιουργήσει προβλήματα στους Νεο-Μαρξιστές. Πολλοί επιστήμονες-επαγγελματίες φαίνεται ότι δεν διαφέρουν, όσον αφορά επίπεδο ζωής, από τους ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής. Μερικοί διευθυντές και επιστήμονες-επαγγελματίες ασκούν εξουσία και έλεγχο που είναι παρόμοιος μ’ αυτόν που ασκείται από τους ιδιοκτήτες. Επιπλέον, τα άτομα αυτά ταξινομούν τους εαυτούς τους στο επίπεδο των ιδιοκτητών και όχι της εργατικής τάξης.
Σε ποια κοινωνική τάξη ανήκουν οι διευθυντές και οι επιστήμονες-επαγγελματίες; Για τον Westergaard τα άτομα αυτά αποτελούν μια ενδιάμεση τάξη ανάμεσα στους ιδιοκτήτες και στην εργατική τάξη αν και δεν είναι ιδιοκτήτες και στην πραγματικότητα πωλούν την εργασία τους. Κατά συνέπεια, ανήκουν στην εργατική
τάξη. Για τον Wright οι άνθρωποι αυτοί δεν ανήκουν ούτε στη μια τάξη ούτε στην άλλη. Ο Wright προτείνει ότι ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσει κανείς τη θέση των ανθρώπων αυτών είναι η ανάλυση του βαθμού αυτονομίας στην εκτέλεση των καθηκόντων, το ποσοστό εξουσίας που οι άνθρωποι αυτοί ασκούν, και οι χρηματικές τους απολαβές.
Πέρα από τις παραπάνω απόψεις για την ακριβή ταξική θέση των επιστημόνων-επαγγελματιών υπάρχει και η άποψη ότι τα άτομα αυτά είναι συνένοχοι με τους κεφαλαιοκράτες στο να ασκούν έλεγχο στην εργατική τάξη. Για παράδειγμα, οι γιατροί προστατεύουν και αποκαθιστούν την υγεία της εργατικής τάξης, σύμφωνα με τον Navarro, ούτως ώστε οι εργάτες να είναι περισσότερο παραγωγικοί. Οι νομικοί λειτουργούν ένα καταπιεστικό νομικό σύστημα, δίνοντας την εντύπωση ότι είναι δίκαιο για όλους ενώ στην πραγματικότητα ελέγχουν την εργατική τάξη.
Η λειτουργιστική προσέγγιση
Αυτή η προσέγγιση προέρχεται από τη γενική λειτουργιστική θέση για τη διαστρωμάτωση, η οποία ισχυρίζεται ότι τα πιο σημαντικά επαγγέλματα (τα οποία ασκούν και τις περισσότερες δεξιότητες) είναι αυτά που είναι περισσότερο σεβαστά και περισσότερο αμοιβόμενα. Όμως, η πιο αποδεκτή λειτουργιστική άποψη (αυτή του Talcott Parsons) ισχυρίζεται ότι τα επιστημονικά επαγγέλματα αναπτύχθηκαν επειδή ασχολούνται με άτομα που είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στην εκμετάλλευση. Στην περίπτωση των δικηγόρων, οι πελάτες τους μπορεί να κινδυνεύουν να φυλακιστούν, ενώ οι πελάτες των γιατρών είναι άτομα άρρωστα. Αν δεν υπήρχε κάποιος έλεγχος για τα άτομα που επιτελούν αυτά τα λειτουργήματα-επαγγέλματα, τότε οι πελάτες θα ήταν στο έλεος των τσαρλατάνων. Ως αποτέλεσμα αυτού του φόβου, αναπτύχθηκαν και οι διάφοροι επιστημονικοί-επαγγελματικοί σύλλογοι για να προστατεύσουν και να προωθήσουν όσο το δυνατόν υψηλότερους κώδικες επαγγελματικής δεοντολογίας. Ο Parsons ενδιαφερόταν περισσότερο για την ανάλυση του ιατρικού επαγγέλματος, αλλά οι ιδέες του μπορούν να εφαρμοστούν σε όλα τα επιστημονικά επαγγέλματα. Η άποψή του είναι ότι η ιδεολογία του επαγγέλματος αναγκάζει το γιατρό να τοποθετεί την υγεία του αρρώστου πάνω από κάθε προσωπικό συμφέρον. Η χρησιμοποίηση της ιατρικής για εμπορικούς σκοπούς είναι το χειρότερο κακό που θα μπορούσε να υπάρχει.
Επίσης, η λειτουργιστική προσέγγιση εντοπίζει τα χαρακτηριστικά των επιστημόνων-επαγγελματιών:
1) Συστηματική θεωρία – όλες οι ενέργειες τους στηρίζονται στην επιστημονική γνώση.
2) Επαγγελματική εξουσία – ο πελάτης δέχεται χωρίς αμφισβήτηση τη γνώμη του ειδικού.
3) Κοινωνική αναγνώριση – η κοινωνία αναγνωρίζει το αποκλειστικό δικαίωμα του επιστήμονα-επαγγελματία να ασκεί το επάγγελμά του.
4) Κώδικας ηθικής – κάθε επάγγελμα ελέγχει τα μέλη του σύμφωνα με ένα αυστηρό κώδικα ηθικής.
5) Επαγγελματική κουλτούρα – κάθε επάγγελμα έχει ένα κοινό τρόπο προβολής του καθώς και κοινό αίσθημα σπουδαιότητας και συνοχής του.
Το λειτουργιστικό μοντέλο τονίζει, ίσως περισσότερο απ’ ότι πρέπει, τους επίσημους ισχυρισμούς των επιστημονικών-επαγγελματικών συλλόγων ότι τα μέλη τους δεν ενδιαφέρονται για αύξηση του εισοδήματός τους. Άλλες προσεγγίσεις δίνουν έμφαση στο ότι όταν κάποια επαγγέλματα οργανώνονται σε συλλόγους αυτό γίνεται για να αυξήσουν τα εισοδήματά τους και να κερδίσουν επαγγελματική αυτονομία.
Η Βεμπεριανή προσέγγιση
Αυτή η προσέγγιση αναλύει τα επαγγέλματα σε σχέση με τη Βεμπεριανή θεωρία για τη διαστρωμάτωση. Ο Βέμπερ ισχυρίζεται ότι η θέση μιας ομάδας στην κοινωνία εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
1) Τάξη – το αποτέλεσμα της θέσης ενός ατόμου στην αγορά εργασίας. Αυτό που έχεις να πουλήσεις σε σχέση με τη ζήτηση που έχουν οι δεξιότητες που κατέχεις. Το αποτέλεσμα είναι ο μισθός σου.
2) Θέση – το γόητρο που απολαμβάνει το επάγγελμα σου.
3) Ισχύς – η ικανότητα να επηρεάζεις αποφάσεις.
Οι κοινωνιολόγοι που είναι οπαδοί της Βεμπεριανής προσέγγισης, π.χ. Friedson και Parry και Parry, υποστηρίζουν ότι τα επιστημονικά επαγγέλματα είναι μέσα προστασίας των συμφερόντων των μελών τους. Οι κοινωνιολόγοι αυτοί τονίζουν τα ακόλουθα σημεία:
1) Περιορισμός εισόδου στο επάγγελμα. Οι εξετάσεις εισόδου στο επάγγελμα δεν γίνονται για να εντοπίσουν τους καλύτερους αλλά για να περιορίσουν τον αριθμό
αυτών που θ’ ασκήσουν το επάγγελμα, επιτρέποντας έτσι στους υπάρχοντες επαγγελματίες να απαιτούν υψηλότερες αμοιβές από τους πελάτες τους.
2) Έλεγχος της συμπεριφοράς των μελών. Αυτό δίνει τη δυνατότητα στους επιστήμονες-επαγγελματίες να δημιουργούν την εντύπωση ότι όλα τα μέλη τους είναι εξίσου ικανά. Επίσης, με το να επιβάλλουν κυρώσεις στα μέλη τους, οι επιστήμονες-επαγγελματίες αποτρέπουν την παρέμβαση τρίτων στις εσωτερικές τους υποθέσεις.
ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑ
Βασικές έννοιες
Γραφειοκρατία – τυπική οργανωτική δομή, η οποία είναι υπεύθυνη για το σχεδιασμό, την επίβλεψη και το συντονισμό της εργασίας των διαφόρων τμημάτων μίας οργάνωσης.
Γραφειοκρατικοποίηση – η συνεχής επέκταση της γραφειοκρατίας σε ολοένα και περισσότερους τομείς των σύγχρονων κοινωνιών.
Γραφειοκρατική εξουσία – εξουσία που συνδέεται με μία συγκεκριμένη θέση και όχι με ένα συγκεκριμένο άτομο.
Χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας
Κατά τον Μαξ Βέμπερ τα χαρακτηριστικά της γραφειοκρατίας είναι τα εξής:
1. Υπάρχει ξεκάθαρος καταμερισμός της εργασίας με καθήκοντα και υποχρεώσεις.
2. Υπάρχει ξεκάθαρη ιεραρχία. Υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι. Η ιεραρχία αυτή μοιάζει με πυραμίδα με πολλά άτομα στη βάση και λίγους στην κορυφή. Η εξουσία συνδέεται με τη θέση και όχι με το άτομο. Αυτό σημαίνει ότι ο οργανισμός δεν θα διαλυθεί με το θάνατο ή την αποχώρηση ενός ατόμου.
3. Οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται με βάση τα προσόντα τους. Υπάρχει μισθός και προοπτική προαγωγής.
4. Υπάρχουν επίσημοι και γραπτοί κανόνες. Αυτό διαφοροποιεί τους οργανισμούς από άλλους πιο προσωπικούς τρόπους οργάνωσης της εργασίας. Η συμμόρφωση στους κανόνες μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα με πολλούς τρόπους: α) οι κανόνες καθορίζουν το πώς θα ενεργήσουν οι εργαζόμενοι στον οργανισμό, και β) οι γραφειοκράτες ενεργούν ως εκπρόσωποι του οργανισμού με τρόπο αντικειμενικό και απρόσωπο, π.χ. προσλαμβάνουν το πιο ικανό άτομο και όχι τον ανίκανο γιό του αφεντικού. 
Κριτική
Η προσέγγιση αυτή αρνείται ότι τα ΜΜΕ έχουν κάποια επιρροή. Οι άνθρωποι επιλέγουν τι θέλουν να δουν ή να διαβάσουν και πράττοντας έτσι ελ’έγχουν τα ΜΜΕ. 

Συλλογικοί οργανισμοί

Κατά τον Βέμπερ, οι γραφειοκρατίες δημιουργούνται επειδή αποτελούν αποτελεσματικά οργανωσιακά σχήματα. Αντίθετα, ο Κάρλ Μάρξ ισχυρίστηκε ότι οι γραφειοκρατίες είναι όργανο εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από τους καπιταλιστές. Τελικά, είπε ο Μάρξ σε μία αταξική, κομμουνιστική κοινωνία, οι γραφειοκρατίες θα καταργηθούν. Θα αντικατασταθούν από συλλογικούς οργανισμούς όπου διευθυντές και εργάτες θα εργάζονται ως ίσοι για ίση πληρωμή.
Οι ιδέες του Μάρξ περί συλλογικών οργανισμών εφαρμόστηκαν στην Κίνα. Οι εργάτες ενθαρρύνθηκαν να συνεργαστούν με τους διευθυντές στη λήψη αποφάσεων και οι διευθυντές με τους εργάτες στην παραγωγή προϊόντων. Όλοι έπρεπε να παρευρίσκονται σε κοινές συναντήσεις με στόχο την ενίσχυση του ενθουσιασμού τους στην υπηρεσία του λαού. Ως αποτέλεσμα δεν υπήρχαν σύμβολα ιεραρχίας.
Η Κίνα, σε σχέση με τη Δύση, έμεινε πίσω οικονομικά. Όμως, από το 1970 και μετά προσπάθησε να εκσυγχρονιστεί. Προώθησε την εξειδίκευση, και τον επαγγελματισμό και έδωσε χρηματικά κίνητρα στους εργαζόμενους. Παρ’ όλα αυτά η Κινέζικη γραφειοκρατία έχει περισσότερα κοινά με τη Γιαπωνέζικη παρά με τη Δυτική γραφειοκρατία.
Η καρδιά του Γιαπωνέζικου οργανωσιακού μοντέλου είναι τα επιτεύγματα της ομάδας. Οι εργαζόμενοι ξεκινούν την ημέρα τους τραγουδώντας το τραγούδι της εταιρείας τους. Εργάζονται σε ομάδες από 8-10 άτομα. Σε κάθε τομές όλοι εργάζονται ως ίσοι προς ίσο. Εργαζόμενοι από διαφορετικά τμήματα έχουν κοινές συζητήσεις για να συζητήσουν τα προβλήματα της εταιρείας. Όλοι βλέπουν την εταιρεία σαν την οικογένειά τους.
Τα μειονεκτήματα της γραφειοκρατίας
1. Οι κανονισμοί της γραφειοκρατίας δεν βοηθούν όταν συμβεί κάτι απροσδόκητο. Για παράδειγμα, όταν οι Γιαπωνέζοι βομβάρδιζαν το 1941 το Περλ Χάρμπορ, οι Αμερικανοί στρατιώτες έτρεξαν στις αποθήκες για όπλα. Όμως, οι φύλακες αρνήθηκαν να τους δώσουν γιατί δεν είχαν έγγραφη εξουσιοδότηση.
2. Ιεραρχία σημαίνει έλλειψη δημοκρατίας.
3. Παράγεται μεγάλος αριθμός κανόνων.
4. Συμπληρώνεται μεγάλος αριθμός εντύπων.

Ο Πάρκινσον είπε «ότι η εργασία επεκτείνεται για να γεμίσει το χρόνο που είναι διαθέσιμος για την εκτέλεσή της». Αυτή η φράση είναι γνωστή ως νόμος του Πάρκινσον και σημαίνει ότι αποτελεί φυσική τάση της γραφειοκρατίας να αυξάνεται κατά 6% κάθε χρόνο. Επειδή οι γραφειοκράτες θέλουν να φαίνεται ότι έχουν πολλή δουλειά, επίτηδες αυξάνουν το χρόνο εργασίας τους γράφοντας πολλές επιστολές, δημιουργώντας κανόνες, συμπληρώνοντας έντυπα και κρατώντας αρχεία. Έτσι, δημιουργούν λόγους για να προσλαμβάνουν περισσότερους υπαλλήλους. Πέρα απ’ αυτό, οι μισθοί των διευθυντών μπορεί να εξαρτώνται από το πόσα άτομα εποπτεύουν.
Τα πλεονεκτήματα της γραφειοκρατίας
Αφού υπάρχουν τα παραπάνω μειονεκτήματα τότε γιατί οι γραφειοκρατίες συνεχίζουν ν’ ανθούν; Γιατί δεν κάνουν και τόσο κακό:
1. Οι κανονισμοί μπορεί να καθυστερούν ή να περιορίζουν έναν άνθρωπο αλλά προστατεύουν κάποιον άλλο. Για παράδειγμα, μια τεχνική εταιρεία μπορεί να καθυστερεί να πάρει άδεια για να διορθώσει το αποχετευτικό σύστημα αλλά αυτό προστατεύει τους κατοίκους της περιοχής διότι η χορήγηση άδειας προϋποθέτει ότι έχουν γίνει σεβαστοί όλοι οι κανόνες ασφαλείας.
2. Η γραφειοκρατία προωθεί την ισότητα και περιορίζει τις διακρίσεις. Για παράδειγμα, αν χρειάζεσαι ένα χαμηλότοκο δάνειο, τότε είναι καλύτερα που το σύστημα είναι απρόσωπο παρά να χρειάζεσαι «μέσο» για να το πάρεις.
3. Η γραφειοκρατία ενθαρρύνει τη δημιουργικότητα και την ελαστικότητα. Όσο πιο πολύπλοκη είναι μια δουλειά τόσο πιο εφευρετικός γίνεται ο γραφειοκράτης. Ειδικά οι γραφειοκράτες που κατέχουν υψηλές θέσεις πρέπει συνεχώς να αξιολογούν πληροφορίες, να επιλέγουν ανάμεσα σε πολλές εναλλακτικές λύσεις, να συμβιβάζουν συμφέροντα και συγκρούσεις, κλπ.
Η εξελισσόμενη γραφειοκρατία
Το 1970 ο Άλβιν Τόφλερ προέβλεψε ότι στο μέλλον όλοι οι οργανισμοί θα χαρακτηρίζονται από προσωρινότητα. Θα προσαρμόζονται εύκολα. Θα είναι προσωρινά συστήματα που θ’ αλλάζουν ταχέως. Ο Τόφλερ ονόμασε αυτό το νέο τύπο adhocracy. Ο οργανισμός αυτός μετά την ολοκλήρωση του συγκεκριμένου έργου δεν
θα υπάρχει πια. Επιπλέον, αυτός ο προσωρινός οργανισμός θα χαρακτηρίζεται από ισότητα και έλλειψη ιεραρχίας. Αυτού του είδους η οργάνωση θ’ ανατείλει για δύο λόγους:
1. Οι συνεχείς κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές δημιουργούν πολλά απρόβλεπτα προβλήματα. Οι γραφειοκρατίες δεν θα μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα γιατί είναι σχεδιασμένες ν’ αντιμετωπίζουν προβλέψιμα προβλήματα και προβλήματα ρουτίνας. Αν οι γραφειοκρατίες δεν γίνουν adhocracies δεν θα επιβιώσουν.
2. Οι γραφειοκρατίες θα παραγκωνιστούν από τον αυξανόμενο επαγγελματισμό και την εξειδίκευση των εργαζομένων, ειδικά τους επιστήμονες και τους μηχανολόγους. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν αυξημένο αίσθημα ανεξαρτησίας και αντιδρούν στο να παίρνουν διαταγές από διευθυντές που έχουν λιγότερη τεχνική γνώση. Θα υπάρχει μεγαλύτερη ισότητα αλλά και μεγαλύτερη υπευθυνότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων.
Άλλοι πάλι δεν δέχονται τη θεωρία της adhocracy λέγοντας πως μόνο λίγα και εξειδικευμένα άτομα θα χειρίζονται απρόβλεπτες καταστάσεις. Δουλειές ρουτίνας θα υπάρχουν πάντα και για πολύ καιρό. Επιπλέον, τα εξειδικευμένα άτομα θα επιστρέψουν στις αρχικές τους θέσεις μετά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Επίσης, θα υπάρξει περισσότερη και όχι λιγότερη γραφειοκρατία γιατί τα προβλήματα θα γίνονται πιο πολύπλοκα και πρέπει να υπάρχουν περισσότεροι, πιο μεγάλοι και πιο πολύπλοκοι οργανισμοί για να τα λύνουν.


Π.Α.Σ.Π. Πολιτικών Επιστημών
Δύναμη Ανατροπής
Δύναμη Εμπιστοσύνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου